Τι κοινό έχει ο Σταύρος Ξαρχάκος με τους Βαμβακάρη, Θεοδωράκη, Κωνσταντινίδη, Μητρόπουλο, Ξενάκη, Ξένο Γ.Α. Παπαϊωάννου, Σισιλιάνο, Σκαλκώτα, Τσιτσάνη και Χατζιδάκι; Με αυτό το ερώτημα ξεκινά η περιήγηση στην έκθεση "Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε…" που η Πινακοθήκη Γκίκα εγκαινιάζει στις 25 Απριλίου, παρουσία της Υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, το Qualco Group και το Qualco Foundation. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη έκθεση του Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, η οποία συνομιλεί με τη μόνιμη συλλογή της πινακοθήκης, επιμελημένη από τον διευθυντή του μουσείου, Άγγελο Δεληβορριά.
Πέραν του Σταύρου Ξαρχάκου, τους υπόλοιπους 11 μουσικοσυνθέτες συναντάμε σε διάφορα σημεία της μόνιμης συλλογής και, έως τις 21 Ιουλίου, θα έχουμε την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε λίγο καλύτερα, παρακολουθώντας τη γενικότερη καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία στην Ελλάδα μεταξύ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Δικτατορίας. Η έκθεση, σε επιμέλεια της μουσειολόγου Ερατούς Κουτσουδάκη και με την επιστημονική αρωγή του Συλλόγου "Οι φίλοι της μουσικής", εγκαινιάζει μία νέα συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη με το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς και προσκαλεί το κοινό να ανακαλύψει εκ νέου το έργο των κορυφαίων αυτών συνθετών, μαζί με εκείνο του σπουδαίου Σταύρου Ξαρχάκου, ο οποίος παραμένει ενεργός μέχρι σήμερα.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος αυτοσυστήνεται
Η έκθεση απλώνεται σε όλους τους ορόφους της Πινακοθήκης και πρώτη μας στάση ήταν το μικρό αφιέρωμα στον Σταύρο Ξαρχάκο, στο ισόγειο του κτιρίου. Παρόλο που οι συντελεστές της έκθεσης περιγράφουν την ενότητα ως ένα "ανοιχτό, ζωντανό μουσικό αρχείο", η Ερατώ Κουτσουδάκη τόνισε πώς ο σπουδαίος συνθέτης δεν θεωρεί τα αντικείμενα της έκθεσης ως "αρχείο", καθώς αυτό εμπλουτίζεται καθημερινά, όσο ο καλλιτέχνης δημιουργεί νέο υλικό. Μάλιστα, όταν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της με τον συνθέτη, η επιμελήτρια τον ρώτησε "κύριε Ξαρχάκο, τι κρατάτε από όλα αυτά;”, εκείνος απάντησε "τίποτα. Συνεχίζω να δουλεύω".
Το ντοκιμαντέρ που προέκυψε από τις αφηγήσεις του Σταύρου Ξαρχάκου, κατέληξε να είναι ο πυρήνας του αφιερώματος και μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια άλλη πλευρά του κορυφαίου δημιουργού: ο Ξαρχάκος μιλά για τα εμβληματικά του έργα, τη σχέση του με τους καλλιτέχνες που συναντάμε στη συλλογή της Πινακοθήκης Γκίκα, τη γνωριμία του με τον Leonard Bernstein και τον David Diamond και την παρουσία του στο εξωτερικό. Επίσης, σε προθήκες αντικρίζουμε φωτογραφίες, γράμματα, μια πλούσια συλλογή από πίπες, βραβεία, εξώφυλλα δίσκων και άλλα τεκμήρια που ο Ξαρχάκος έχει συλλέξει ανά τα χρόνια.
Ανακαλύπτοντας τη μουσική ιστορία της Ελλάδας
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου, ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Γιώργης Μαγγίνης στάθηκε στο ενδιαφέρον του Μουσείου Μπενάκη να μετατρέψει την κάθε του έκθεση σε μια πολυαισθητηριακή μουσειακή εμπειρία: "τα μουσεία είναι ζωντανοί οργανισμοί και, εδώ και πολλά χρόνια, θέλαμε να βάλουμε στην Πινακοθήκη Γκίκα και άλλες αισθήσεις μέσα στο παιχνίδι, εκτός της όρασης. Ετούτη η έκθεση μάς επιτρέπει να βάλουμε τη μουσική σε σταθερή βάση, όσο διαρκεί το αφιέρωμα".
