Μια μέρα σαν τη σημερινή (3 Οκτωβρίου), το 1993, έφυγε από τη ζωή η ποιήτρια και ηθοποιός Κατερίνα Γώγου. Περνώντας τα χρόνια, διάφορες ταμπέλες τής έχουν αποδωθεί, "αγία των Εξαρχείων", "οργισμένη φωνή", η "αφελής του ελληνικού κινηματογράφου".
Εμείς, ως φόρο τιμής στο ποιητικό έργο και με αφορμή την ημέρα, επιλέγουμε να τη θυμηθούμε αδιαμεσολάβητα και να πάρουμε τον χρόνο να επισκεφθούμε ξανά το έργο της, μέσα από τρεις στιγμές της στο βιβλίο-ορόσημο "Ιδιώνυμο". Το 12 και το 24 από τη συλλογή που αποτύπωσε τη σκληρή αλήθεια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αποτυπώνουν, θα λέγαμε, τα δύο "πρόσωπα" της ποιήτριας. Η Γώγου μια ονειροπόλα κι ευάλωτη ψυχή που παλεύει να μην σβήσει. Η Γώγου σάρκα από της σάρκας μιας Αθήνας που καταρρέει και μια χειροβομβίδα έτοιμη να εκραγεί στα χέρια των αυτουργών.
12
…τραλαλάμ… τραλαλάμ τι ώρα να ’ναι
όλη τη νύχτα χτύπαγα το κουδούνι σου
μα δεν ήσουνα πάνω.
Μη σε νοιάζει… όταν ο κόσμος περνούσε
έκανα πως ψάχνω την τσάντα μου. Ξέρω 'γω…
έτσι έκανα πάντα
Δεν ήτανε τίποτα σοβαρό δεν ήθελα να σε τρομάξω πάλι
ήθελα μονάχα να σου πω να πάμε να παίξουμε.
Από την άλλη μεριά δεν περνάν αυτοκίνητα
αλήθεια σου λέω
μονάχα καρότσια την πρωτομαγιά κι ακόμα
είναι Νοέμβρης
πάρε αν θες και τ’ άλλα παιδιά μην τους αφήσουμε γέρους
πίσω απ’ το ταχυδρομείο –σκύψε να σου πω–
είναι μια ξύλινη γέφυρα που ενώνει τ’ αστέρια
άμα με πάρεις καβάλα στους ώμους σου
θα κατεβάσω μερικά.
Αν έχεις δουλειά αυτόν τον καιρό δεν πειράζει.
Πάμε μια άλλη φορά.
Μόνο μη βγεις να κοιμηθείς νωρίς
να ξεκινήσουμε πρωί
πριν βγει ο ήλιος
Πριν πιο πριν τότε που βγαίνουνε οι αθλητικές
εφημερίδες
αν θες είναι καλύτερα –καλύτερο–
να κοιμηθούμε αγκαλιά
δε θα βήχω τη νύχτα
δε θα τραβάω τα σεντόνια
θα λουστώ
θα ’μαι φρόνιμη
ακούνητη
θα ’μαι σαν πεθαμένη
μη με ξεχάσεις όμως το πρωί
γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι
που το ’καναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα
ή κι έτσι γι’ αστείο
και δεν ξαναξυπνήσανε
κι ούτε που παίξανε
ποτέ.
24
Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών” καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
Το σύνολο του ποιητικού έργου της Κατερίνας Γώγου μπορείτε να το βρείτε στο βιβλίο "Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε" από τις εκδόσεις Καστανιώτη.