Λέγεται ότι το πιο συχνό ψέμα των βιβλιόφιλων είναι πως έχουν διαβάσει τον "Οδυσσέα" του James Joyce. Ποιος μπορεί όμως να τους (ή μάλλον μας) κατηγορήσει, όταν ζούμε μέσα σ’ αυτό που έχει φτάσει να αποκαλείται "Χρυσή εποχή της ιρλανδικής λογοτεχνίας" από τα διεθνή μέσα; Προβλέπω πως στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον αυτό το ψέμα θα επεκταθεί και σε άλλους, πιο σύγχρονους λογοτέχνες του Σμαραγδένιου Νησιού. Δεν γίνεται για παράδειγμα να λογίζεσαι φεμινίστρια μιλένιαλ και να μην έχεις διαβάσει Sally Rooney ή η λίστα με τα βιβλία της χρονιάς σου να μην περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις Ιρλανδούς!
Φυσικά οι παραπάνω γραμμές έχουν γερές δόσεις υπερβολής, πατούν όμως σε μια στέρεη πραγματικότητα. Αν το καλοσκεφτούμε, οι Ιρλανδοί λογοτέχνες, αλλά και οι μουσικοί και θεατρικοί συγγραφείς που μπορούμε να κατονομάσουμε χωρίς πολλή σκέψη είναι δυσανάλογα πολλοί για το μέγεθος και τον πληθυσμό του νησιού τους, χωρίς να περιλαμβάνουμε σ’ αυτούς απαραίτητα όσους προέρχονται από τη Βόρεια Ιρλανδία. Η ιρλανδική λογοτεχνία την τελευταία εικοσαετία έχει αποκτήσει τη δική της "σκηνή", χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι εκπρόσωποί της ακολουθούν παρόμοιες θεματικές ή φόρμες. Αντιθέτως, είναι εξαιρετικά πλουραλιστική και μάλλον αυτό είναι το "παράδοξο" και όχι ο όγκος της παραγωγής της.
Οι περισσότεροι λογοτέχνες της χώρας, πάντως, αποδίδουν αυτή την έφεση στο γράψιμο και την καλλιτεχνική παραγωγή εν γένει στο γεγονός ότι οι Ιρλανδοί είναι από κατασκευής παραμυθάδες. Και, παρότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ταραγμένο πολιτικό παρελθόν της χώρας και τις θρησκευτικές αγκυλώσεις από τις πηγές έμπνευσης των λογοτεχνών, θα ήταν αφοριστικό να το αποδώσουμε μονάχα εκεί. Ενδεικτικό είναι πως από τα βιβλία τα οποία αποτέλεσαν το "ιρλανδικό μου καλοκαίρι" μόνο ένα, οι "Υπερβάσεις" της Louise Kennedy (μτφρ. Δέσποινα Δρακάκη, εκδ. Ψυχογιός) τοποθετείται στην περίοδο των Ταραχών. Το "Τραγούδι του προφήτη" του Paul Lynch (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου και Άγγελος Αγγελίδης, εκδ. Gutenberg), που κέρδισε το βραβείο Booker για το 2023 (την ίδια χρονιά ήταν υποψήφιοι άλλοι τρεις Ιρλανδοί!) αποτελεί μια αλληγορία για τον πόλεμο στη Συρία, τοποθετημένη απλώς στην Ιρλανδία· η νουβέλα "Πολύ αργά πια" της Claire Keegan (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) μια ελεγεία για την αγάπη· οι "Συζητήσεις με φίλους" της Sally Rooney (μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδ. Πατάκη), μια σύγχρονη προσέγγιση των millennial σχέσεων και τραυμάτων.
