Στις 30/10 έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός. Τιμώντας τη μνήμη του ανατρέχουμε σε αποσπάσματα από τα έξι πιο σημαντικά βιβλία του.
Η κάθοδος των εννιά
Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός γεμάτος μούσκλια κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο. Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε τα χείλια μας. Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ' τη μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σα να 'λιωναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το καλοκαίρι. Μπροστά μας τ' αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες ωρίμαζαν μια γλύκα αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το 'δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα. Ήπιε και ο ίδιος.
Τρία ελληνικά μονόπρακτα
"Την Κατερίνα δεν την είχα δηλωμένη όταν γεννήθηκε και έφτιαξα χαρτιά που μου πήραν πολλά τρεχάματα. Έπρεπε να τα γυρέψω στο προξενείο, να στείλουν οι Ρουμάνοι τα στοιχεία εδώ. Χτες με φώναξαν αν ήθελα να εργαστώ, να περάσω πρώτα να υπογράψω. Δεν πήγα γιατί η Φωφώ είχα πρόταση να με πάρει στο μαγαζί, στο ταμείο. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο τέλος αλλά έχω κουραστεί πολύ. Η Αρετή θα κατέβει στην Κυπαρισσία, έχουν το μνημόσυνο του πατέρα τους στις 15 και μου λέει να πάμε μαζί. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Η διεύθυνση του Νίκου είναι Αλκαμένους 143. Αν δεν σου απαντήσει, γράψε μου να φροντίσω εγώ για τα χρήματά σου, να του τα ζητήσω. Αυτά είναι τα νέα μου. Εσύ τι κάνεις;"
Στοιχεία για τη δεκαετία του '60
"Αγαπητή κυρία Μίνα, ήρθα στην Αθήνα από δέκα ετών. Δούλευα και πήγαινα στο σχολείο να τελειώσω το δημοτικό. Τότε έμενα σε μια θεία του πατέρα μου και με έδερνε, δεν πέρασα καλά. Ύστερα εργάστηκα ως μαθητευόμενη γαζώτρια. Έκανα και άλλες δουλειές. Τώρα εργάζομαι σε έναν γιατρό και το βράδυ μένω μέσα, ως εσωτερική, κάνοντας και τις δουλειές του σπιτιού. Ο μισθός μου είναι πιο ικανοποιητικός εκτός ότι όλα είναι ξένα. Ο γιατρός είναι εργένης. Έχει έναν δεσμό με μια κυρία της ηλικίας του. Είναι πολύ ευγενής και καλοσυνάτος ενώ θα μπορούσε να έχει εκμεταλλευτεί τη θέση μου. Κυρία Μίνα, από έξι μήνες έχω γνωρίσει έναν νέο τριάντα ετών, εγώ είμαι είκοσι εφτά. Τίμιος άνθρωπος και έχει καλή δουλειά, υδραυλικός. Τέλος πάντων είναι ένας άνθρωπος σαν όλους τους ανθρώπους. Θέλει να παντρευτούμε, αλλά εγώ δεν είμαι κορίτσι. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Και εγώ έχω καταλάβει ότι αυτός νομίζει ότι είμαι. Γιατί δεν έχει απλώσει το χέρι του απάνω μου, κυρία Μίνα. Μια φίλη μου μου λέει να ραφτώ. Ότι είμαι τυχερή που εργάζομαι στον γιατρό, να του γυρέψω να με βοηθήσει. Ντρέπομαι, κυρία Μίνα. Και εκτός αυτού τον νέο τον αγαπώ και εγώ. Πώς να του το κάνω αυτό. Και πώς να τον αγαπάω έπειτα. Εσείς τι με συμβουλεύετε;"
Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Πρώτο: Αμερική
"Δεν βρήκα τίποτα και το πρωί έφυγα για την Τρίπολη. Έμεινα στο ξενοδοχείο του Ματζαγριώτη και τηλεγράφησα στο χωριό. Την άλλη μέρα ήρθε ο αδερφός μου Αντώνης με δυο ζώα. Καβαλήσαμε και φύγαμε. Περνώντας από την Πλατεία Αγίου Βασιλείου του λέω: "Περίμενε μια στιγμή". Κατεβαίνω και πάω στο πραχτορείο Μαλούχου. Ήταν ένας νέος υπάλληλος. Του λέω: "Σε έξι μήνες ειδοποίησέ με όταν έχει πλοίο". Και άφησα όνομα και σύσταση."
Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο
Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω με αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω.
Ορθοκωστά
Τον φέραν κυλώντας, με τις κλοτσιές, μέχρι τον Άγνωστο. Εκεί του έδωσαν μια και τον έριξαν από κάτω στης Μάρκαινας. Και τον γάζωσαν με μια ριπή. Και τον πέταξαν στο περιβόλι της Ομορφούλας. Τρεις μέρες είπαν, όποιος πάει να τον θάψει θα τον σκοτώσουν. Σηκωθήκαμε, κοιτάξαμε γύρω, δεν πήγαινε κανένας. Πήγα εγώ με τη Στέλλα, παιδευτήκαμε, τον βάλαμε σε μια σκάλα. Οι δυο μας. Και τον ανεβάσαμε στο σχολείο. Εκεί περίμεναν οι αδερφές του. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Τον πήγαμε στο νεκροταφείο. Τους λέω, κάντε ό,τι θέλετε, εγώ δεν μπορώ να σας βοηθήσω άλλο. Ό,τι θέλετε κάνετε. Και σηκώθηκα έφυγα. Σκάψανε λάκκο και τον χώσανε μέσα. Σαν σκυλί.
Τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Εστία.