Ίσως φέτος θα ήταν μια καλή χρονιά για να πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Μπολάνιο. Θα είχε πατήσει τα εβδομήντα ένα, θα είχε γράψει μερικά αριστουργήματα ακόμα (δηλαδή γραπτά ανάμεσα στα σκατά και το χρυσάφι), θα ήταν χαρούμενος και λίγο επιφυλακτικός, λίγο ειρωνικός και κάπως μπλαζέ. Αλλά δεν το πήρε. Δεν ζει εδώ και δύο δεκαετίες. Κρίμα.
Επίσης: ο ΝτεΛίλο. Μα ο ΝτεΛίλο είναι γέρος πια. Πολύ γέρος. Πιο νέος βέβαια από πολλούς νέους συγγραφείς που είναι ήδη γέροι. Σ’ ένα μήνα θα γίνει ογδόντα οκτώ. Επιπλέον, δεν θα ήξερε τι να κάνει τόσα χρήματα, τα χρήματα του βραβείου, αυτός ο Αμερικάνος τρελόγερος.
Άλλωστε, σε αντίθεση με τον Φίλιπ Ροθ, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το Νόμπελ. Το συγγραφικό του πρόγραμμα ήταν πέρα από βραβεύσεις, πέρα από οποιαδήποτε καταξίωση τέτοιου είδους. Τα βιβλία του είναι σαν μαύρες σκουληκότρυπες που σε οδηγούν στο μέλλον. Δηλαδή, στο παρελθόν. Δηλαδή, στο παρόν. Μπέρδεμα.
Νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία δίνει το βραβείο σε συγγραφείς που δεν χρειάζεται ν’ αναγνωριστούν. Γιατί, μερικές φορές, όταν αναγνωρίζονται, χάνουν και το κοινό που ήδη είχαν.
Το Νόμπελ μπορεί να σε στιγματίσει. Για φανταστείτε, να είχε πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Ρόμπερτ Βάλζερ, αυτός ο περιπατητής των βουνών και πρόγονος του Κάφκα. Τότε, θα χάναμε κάθε φαντασίωση που έχουμε γι’ αυτόν, κι έτσι θα σταματούσαμε να τρεφόμαστε από την αφελή πολιτική του ορμή, που μας συντηρεί ακόμα.
Σκεφτείτε, τη χρονιά που τον βρήκανε νεκρό, ανάσκελα στο χιόνι, τα Χριστούγεννα του ’56, πήρε το βραβείο ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Who cares?
Και μετά: ο Μπέρνχαρντ. Κι αυτός δεν πρόλαβε. Πέθανε στα πενήντα οκτώ. Το πήρε βέβαια, μέσω της Γέλινεκ, και αργότερα, μέσω του Χάντκε –αμφότεροι Αυστριακοί–, αν και νομίζω πως ο Χάντκε το πήρε επειδή ο Ζέμπαλντ δεν ζούσε πια. Είχε προλάβει κι αυτός να πεθάνει το 2001. Θα γινόταν ογδόντα χρόνων φέτος.
Στην πραγματικότητα, δεν έχουν σημασία όλα αυτά. Όλοι ξέρουμε πως στο τέλος μένουν κάτι άσχετα βιβλιαράκια που επιμένουμε να διαβάζουμε για ανεξήγητους λόγους. Κι αυτά προχωράνε, από γενιά σε γενιά, πηδώντας σαν βατράχια. Ή φαντάσματα. Μέχρι που διαλύονται κι αυτά.
Πάντως, την τελευταία φορά που χάρηκα με βράβευση Νόμπελ ήταν το ’16, όταν το πήρε ο Ντίλαν. Αν και δεν το άξιζε. Όχι επειδή δεν ήταν συγγραφέας. Αλλά ένας τύπος που γράφει τους στίχους "Όταν νομίζεις πως τα έχεις χάσει όλα, ανακαλύπτεις πως μπορείς να χάσεις λίγο ακόμα", καλό είναι να μη βραβεύεται. Δεν μας κάνει καλό.
Ο Ντίλαν ήταν πάντα το Νούμερο Μηδέν, όπως είχε πει ο ίδιος, απαντώντας στον Λέοναρντ Κοέν που ισχυριζόταν πως ο Ντίλαν ήταν το Νούμερο Ένα κι εκείνος το Νούμερο Δύο. Τι ήθελε να πει άραγε ο νομπελίστας; Πως ήταν το καλούπι, το έδαφος, η πηγή, η αρχή; Ή, μήπως, πως έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα μηδενικό που δεν ήξερε να παίζει καλά κιθάρα, πως η φωνή του ήταν τόσο κακή που θα έπρεπε να βαθμολογηθεί με μηδέν; Κανείς δεν ξέρει.
Δέκα Οκτώβρη. Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος. Την πάτησα. Δεν έχω διαβάσει Χαν Γκανγκ. Είναι σχετικά νέα, ήδη διάσημη, κυκλοφορεί ήδη στα ελληνικά. Ευπώλητη. Τρέχω να βρω τα βιβλία της. Αγοράζω τη "Χορτοφάγο" (είναι λίγο πιο φτηνή από το "Μάθημα ελληνικών") και ξεκινάω να διαβάζω. Διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω. Είναι μια χαρά. Ωραία πλοκή. Απλή και καθαρή γλώσσα. Άλλοτε κοφτερή, άλλοτε μαλακή. Αξίζει τόσο να διαβαστεί όσο και να ξεχαστεί. Που είναι περίπου το ίδιο: "Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ότι το εσωτερικό του μυαλού της, στο οποίο δεν είχα διεισδύσει ποτέ πριν, έμοιαζε με μια βαθιά μαύρη τρύπα". Μπράβο της. Κι ας μη λέγεται ΝτεΛίλο.