![ΟΡΤΕΖΕ](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/pad/both/72/725fea77be924769a2a07e76daacfc79.jpg?quality=81&404=default&v=4)
Πριν από καιρό, η Μαρία μού χάρισε τη μετάφραση που είχε κάνει στη συλλογή διηγημάτων "Η θάλασσα δεν βρέχει τη Νάπολη" (1953) της Ορτέζε. Το βιβλίο ξεχάστηκε σε κάποιο ράφι. Τις προάλλες, όμως, το πήρα μαζί μου και διάβασα στην παραλία το εναρκτήριο διήγημα: "Ένα ζευγάρι γυαλιά". Δεν είναι παραπάνω από είκοσι σελίδες. Μα είναι αρκετές για να συνοψίσουν τα πάντα. Ή σχεδόν τα πάντα. Ή τίποτα.
Η μικρή Εουτζένια δεν βλέπει. Χρειάζεται γυαλιά. Πηγαίνει στον γιατρό. Τα γυαλιά κοστίζουν μια περιουσία. Το κορίτσι φοράει το ολοκαίνουργιο ζευγάρι. Και δυστυχώς βλέπει καθαρά: "Καλύτερα να μη βλέπεις τον κόσμο παρά να τον βλέπεις".
Η οικογένειά της ζει σε μια μυρμηγκοφωλιά, σε μια σπηλιά, σ’ ένα "γλοιώδες χωνί". Στη Νάπολη. Δεκαετία του ’50. Όλα είναι βρόμικα και φτωχικά. Υπάρχουν ακόμα οι αναθυμιάσεις από τον πόλεμο, κολλημένες στον τοίχο, μαζί με τον ατμό από τα φασόλια που μαγειρεύει ο πατέρας της.
Η κόρη του έχει τόση μυωπία που αντιλαμβάνεται την κίνηση στους δρόμους μέσα από μια θαμπή μεμβράνη που πάλλεται μπροστά στα μάτια της σαν ένα είδος σωτηρίας απέναντι στην πραγματικότητα. Δύο τζάμια κάνουν τη διαφορά.
Μόνο όταν η Εουτζένια πλησιάζει ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο, μπορεί να δει καθαρά. Είναι αυτό ακριβώς που ζήσαμε στην παιδική μας ηλικία. Δεν βλέπαμε τα περιγράμματα των πραγμάτων μα το κέντρο τους, σαν έναν τεράστιο κρατήρα που ανάβλυζε λάβα. Καθώς μεγαλώνουμε, εστιάζουμε στα σχήματα, ξεχνώντας τι φυτρώνει πίσω από τις γραμμές, κι έτσι παύουμε να είμαστε ευτυχισμένοι.
![ΟΡΤΕΖΕ](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/5b/5bc53ea45c1540e5822515614024c0d2.jpg?v=1&maxwidth=680&)
Μια σειρά από χαρακτήρες διασχίζουν την ιστορία. Σαν κομπάρσοι ενός φιλμ του Φελίνι, σκηνοθετημένου πολύ γρήγορα, αλλά με τη μέγιστη ακρίβεια, λες και παρακολουθούμε μια σκηνή παράτας εσωτερικού χώρου. Η μαμά της Εουτζένια με τ’ αρθριτικά της, η θεία που είναι γενναιόδωρη και θυμωμένη, η θυρωρός Μαριούτσα, ο μικρούλης Λουιτζίνο, η Μαρκησία, η γριά βασίλισσα αυτής της ναπολιτάνικης γωνιάς που θα είχε μείνει ξεχασμένη αν δεν επέμενε η Άννα Μαρία Ορτέζε.
"Ο δρόμος ήταν σαν ένα ρήγμα μες στην ακανόνιστη μάζα των σπιτιών", γράφει κάπου. Όπως και το γράψιμο. Το γράψιμο είναι ρήγμα. Το γράψιμο είναι σχισμή που κόβει την πραγματικότητα και επιτρέπει στο μάτι να κυλήσει από τη μία άκρη της φλέβας της στην άλλη. Δεν συμβαίνει συχνά, ούτε εύκολα. Αλλά συμβαίνει. Είναι η ύστατη προσπάθεια να κόψεις την ομίχλη που καλύπτει την ανθρώπινη μηχανή.
Μόνο που, συνήθως, η προσπάθεια καταλήγει σε τραγωδία. Διότι αν η ομίχλη διαλυθεί, θα δούμε πως από κάτω υπάρχουν σκόρπια υλικά που δεν έχουν καμία συνοχή. Πράγματα που κουβαλάμε από μέρα σε μέρα, χωρίς πιθανότητα να δραπετεύσουμε: "Εδώ και καιρό είχε ασυνείδητα προετοιμαστεί για μια ζωή χωρίς χαρά".
Η Εουτζένια φοράει τα γυαλιά της και ανακαλύπτει πως οι τοίχοι είναι μαύροι, οι γονείς της είναι άσχημοι, η αυλή είναι γεμάτη σκουπίδια, το φόρεμα που της χάρισε η Μαρκησία είναι φαγωμένο. Ένα χάος, μια παράτα κουρελιών. Κανείς δεν θέλει να βλέπει θολά, κανείς δεν αντέχει τις σκιές. Μα, από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη βία της ζωής.
Το κορίτσι ζαλίζεται, διπλώνεται στα δύο και κάνει εμετό. Κι εγώ ευχαριστώ τη Μαρία που μετέφερε το διήγημα της Ορτέζε στα ελληνικά. Τα γυαλιά μας ραγίζουν.