"Η Πινακοθήκη Γκίκα είναι ένα κτίριο κατάμεστο σε τεκμήρια, που δεν σου επιτρέπει να ακυρώσεις τη μόνιμη συλλογή, να αλλάξεις τον φωτισμό ή να κρεμάσεις πράγματα από την οροφή. Παρόλα αυτά, κάπου, κάπως παρεισφρήσαμε. Στην έκθεση βάλαμε ως στόχο, από τη μία, να εξετάσουμε πώς αυτοί οι 11 ήταν δικτυωμένοι μεταξύ τους και με τους υπόλοιπους από τους συνολικά 195, που εδώ συγκέντρωσε με δικά του κριτήρια ο Δεληβορριάς. Από την άλλη, να δούμε πώς αυτή η μουσική συνεχίζει να αφορά σήμερα, είτε επειδή την επισκέπτονται ξανά οι νεότεροι με έναν δικό τους, φρέσκο τρόπο είτε επειδή διεθνώς τους επανερμηνεύουν σημαντικοί μουσικοί εκτελεστές, δίνοντας καινούργια εκδοχή στο έργο τους" μας εξήγησε η Ερατώ Κουτσουδάκη μιλώντας για το σκεπτικό πίσω από την έκθεση, της οποίας ο τίτλος προέκυψε από μια φράση του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα που συνδέεται με τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Ανεβαίνοντας στους υπόλοιπους ορόφους του μουσείου, ανακαλύπτουμε την αξιέπαινη απόπειρα των συντελεστών να γίνει η έκθεση πιο βιωματική. Η τεχνολογία έχει τον πρώτο λόγο: οι καλλιτέχνες αναδεικνύονται μέσω διακριτικών επιμελητικών πινελιών (το χρώμα πράσινο, χαρακτηριστικό του Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, μας καθοδηγεί στα εκθέματα), οπτικοακουστικού υλικού, αλλά και τη συνοδεία μιας δωρεάν ψηφιακής εφαρμογής που μπορείτε να κατεβάσετε στο κινητό σας ώστε να ανακαλύψετε ακόμα περισσότερες πληροφορίες για τα πρόσωπα της έκθεσης και την επιρροή τους σε ποιητές, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, ζωγράφους, χορογράφους που "φιλοξενούνται" στην Πινακοθήκη. Η χρήση της τεχνολογίας είναι κάτι που παρατηρούμε πιο συχνά στις τελευταίες εκθέσεις του Μουσείου Μπενάκη, καθώς το μουσείο θέλει να εφαρμόσει νέους τρόπους για την καλύτερη επικοινωνία και επαφή των επισκεπτών με τα εκθέματα. Έτσι, στο "Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε…" ακούμε μουσικά δείγματα των συνθετών και συνεντεύξεις τους, ενώ οι μικρές επιμελητικές παρεμβάσεις (λόγια των καλλιτεχνών στα πατώματα του μουσείου και σημάνσεις στις προθήκες του κάθε δημιουργού) μας αποκαλύπτουν τις στενές επαγγελματικές και φιλικές σχέσεις που τους ένωναν.
Η ιδέα δεν ήταν να στηθεί μια έκθεση με νοσταλγική διάθεση, αλλά, όπως εξηγεί η Ερατώ Κουτσουδάκη, να παρουσιαστεί ένα αφιέρωμα που θα λειτουργήσει ως "ένα μικρό σκούντημα στον ώμο του επισκέπτη για να δει και να θυμηθεί, να ανοίξει μία πλατφόρμα μουσικής, το διαδίκτυο, τη δισκοθήκη του και να επιστρέψει ξανά και ξανά στην Πινακοθήκη Γκίκα για να ανακαλύψει το έργο και των 195 προσωπικοτήτων που παρουσιάζονται στο μουσείο".
Σημειώστε ότι κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν διάφορες σχετικές δράσεις, οι οποίες θα ανακοινωθούν προσεχώς από το Μουσείο Μπενάκη.
Με αφορμή την έκθεση, το ωράριο της Πινακοθήκης Γκίκα διαμορφώνεται ως εξής: Πεμ.: 10 π.μ. – 10 μ.μ., Παρ., Σαβ., Κυρ.: 10 π.μ. – 6 μ.μ.
Είσοδος: 9€, 7€
Δείτε όλες τις εκθέσεις της πόλης στον οδηγό τεχνών του athinorama.gr.