Τα βιβλία Κισμέτ (Δεκατρείς ιστορίες αγάπης) του Ράινερ-Μαρία Ρίλκε και Συμφορές του δανεισμού (Περί του μη δειν δανείζεσθαι) του Πλουτάρχου ανατυπώνονται από τις εκδόσεις Νεφέλη (από τις 17/10). Διαβάστε παρακάτω τις περιλήψεις τους.
Κισμέτ (Δεκατρείς ιστορίες αγάπης) - Ράινερ-Μαρία Ρίλκε
"Οι άνθρωποι είναι τόσο τρομερά μακριά ο ένας απ' τον άλλον και πιο απομακρυσμένοι απ' όλους είναι συχνά όσοι αγαπιούνται. Πετούν ο ένας στον άλλον όλο τους τον εαυτό όμως κανείς τους δεν τον πιάνει κιόλας, κι έτσι απομένει πεσμένος κάπου ανάμεσα και πυργώνεται και στο τέλος τους εμποδίζει κι από πάνω να δουν και να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον".
Σύντομες αφηγήσεις για τα πάθη και τα άνθη του έρωτα, ιστορίες γραμμένες στην καμπή του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας τους, ο μετέπειτα οικουμενικός ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, έγραψε την πρώτη στα δεκαεννιά και την τελευταία στα είκοσι πέντε του χρόνια. Στην αρχή διστακτικός, έμφοβος απέναντι στο πάθος και τον πόθο. Αργότερα ελευθερωμένος, έτοιμος να υπερασπιστεί την αυτοδιάθεση, την περιπέτεια. Να φταίει η γνωριμία και ο δεσμός του με τη Λου Αντρέας-Σαλομέ και η ραγδαία ωρίμανση που μεσολάβησε;
Όπως και να 'χει, αχνοφέγγει ήδη το περίγραμμα όσων θα τον απασχολήσουν στη ζωή και, αξεχώριστα από αυτή, στη δημιουργική του πορεία μέχρι τέλους: η διαφορετική προσέγγιση των δυο φύλων προς τον έρωτα, η ανάγκη της επαφής αλλά και της ανεξαρτησίας, του αμοιβαίου σεβασμού, της αυτονομίας. Η γλώσσα του μαγική και αναγνωρίσιμη σε κάθε γύρισμα, σε κάθε φωτοσκίαση, σε κάθε ελάχιστο τόνο.
Συμφορές του δανεισμού (Περί του μη δειν δανείζεσθαι) - Πλούταρχος
Οι Συμφορές του δανεισμού (Περί του μη δειν δανείζεσθαι) ανήκουν στα Ηθικά του Πλούταρχου. Η ιδιαίτερη ζέση με την οποία ο, συνήθως ήπιος και χαμηλών τόνων, συγγραφέας τους επιδίδεται στην κατακεραύνωση του φαινομένου του αλόγιστου δανεισμού (από την πλευρά των οφειλετών), καθώς και της απληστίας και της βαναυσότητας των πιστωτών, στρέφοντας εναντίον τους όλο το ρητορικό του οπλοστάσιο, οδήγησε αρχικά τους μελετητές στο να αμφισβητήσουν την πατρότητα του κειμένου και στη συνέχεια στο να το θεωρήσουν νεανική ρητορική άσκηση, εκλαμβάνοντας τη φλόγα του ως juvenilis ardor. Η νεότερη έρευνα ωστόσο έχει καταδείξει πλέον ότι πρόκειται για έργο της ώριμης περιόδου του Πλούταρχου, και συγκεκριμένα για ομιλία γραμμένη το νωρίτερο το 92 μ.Χ., αν όχι πολύ αργότερα. Πιθανότατα εκφωνήθηκε στην Αθήνα, που, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις, μαστιζόταν από τις συνέπειες της υπερχρέωσης σε εγχώριους, αλλά κυρίως ξένους, ως επί το πλείστον Ιταλούς, πιστωτές και στους αντιπροσώπους τους. Ο Πλούταρχος, με μεγάλη ευαισθησία, φωτίζει ένα σοβαρότατο και πολυδιάστατο πρόβλημα της εποχής του. Συγχρόνως κατορθώνει, χάρη στην αμεσότητα, την ψυχολογική οξυδέρκεια, το (ενίοτε μαύρο) χιούμορ και το πάθος του, να μην αφήσει αδιάφορο ούτε τον αναγνώστη των δικών μας ημερών - κάθε άλλο.