Εάν οι μεγαλουπόλεις, ως μικρές υπερτοπικές χώρες αστικού περιβάλλοντος που είναι, είχαν πρωτεύουσες οι ίδιες, αυτές θα ήταν τα μπαρ – οπωσδήποτε είναι στο μυθιστορηματικό σύμπαν που έπλασε ο Θεοδόσης Μίχος στο βιβλίο του. Τα μπαρ! Εκείνοι οι ανίεροι ναοί, όπου οι άνθρωποι κοινωνούν και επικοινωνούν πνευματικώς και οινοπνευματικώς, τα τεμένη των παθών, οι αρένες των επιθυμιών όπου τα παγώνια επιδεικνύουν το φτέρωμά τους, τα εξομολογητήρια των ασθενών και οδοιπόρων της ζωής όπου οι μουλιασμένες στο αλκοόλ ματαιώσεις φαντάζουν αναπόφευκτες, ακόμα και επιθυμητές, τα καταφύγια, στο παυσίλυπο ημίφως των οποίων οι άνθρωποι ξεχνούν τον εαυτό τους. Όσο χρειάζεται όμως, όσο είναι απαραίτητο, ώστε να μπορούμε όλες και όλοι να συνεχίσουμε να ζούμε σ’ αυτές τις άξενες, άγριες, εκκωφαντικές μητροπόλεις, όπου έχουμε τις δουλειές μας, τις σχέσεις μας, τις οικογένειές μας και τα φαντάσματα που μας στοιχειώνουν.
Οι ήρωες του Μίχου περιστρέφονται γύρω από κάποιο μπαρ, σαν ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα τους, μ’ ένα ποτό στο χέρι, παρουσιάζοντας μια συμπεριφορά πραγματικών υποατομικών σωματιδίων, που υπακούουν στην Αρχή της Αβεβαιότητας: δεν βρίσκονται κάπου συγκεκριμένα, αλλά στο περίπου, όχι σ’ ένα σημείο αλλά σε μια περιοχή, κι αν ορίσεις τη θέση τους, χάνεις την ταχύτητά τους και τούμπαλιν. Ποτέ δεν είναι επακριβώς κάπου παρόντες και παρούσες – βολοδέρνουν μεταξύ λαχτάρας και διάψευσης, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ του Ναι και του Όχι, μεταξύ γέλωτος και κλαυθμού, μεταξύ του Κάποτε και του Τώρα, ενώ η πορεία τους μόνο προδιαγεγραμμένη δεν είναι.
Οι ήρωες κι οι ηρωίδες του Μίχου κλείνοντας το μάτι στον Μπουκόφσκι πίνουν για να ξεχάσουν και να θυμηθούν, μεθοκοπούν για να γελάσουν και να κλάψουν, για να χάσουν και να ξαναβρούν την ανθρωπιά τους. Ψεύδονται μ’ ένα ποτό στο χέρι, εξαπατούν και μαχαιρώνουν συντροφικά ο ένας τον άλλο στην πλάτη κρατώντας το ποτήρι τους, τσουγκρίζουν προδίδοντας, ενώ γερνούν και φθείρονται μαζί με τον φέροντα οργανισμό τους, το μπαρ, αυτό το αιώνιο, αρχετυπικό μπαρ του Μίχου, την Κιβωτό όπου όλες και όλοι χωρούν και δικαιούνται μια θέση. Όλοι:
...Κάγκουρες που ασχημονούν έχοντας πιει κόκα, (οι "ναρκοκομανείς", που λέει κι ένας φίλος μου), μίζεροι τζαμπατζήδες, δειλοί που την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια όταν σκουρύνουν τα πράγματα, άπιστοι κι άπιστες που ξενοκοιμούνται αλληλοκερατωνόμενοι, γερασμένα παιδιά που ζουν μια παιδική τους δόξα σε λούπα αενάως, ιδανικοί κι ανάξιοι εραστές, σχεσάκηδες και υποψήφιοι γονείς, άρχοντες της μπουρδελότσαρκας, ενδόξως αποτυχόντες και ατίμως επιτυχόντες, ένθεοι τρελοί του χωριού, εστέτ, λαϊκοί, φονιάδες, φορτικοί κολλιτσίδες, δημοσιογράφοι, you name it, όλα τα τροπικά άνθη της κοινωνίας ευημερούν και θάλλουν στο βιβλίο του Μίχου, τον Καταστατικό Χάρτη της Δημοκρατίας του Αλκοόλ.
Κι όλα αυτά τα ωραία και μεθυστικά συμβαίνουν ιστορημένα ελλειπτικά και ουσιωδώς, με γλώσσα ζωντανή, μεστή, καρυκευμένη με οξύ, πικρό χιούμορ. Τί άλλο να ζητήσεις; Ένα διπλό ίσως, με δυο παγάκια, κι άλλο ένα για το δρόμο. Άντε γεια μας!