Οκτώ ποιητικές συλλογές, πολλοί δοκιμιακοί τίτλοι, διδασκαλία δημιουργικής γραφής στη Θεσσαλονίκη και την Κύπρο, πολύχρονη παρουσία στα γράμματα. Εσωστρεφής, λυρική, πυκνή, με μια γραφή που συνδυάζει την ευγένεια των αισθημάτων με την οξύνοια του πνεύματος, με ένα ποιητικό σώμα που αφήνει μια γλυκόπικρη μεταγεύση στον πνευματικό ουρανίσκο, η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου έχει δει τα ποιήματά της μεταφρασμένα στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά και ρουμανικά. Για την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, η Θεσσαλονικιά ποιήτρια, που ορίζει την ποίηση ως "εξοικείωση με το ανοίκειο" μάς παραχώρησε μια αλλιώτικη συνέντευξη.
Πολίτισσα εκ καταγωγής, γεννημένη στο Μόναχο, διαμένουσα στη Θεσσαλονίκη. Ξενιτιά, οι δύο Μητροπόλεις της καθ’ ημάς Ανατολής, κι η ορθολογική Βαυαρία της βαριάς βιομηχανίας και του πολιτισμού. Ποια είναι η ποιητική ανθοφορία που εξέθρεψαν αυτές οι ρίζες;
Ο τόπος λειτουργούσε για μένα πάντα ως αφήγηση. Μία κινούμενη, μετακινούμενη και διαρκώς μεταφερόμενη ρευστότητα. Αιώρηση πάνω από το άλλοτε των άλλων, πάνω από το πριν το δικό μου − όταν οι γονείς μου απελαθέντες από την Πόλη με τα Γεγονότα του ’64 κατέφυγαν στη Γερμανία, όπου εννέα μήνες μετά γεννήθηκα − αλλά και αιώρηση πάνω από τη "Σελανίκ", πόλη υποδοχής μας μετά τους οκτώ μήνες παραμονής μου στην αλλοδαπή των kinder heim.
Τρεις τόποι - χρόνοι συνόδευαν τη γέννησή μου. Ένας παρελθοντικός αόρατος, το Kadıköy, ένας μεταιχμιακός και έωλος, μέσα στην αθεμελίωτη προοπτική του, το Μόναχο, και ένας άλλος, η Θεσσαλονίκη, που σκόπευε να με αναθρέψει εμβολιάζοντάς με ωστόσο με την αίσθηση κάποιας προσωρινότητας διαρκείας.
Ο τόπος ως πέρασμα και μνήμη καθώς και η μελαγχολική ατμόσφαιρα του ομιχλώδους Θερμαϊκού έδρασαν σαν αυτοδοκιμασία στην αγωνία του οντολογικού μου προσδιορισμού. Πράγματι, προέκυψαν κάποια ποιήματα που κι αυτά έλκουν την καταγωγή τους από την καταγωγή μου.
ΣΕΛΑΝΙΚ Ι (Mητέρα ανύμφευτη)
Εκείνοι που ήρθαν έφερναν/ κι από έναν αριθμό.../ Για την ακρίβεια/ τον κουβαλούσαν πάνω τους/ τον είχανε συνέχεια μαζί τους/ όχι όμως όπως ένα φυλαχτό/ αλλά όπως ένας ανάπηρος/ το κομμένο του πόδι.// Εμείς το ’64/ που φτάσαμε σ’ αυτό απ’ το ’55/ με τη γαλάζια σκόνη του διωγμού/ να κάθεται στα ρούχα μας/ να ασπρίζει την ψυχή μας.// Εμείς δεν ήμασταν ποτέ/ ό,τι κοιτούσε ο καθρέφτης/ μα μία Πόλη που έψαχνε/ πόλη να κατοικήσει/ με Εγνατία, με Ντεπό/ με Βασιλίσσης Όλγας/ με Υπερώο θαλασσινό/ για να σταθούν επάνω του/ Καρέλλη και Πεντζίκης.
– Όμως εγώ δεν έχω τόπο να σταθώ...
– Σας είπαμε, εδώ είναι πια ο τόπος.
