Ακούγοντας τα "Μεταλλικά γλυπτά III" του Μιχάλη Αδάμη στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (23/5), είχα την αίσθηση πως ο θόρυβος της πόλης είχε μαζευτεί πίσω από τους τοίχους της αίθουσας. Η σκηνή ήταν άδεια. Το ξύλινο πάτωμα φωτιζόταν μ’ ένα απαλό ροζ χρώμα από τα κρεμασμένα φώτα στην οροφή. Και μετά σκέφτηκα τον Γιώργο. Και πόσο μου λείπει.
Αναμνήσεις από το παρελθόν. Το στούντιο του Μιχάλη Αδάμη στην Αγία Παρασκευή, απέναντι από το σχολείο. Αργότερα, ένα μεγαλύτερο στούντιο στους πρόποδες της Πεντέλης. Ενδιάμεσα, καλοκαιρινές διακοπές στην Πελοπόννησο. Να τρώει ξερά σύκα, να κολυμπάει ή να κάθεται αμίλητος στην αυλή του ενοικιαζόμενου. Δεν τον θυμάμαι να διαβάζει, να γράφει ή ν’ ακούει μουσική. Τον θυμάμαι σιωπηλό. Για μένα, άλλωστε, ήταν απλώς ο πατέρας του Γιώργου.
Με τον Γιώργο ήμασταν συμμαθητές στο Γυμνάσιο. Όμως, στο Λύκειο, παρόλο που βρεθήκαμε σε διαφορετικές τάξεις, ήρθαμε πιο κοντά. Συναντιόμασταν στα διαλείμματα και μιλούσαμε για μουσική. Ακούγαμε διαφορετικά πράγματα. Προσπαθώντας ο καθένας να υπερασπιστεί τις επιλογές του, τσακωνόμασταν συχνά. Αν και ο Γιώργος δεν τσακωνόταν ποτέ. Ενώ εγώ πάντα.
Καμιά φορά έβλεπα τον πατέρα του να περπατάει με σταθερό βήμα στους διαδρόμους. Κρατούσε πάντα ένα καφέ χαρτοφύλακα. Τα μαλλιά του ήταν σγουρά και γκρίζα. Τα χείλη του ήταν έντονα. Δεν ήταν καθόλου ψηλός. Ήταν πάντα βλοσυρός. Ήταν ο καθηγητής μουσικής του σχολείου.
Τα "Μεταλλικά γλυπτά III" (1972) δεν τα είχα ακούσει ποτέ. Αλλά ακόμα κι αν είχα ακούσει αυτό το εξάλεπτο κομμάτι για μαγνητοταινία, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τότε που μπαινόβγαινα συνέχεια στο σπίτι της οικογένειας, δεν θα είχα "πιάσει" τίποτα. Μερικές φορές, πρέπει να ζήσεις διάφορα, να χαρείς και να πενθήσεις, να χάσεις τελοσπάντων τον εαυτό σου σ’ αυτό το χαμό που ονομάζεται ζωή, για να μπορέσεις να διαβάσεις, ν’ ακούσεις ή να δεις κάτι πραγματικά.
Βρίσκομαι λοιπόν στο Ίδρυμα Νιάρχος, κοιτώντας το άδειο πάτωμα κι ακούω αυτούς τους απροσδιόριστους ήχους από τα κρυμμένα ηχεία, λες και είναι ένα κοπάδι ζώα που έχουν εξεγερθεί και φτάνουν στην πόλη, και ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει. Δεν συμβαίνει τίποτα. Μονάχα, τα πράγματα λιγοστεύουν και τελειώνουν. Ή τελειώνουν απότομα.
Ο Αδάμης ηχογράφησε τα "Μεταλλικά γλυπτά III" στο εργαστήριό του, δύο χρόνια πριν γεννηθεί ο Γιώργος, με αφορμή τη γλυπτική του Κλέαρχου Λουκόπουλου. Οι ήχοι προέρχονται αποκλειστικά από τα γλυπτά του: "Έτσι η αίσθηση του μετάλλου είναι πάντα παρούσα", είχε γράψει ο ίδιος για το κομμάτι του. Βέβαια, κάποιος μπορεί να βρει κι άλλα υλικά ανάμεσα στους ήχους. Η ηχώ της εφηβείας που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, παρόλο που τα σημάδια της δεν φεύγουν, το μουγκρητό από τους δίσκους που έχεις ακούσει και λιώνουν παρέα σε μια ηχητική μπομπίνα που γυρίζει σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι, το αρνητικό μιας παλιάς φωτογραφίας σε μια ταβέρνα, τότε που περιμέναμε χαμογελαστοί και αμήχανοι την ενηλικίωση. Μα, κυρίως, ο απόηχος από ανθρώπους που έχουν χαθεί και ήταν καθοριστικοί για σένα.
Ο Μιχάλη Αδάμης πέθανε το ’13 και ο Γιώργος οκτώ χρόνια αργότερα. Μετά τη συναυλία, αποχαιρετώ τον μικρό του αδερφό και παλιούς φίλους. Αποφασίζω ν’ ανέβω στο κέντρο με τα πόδια. Περπατάω μέσα στη ζεστή νύχτα και ξαφνικά η πόλη μοιάζει βουβή.