Ήμουν τυχερή που μεγάλωσα στον Βόλο γιατί απέχει τρία λεπτά από τη θάλασσα και τρία από το βουνό. Επειδή είναι και τόπος διακοπών δεν φεύγαμε από εκεί τα καλοκαίρια. Τότε νομίζαμε πως έτσι είναι και η υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκα για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο. Τότε ήταν που διαπίστωσα πως ο Βόλος δεν ήταν σαν τις άλλες επαρχιακές πόλεις. Ήταν κοσμοπολίτικος. Στην Αθήνα ήρθα σε επαφή με παιδιά από άλλες πόλεις, τα οποία διέφεραν πολύ από τους Αθηναίους. Εμείς στον Βόλο όμως είχαμε τα φλερτ μας που έρχονταν και μας έπαιρναν από το σπίτι, πηγαίναμε κι εμείς στο δικό τους. Υπήρχε μια διάχυτη ελευθερία, δεν μεγαλώσαμε σε καταπιεστικό επαρχιώτικο περιβάλλον. Αυτό βέβαια το διαπίστωσα συγκριτικά, έτσι έρχεται η επίγνωση.
Το σπίτι μας στον Βόλο είχε τα τρέχοντα βιβλία, δηλαδή την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse και καμιά εικοσαριά μυθιστορήματα που είχαμε αγοράσει από πλασιέ, του τύπου "Τα μεγάλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας", τα οποία ήταν σε άθλιες μεταφράσεις. Εκ των υστέρων το λέω αυτό βέβαια, τότε δεν είχα τρόπο να κρίνω. Τα βιβλία τα ανακάλυψα μόνη μου, βιωματικά, σε δυο κομβικές στιγμές της ζωής μου. Η πρώτη ήταν όταν ήμουν γύρω στα πέντε και έπρεπε να υποβληθώ σε εγχείρηση για κρεατάκια. Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα σε ιατρικό περιβάλλον και τα εργαλεία με αγρίεψαν, καθώς η επέμβαση θα γινόταν χωρίς αναισθησία. Τότε ήταν που ο πατέρας μου –δεν ξέρω τι τον φώτισε– κατέβηκε κάτω όπου υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο και μου έφερε την "Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων". Μόλις άνοιξα το βιβλίο αντίκρισα μια υπέροχη εικονογράφηση. Άρχισα να διαβάζω και από τις πρώτες αράδες κιόλας ξέχασα και κρεατάκια και γιατρούς και τα πάντα. Και έμεινε μέσα μου ένα απόσταγμα του τύπου "στα δύσκολα θα σε βγάζει στην αντίπερα όχθη ένα βιβλίο".
Η δεύτερη κομβική στιγμή ήταν όταν διάβαζα το πρώτο μου μυθιστόρημα, το "Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν" με το οποίο ταυτίστηκα, καθώς αφορά ένα κοριτσάκι που οι γονείς της δεν τα πάνε καλά κι εμένα οι γονείς μου μάλωναν πολύ. Εκείνη τη μέρα έπεσα σε έναν τέτοιο καβγά. Δεν ήταν και δύσκολο, μάλωναν κάθε μέρα για ασήμαντη αφορμή. Όσο τσακώνονταν εγώ διάβαζα και δεν άκουγα. Ξαφνικά τελείωσε το βιβλίο και ο καυγάς συνεχιζόταν. Αναρωτήθηκα τι έπρεπε να κάνω για να μην τους ακούω. Έτσι ξανάρχισα να διαβάζω το βιβλίο από την αρχή. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι η διαφυγή μου θα ήταν η μόρφωση. Ήταν σωτηρία από όποια πλευρά κι αν το έβλεπες.