– Δεν έχω.../ Βυθιζόμαστε/ μπαίνουν νερά στ’ αμπάρια του μυαλού μου/ κι η μπάντα του Παπάφειου/ πότε το "Μέγαν εύρατο..."/ πότε το "Υπερμάχω..."/
Νερά, πολλά νερά...// Τα πρόσωπά μας άδειασαν/ κάτω απ’ την πάχνη / που μας στεφανώνει/ η αρμονία των ίσκιων μας/ σκυφτή μες στην ομίχλη/ κι ο έρως προς το έσχατον/ κοινή καταγωγή μας// αλλά και οι κήποι.../μια αλληγορία ορίζοντα/ που δεν γεωμετρείται/ λιμάνι εν πλήρη κινήσει και σιωπή/ Βαρδάρης που ιερουργεί/ πόρνη που δεν μεταμελείται.// Τώρα, στην προκυμαία με τους γερανούς/ πυροτεχνήματα συλλέγει και υγρασία/ δίσκους 78 στροφών/ παλαιά πορτρέτα ένδοξα/ που χάσαν την κορνίζα/ μοιράζει σε άγνωστους φιλιά/ πολλά φιλιά// μα πιο συχνά στα σκοτεινά/ βαμβάκι και ιώδιο/ για τ’ ανοιγμένο τραύμα.
Αφόρετα θαύματα, Κέδρος 2017
Πότε αρχίσατε να γράφετε ποίηση; Θυμάστε το πρώτο σας ποίημα;
Ήμουν αρκετά μικρή δεν μπορώ να το θυμηθώ ακριβώς αλλά ήταν κάτι μεταξύ ποιητικής πρόζας και προσευχής.
Η πιο ενοχλητική ερώτηση για έναν λογοτέχνη είναι "γιατί γράφετε;". Μια απάντηση, που έχω χρησιμοποιήσει κι εγώ, είναι "γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά". Συμπαθάτε με, αλλά θα σας ρωτήσω: γιατί γράφετε, κυρία Λουκίδου; Και πώς, ποια μέθοδο ακολουθείτε, ποια τελετουργία;
Δεν θα σας έλεγα πως γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, ούτε γιατί έχω την επιθυμία να μιλήσω. Γράφω, γιατί έχω την ανάγκη να αφουγκραστώ. Είναι λες και υποσυνείδητα επιχειρώ να αναγκάσω τον Λόγο να μου εκμυστηρευτεί κάτι από την αλήθεια του, να μου αποκαλύψει εκείνο που μας διαφεύγει, να λυθεί το αίνιγμα της ύπαρξης, της τόσο αδίκως πεπερασμένης και για αυτό ακριβώς τραγικής. Ο Λόγος γνωρίζει. Εγώ απλώς προσπαθώ να συνδεθώ με εκείνο που αγνοώ, να κάνω ένα βήμα πίσω και να τολμήσω τη γύμνωση από κάθε είδους γνώση από κάθε είδους εμπειρία, μνήμη ή τραύμα μετουσιώνοντάς τα όλα αυτά σε έναν μικρό βατήρα για να κάνω από εκεί το άλμα για το παραπέρα. Η κύρια συνθήκη είναι η σιωπή του νου, η σίγαση του θορύβου που κάνει. Η γλώσσα δύναται τα αδύνατα και έχει τον τρόπο, αν την εμπιστευτώ, να σκίσει το περιτύλιγμα που κρύβει το "δώρο ασημένιο ποίημα" όπως το είδε ο Ελύτης.
Γράφετε ποίηση, και γράφετε (δοκίμια) για την ποίηση. Αφελής ερώτηση, αλλά μπορεί να διδαχθεί η ποιητική δημιουργία;
Εκείνο που πιστεύω ακράδαντα είναι πως η ποιητική δημιουργία δεν μπορεί να είναι ο στόχος, δεν πρέπει να είναι το ζητούμενο. Η ποιητική δημιουργία οφείλει να είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιάς και έντιμης επαφής με τη γλώσσα, με την ελληνική και ξένη λογοτεχνία, είναι το αποτέλεσμα της σύνδεσης με την παράδοση καθώς και με την ποίηση που γράφεται τώρα. Είναι αποτέλεσμα της σύνδεσής μας με τον ρυθμό, τη φύση, τον χρόνο. Και βέβαια, όπως θεωρείται αυτονόητο πως κάποιος πρέπει να σπουδάσει μουσική, χορό, ζωγραφική, θέατρο, κινηματογράφο, αν θέλει να ασχοληθεί σοβαρά και όχι ερασιτεχνικά με τα παραπάνω, κάτι ανάλογο θεωρώ ότι πρέπει να ισχύει και με τη συγγραφή. Εννοείται πως δεν έχω σε καμία υπόληψη κανενός είδους μπούσουλα, καμία μαγική συνταγή. Εκείνο που τουλάχιστον εγώ αγωνίζομαι να κάνω στα μαθήματα δημιουργικής γραφής είναι η αποκατάσταση της ποίησης στις συνειδήσεις των πολλών. Να ξεκαθαρίσω δηλαδή πως σε καμία περίπτωση δεν είναι η ποίηση συναισθηματισμός, ρομαντισμός, αφέλεια. Είναι η εξοικείωσή μας με το ανοίκειο, το ασυνείδητο, το υπερβατικό το οποίο τελικά είναι απόλυτα φυσικό. Θέλει γερό στομάχι η ποίηση, δεν συγχωρεί επιτήδευση, προσποίηση και πόζα. Είναι αδυσώπητη. Και όπως γράφω στην αρχή ενός ποιήματός μου:
