Ο Κώστας Ταχτσής, που γεννήθηκε σαν σήμερα (8/10) το 1927 στη Θεσσαλονίκη, αφιέρωσε τη ζωή του στη λογοτεχνία, με το έργο του να χαρακτηρίζεται από έντονη λυρική διάθεση και μια μοναδική ψυχογραφική ικανότητα. Το μυθιστόρημά του "Το τρίτο στεφάνι" αποτελεί μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των μικροαστών στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, αποτυπώνοντας με μοναδικό τρόπο τις προκλήσεις και τα όνειρά τους. Μετά από μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και αγωνίες, που περιλάμβαναν τα ταξίδια σε Ευρώπη και Αμερική, αλλά και την αντίσταση κατά της δικτατορίας, ο Κώστας Ταχτσής άφησε πίσω του ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο που συνεχίζει να εμπνέει και να συγκινεί. Η κληρονομιά του είναι μια πολύτιμη συμβολή στην ελληνική γραμματεία και η αναγνωρισμένη του θέση στον καλλιτεχνικό κόσμο διατηρείται ζωντανή ακόμα και σήμερα.
Το τρίτο στεφάνι
Απόσπασμα
Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια! Τι πληγή είν’ αυτή που μου ’στειλες, θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θα ’μαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι, να βλέπω τη μούρη της, ν’ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το έκτρωμα της φύσεως, που μ’ άφησε ο πατέρας της για να μ’ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ’ άφησαν να κάνω την έκτρωση!
Τα ρέστα
Απόσπασμα
Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει – πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία – που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ’ εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς; Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν’ αγοράσω τ’ αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μου ’χαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξι ή εφτά δεκάρες!
Η γιαγιά μου η Αθήνα κι άλλα κείμενα
Απόσπασμα
[…] ξαφνικά, τ’ ορκίζομαι, είδα τη συχωρεμένη τη γιαγιά μου ολοζώντανη να με κοιτάζει με τρυφερή αυστηρότητα σα να ’λεγε: "Τέλος πάντων... Πάλι καλά που δεν έγινες χειρότερος..." κι ύστερα να εξαφανίζεται. Χάρη σ’ αυτήν, κι ας λένε ό,τι θέλουν οι ταυτότητες, είμαι Αθηναίος. Χάρη σ’ αυτήν, αγαπάω την Αθήνα. Μερικοί λένε ότι, έτσι όπως κατάντησε, είναι η πιο άσκημη πρωτεύουσα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Δεν ξέρω, ούτε με νοιάζει. Ωραία ή άσκημη, για μένα είναι μοναδική. Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε, έζησε, κι ύστερα πέθανε η γιαγιά μου. Πρέπει φυσικά να σας το πω, ότι από μερικές απόψεις –όπως ακριβώς κι η Αθήνα– ήταν ένα τέρας, και με βασάνισε πολύ τον καιρό που ήμουνα παιδί κι ύστερα έφηβος, αλλά τι να κάνω; Είναι η μόνη γυναίκα που αγάπησα στη ζωή μου.