Στην Αθήνα όταν πρωτοήρθα στα δεκαοκτώ μου έμενα στην περιοχή Γουδή. Έμενε ήδη εκεί η αδερφή μου η οποία σπούδαζε Ιατρική. Εγώ με τη μικρή αδερφή ήμασταν στις Πολιτικές Επιστήμες και στη Νομική και δεν πηγαίναμε στη σχολή ενώ εκείνη έπρεπε να παρακολουθεί εργαστήρια, οπότε η περιοχή βόλευε. Όταν πρωτοπήγα στη σχολή πίστευα πως οι Πολιτικές Επιστήμες ήταν το απαύγασμα της μόρφωσης – ήταν και η εποχή της πολιτικοποίησης. Σύντομα απογοητεύτηκα. "Αυτό είναι;" σκέφτηκα. Είχα θεοποιήσει αυτό που θα μάθαινα και το αποτέλεσμα μου φάνηκε φτωχό. Με ενοχλούσε επίσης η βαριά κομματικοποίηση. Έτσι δεν ξαναπήγα παρά μόνο στο τελευταίο έτος. Το τμήμα Πολιτικών Επιστημών δεν είχε ανθίσει ακόμη. Τώρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον αν και πλέον τα παιδιά έχουν τρομερό άγχος. Δεν έχουν την ευκαιρία να ζήσουν τη ζωάρα που ζεις μετά το σχολείο. Την εποχή εκείνη διάβαζα, πήγαινα θέατρο, άκουγα μουσική, πήγαινα σε πάρτι. Τα πάρτι γίνονταν σε σπίτια, με ό,τι είχαμε. Έκανα τότε φίλους που τους έχω μέχρι σήμερα. Δεν είχαμε το άγχος τι θα κάνουμε μετά τη σχολή. Μόνο όταν τελειώναμε οι γονείς έκαναν μια ερώτηση γενικής φύσεως "τι σκέφτεσαι να κάνεις;". Υπήρχαν δουλειές τότε.
Τα χρόνια εκείνα τα κορίτσια ήταν με το ένα πόδι στο παρελθόν και με το άλλο στο μέλλον. Άλλαζε η εποχή κι έτσι υπήρχαν όλα τα δείγματα. Είχαμε και πολύ παραδοσιακά κορίτσια. Θυμάμαι ένα πολύ έξυπνο κορίτσι που είχε ταλέντο να γίνει χειρουργός. Όλοι της έλεγαν να μην πάει χειρουργική αλλά να διαλέξει κάτι άλλο. Και έγινε μικροβιολόγος. Αρκετές περιπτώσεις ήταν στενάχωρες για τα μάτια μου. Έβλεπα τα κορίτσια να υποκύπτουν άμεσα ή έμμεσα σε δυσάρεστα πρότυπα.
Το πρώτο σπίτι που έπιασα μόνη μου όταν έφυγα από του Γουδή ήταν στην Καλλιδρομίου. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη εκεί! Κόσμος, καφέ, μπαρ, κάτω από το σπίτι μου γινόταν η λαϊκή. Ένιωθα πως είμαι στην καρδιά της πόλης. Πήγαινα στον Ένοικο με τον δεσμό μου και με ποικίλες παρέες. Συζητούσαμε πάρα πολύ ανοιχτά για τα πάντα: για πολιτική, λογοτεχνία, αλλά και για τα προσωπικά μας. Αυτό που θυμάμαι έντονα από τότε είναι η αίσθηση ξεγνοιασιάς. Το ότι υπήρχε άπλετος χρόνος να μιλάμε για ό,τι μας ερχόταν στο κεφάλι, με ανθρώπους που η σκέψη τους μας διεύρυνε την οπτική γωνία. Πιστεύω πως αυτό είναι ευτυχία για μένα. Η πλατεία των Εξαρχείων δεν μου άρεσε πολύ γιατί ήταν νταρκ. Εγώ εξ αποφάσεως δεν είμαι νταρκ, το έχω ζήσει και δεν το θέλω, επιδιώκω τη σχέση με το φωτεινό. Το ψάχνω, το εφευρίσκω, το διαμοιράζω. Δεν μου άρεσαν επίσης οι δογματικές συμπεριφορές που έβλεπα από τον αναρχικό χώρο.