Κι όσο πιο γρήγορα το αντιληφθείς / τόσο χειρότερα για σένα / γιατί η ποίηση είναι κατακλυσμός / – δεν είναι κιβωτός, καλέ μου Νώε ̶ /ένα ασημένιο κουταλάκι να μεταλάβεις/ όσα αντέχουν στη φωτιά
Παιδικά τραύματα που άνθισαν ή ακόμα χαίνουν, οι αγαπημένοι που μας εγκατέλειψαν, το άφευκτο του έρωτα και ο αδήριτος εναγκαλισμός του θανάτου. Είναι μόνο αυτά ή υπάρχουν κι άλλα καύσιμα για την ποίησή σας;
Δεν θα έλεγα ότι γράφω εκκινώντας από κάποιο τραύμα παιδικό ή ερωτικό. Άλλωστε, ενώ πιστεύω στην ιαματική λειτουργία της ίδιας της γραφής, εντούτοις δεν προσδίδω θεραπευτικές ιδιότητες στην ποίηση. Με κινητοποιεί σε ένα μεγάλο βαθμό η ίδια η ύπαρξη του όντος και η τεράστια δύναμή της να επιμένει να πιστεύει ότι είναι κυρίαρχη των πάντων, ενώ δεν είναι παρά μια αραχνούλα πιασμένη σε δίχτυα γερά. Γράφω για αυτό ακριβώς, για να αμφισβητήσω το αρραγές, το αδιαπέραστο αυτής της αρπάγης.
"Ένα ποίημα ναι, θα μπορούσε να αναιρέσει την τυφλότητα και ν’ ανοίξει έναν κάποιο δρόμο, θα μπορούσε να μας φέρει εις εαυτόν, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι εκείνη τη στιγμή που συναντιόμαστε μαζί του κάτι ήδη ανοιχτό μέσα μας το υποδέχεται και κατά πάσα πιθανότητα το έχει ήδη καλέσει."
Αν ένα ποίημα μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, τότε ένα άλλο θα μπορούσε να μας κάνει χειρότερους – συμφωνείτε;
Ένα ποίημα ναι, θα μπορούσε να αναιρέσει την τυφλότητα και ν’ ανοίξει έναν κάποιο δρόμο, θα μπορούσε να μας φέρει εις εαυτόν, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι εκείνη τη στιγμή που συναντιόμαστε μαζί του κάτι ήδη ανοιχτό μέσα μας το υποδέχεται και κατά πάσα πιθανότητα το έχει ήδη καλέσει. Ένα κακό ποίημα δεν νομίζω να έχει τόση δύναμη, ώστε αυτό το ίδιο, το ένα ποίημα, να μας κάνει χειρότερους. Όμως, η καθιέρωση και επιβολή πολλών κακών ποιημάτων από όπου απουσιάζουν το νόημα, η αλήθεια και η αισθητική, η εξοικείωσή μας με άλλα λόγια με το κακότεχνο, το άτεχνο, το επιτηδευμένο, το "εύκολο" και το ρηχό, ναι, θα μπορούσε να επιφέρει πλήγματα βαθιά ακόμα και στην ηθική μας, μια και η αισθητική, κατά την άποψή μου, είναι ανώτερη από την ηθική. Προηγείται και την καθορίζει. Ο πόλεμος για παράδειγμα στη βάση του είναι πρώτα αντιαισθητικός και στη συνέχεια ανήθικος.
Ποιο είναι το ποιητικό βιβλίο που έχετε στο κομοδίνο σας τώρα;
"Τα τέσσερα κουαρτέτα" του T.S. Eliot.
Εάν, ο μη γένοιτο, έπιανε φωτιά το σπίτι σας και μπορούσατε να σώσετε εκτός από τον εαυτό σας κι ένα μόνο βιβλίο, ποιο θα ήταν αυτό;
Να πάρω δύο; Το "Αντιλεξικό" του Βοσταντζόγλου και την Αγία Γραφή για το "Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο".
Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται εκατό χρόνια από σήμερα;
Είχε σε μεγάλη υπόληψη τη γλώσσα, μιλούσε για την αθώωση και θύμωνε που πεθαίνουμε.