Σε όλα τα παραπάνω ενυπάρχουν βέβαια στοιχεία του ιρλανδικού παρελθόντος και των ψυχολογικών και συμπεριφορικών απότοκών του· λίγες ευρωπαϊκές χώρες, όμως, δεν έχουν να επιδείξουν ένα επώδυνο παρελθόν ικανό να μπολιάσει τη δημιουργικότητα των πολιτών τους. Επιπλέον, η ιρλανδική αλλά και η παγκόσμια πραγματικότητα τροφοδοτεί γερά τη μυθοπλασία τους και όχι μόνο: μου έρχεται στο νου μια συζήτηση με τους υπέροχους punk rockers The Murder Capital το 2019, όταν πρωτοβρέθηκαν στην Αθήνα (επιστρέφουν στις 5/10 στο "Gagarin 205"), στην οποία υπογράμμισαν ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας τους τη στεγαστική κρίση.
Οι συγγραφείς, πάντως, τονίζουν σε συνεντεύξεις τους πως το ισχυρό δίκτυο συνεργασίας και υποστήριξης μεταξύ των λογοτεχνών είναι ένας ισχυρός λόγος που επιτρέπει την αύξηση αξιόλογων πρωτοεμφανιζόμενων, σε συνδυασμό με την υποστήριξη από μια σειρά λογοτεχνικών περιοδικών. Κυριότερο, είναι το επιδραστικό, παρά τη μικρή κυκλοφορία του, The Stinging Fly, το οποίο πρωτοδημοσίευσε μερικούς από τους πιο πολυσυζητημένους και επιτυχημένους σημερινούς συγγραφείς, όπως τη Sally Rooney, η οποία διατέλεσε αργότερα και αρχισυντάκτριά του, αλλά και Colin Barrett ("Young Skins"), Nicole Flattery ("Show Them a Good Time") και Sara Baume ("Spill Simmer Falter Wither").
Τέλος, μπορεί να σχηματίζονται ουρές τετραγώνων προκειμένου να δουν ένα διαμέρισμα προς ενοικίαση στο Δουβλίνο, όμως 2.000 καλλιτέχνες λαμβάνουν ένα εβδομαδιαίο κρατικό επίδομα € 325 για να αφιερωθούν στην τέχνη τους. Επιπλέον, από το 1969, οι Ιρλανδοί καλλιτέχνες αποκλείονται από την υποχρέωση καταβολής φόρου για εισόδημα έως 50.000· δύο εκατομμύρια ευρώ δίνονται ως υποτροφίες σε λογοτέχνες οι οποίοι δεν καλούνται να καταθέσουν άμεσα αποτέλεσμα του έργου τους· το Συμβούλιο Τεχνών Ιρλανδίας, υπεύθυνο για την επιχορήγηση, την ανάπτυξη και την προώθηση των τεχνών, δίνει 6,6 εκατ. ευρώ το χρόνο σε ενέργειες και πρόσωπα που αφορούν το βιβλίο, κι αυτό είναι μόλις το 6-7% του συνολικού προϋπολογισμού με τον οποίο ενισχύει τις τέχνες· για τις 330 δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας δόθηκαν από το κράτος 29 εκατ. ευρώ από το 2016 έως το 2022, ενώ με ένα νέο πρόγραμμα κάθε παιδί που ξεκινάει το σχολείο θα λαμβάνει μια δωρεάν τσάντα με βιβλία στα αγγλικά ή τα ιρλανδικά.
Μιας και αυτήν την περίοδο τρέχει το 52ο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως είναι μια καλή περίοδος για να ξεκινήσουμε ένα "ιρλανδικό φθινόπωρο"· ακόμα καλύτερα όμως να αναρωτηθούμε πάνω στην έλλειψη στήριξης του λογοτεχνικού προϊόντος στη χώρα μας, η οποία σίγουρα δεν υπολείπεται σε αντίστοιχους Joyce και Yeats (τηρουμένων πάντα των αναλογιών), αλλά δεν δίνει περιθώριο και σε επίδοξες Rooney και Lynch να διακριθούν έστω εντός των συνόρων της.