Τότε πηγαίναμε πολύ σινεμά. Όταν έμπαινε η άνοιξη οι κανονικοί άνθρωποι έβγαιναν στα καφέ και τα ουζερί. Κυριακή μεσημέρι κι ενώ όλοι ήταν έξω εμείς ήμασταν στο Studio και βλέπαμε αφιερώματα στον πολωνικό, τον τσέχικο και τον ινδικό κινηματογράφο. Τώρα τα θυμάμαι και γελάω γιατί δεν είμαι σίγουρη πόσο πραγματικά το επιθυμούσαμε ή "έπρεπε" να το κάνουμε. Μια φορά ήμασταν σε ένα τέτοιο αφιέρωμα που διαρκούσε επτά ώρες σερί και κάποιος πρότεινα να πάμε να δούμε την "Εμμανουέλα". Πήγαμε και περάσαμε τόσο ωραία! Όμως δεν γινόταν να το παραδεχτούμε και βγαίνοντας από το σινεμά λέγαμε όλοι πόσο αηδία ήταν η ταινία. Παρότι βλέπαμε ημι-αναγκαστικά το σινεμά ήταν πολύτιμο. Μου έδωσε τις βάσεις για την κινηματογραφική αισθητική. Είμαι τυχερή που αυτό συνέβη όταν ήμουν πολύ νέα διότι έμεινε μέσα μου για πάντα. Ας χάσαμε και λίγα ούζα.
Μου αρέσει πολύ το κέντρο. Τώρα μένω στην Κυψέλη, τη λατρεύω. Η Φωκίωνος είναι σαν μια τεράστια πλατεία χωριού. Η Κυψέλη με έχει βοηθήσει και ανθρωπιστικά και συγγραφικά και από πάσης απόψεως. Είναι πολλά τα ερεθίσματα. Δεν μου αρέσει η μονοκαλλιέργεια. Στο Κολωνάκι είναι μονοκαλλιέργεια, το ίδιο και στο Μαρούσι όπου έζησα πολλά χρόνια. Είναι περιοχές που νιώθεις πως όλοι είναι ίδιοι. Στην Κυψέλη είμαστε όλοι διαφορετικοί. Στην πολυκατοικία μου ζουν μια μουσουλμάνα, μια Φιλιππινέζα, ένας Έλληνας δικηγόρος της πολεοδομίας, ένας άνεργος. Είμαστε πολλοί ανακατεμένοι.
Από τότε που μένω στο κέντρο πάω παντού με τα πόδια. Ατελείωτα χιλιόμετρα. Αυτό που γίνεται στην Αθήνα σε λίγο θα τη διαλύσει. Λόγω της τουριστικοποίησης γίνεται ολοένα και πιο άχρωμη. Όμως η Αθήνα δεν είναι αυτό. Όσοι έρχονται επίσης θέλουν να δουν τη συγκεκριμένη πόλη, όχι ένα μέρος που θυμίζει Βαρκελώνη ή κάτι άλλο. Αν συνεχιστεί αυτό θα αχρηστεύσουμε τη μοναδική βιομηχανία που έχουμε. Από όπου και να το δεις είναι επικίνδυνο. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευτεί, οι άνθρωποι δεν έχουν πού να μείνουν. Έχει εξοριστεί ο κόσμος.
Ο μέσος Αθηναίος στο μυαλό μου γκρινιάζει δικαίως αλλά είναι και κάπως ερωτευμένος με την πόλη. Εγώ είμαι σίγουρα. Είμαι ευτυχισμένη που ζω στην Αθήνα. Έχω πάει παντού, έχω ζήσει στη Νέα Υόρκη, τη Γενεύη και στο Λονδίνο. Υπέροχες πόλεις και οι τρεις. Όμως εγώ θέλω να μείνω εδώ.
Info
Το πρόσφατο βιβλίο της Λένας Διβάνη "Για την καρδιά και το συκώτι του" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.