Τζενίν (Ετέλ Αντνάν)
Τζενίν. Μικρή πόλη στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, εμβληματική της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Πεδίο μάχης ήδη από το 1948 στη Νάκμπα (στα αραβικά, καταστροφή), τη βίαιη εκδίωξη των Παλαιστινίων από τις εστίες τους και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Ιδιαίτερα γνωστή από τη μάχη της Τζενίν το 2002, μετά την αποτυχία των συμφωνιών του Όσλο, στη διάρκεια της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα (στα αραβικά, εξέγερση), μια άνιση αλλά ηρωική σύγκρουση, που ο ιστορικός ηγέτης της Φατάχ και της παλαιστινιακής επανάστασης Γιασέρ Αραφάτ ονόμασε "νέα μάχη του Στάλινγκραντ". Τιμώντας τη μάχη του 2002, υψώθηκε στην Τζενίν παλαιστινιακό μνημείο των νεκρών μαχητών.
Διαχρονικά, κέντρο αντίστασης κατά της ισραηλινής κατοχής και του καθεστώτος απαρτχάιντ, ιδιαίτερα από μια πολυπληθή νέα γενιά, χωρίς μέλλον και χωρίς εμπιστοσύνη σε καμιά παραδοσιακή παλαιστινιακή ηγεσία, ισλαμική ή λαϊκή, η Τζενίν γνώρισε, πάλι το καλοκαίρι του 2023, μαζική εισβολή του ισραηλινού στρατού. Μετά την επίθεση της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023, και το ξέσπασμα του νέου πολέμου και τους τρομερούς βομβαρδισμούς της Γάζας, οι επιθέσεις του ισραηλινού στρατού και των ένοπλων ακροδεξιών εποίκων επεκτάθηκαν και στη Δυτική Όχθη και στην Τζενίν, όπου και κατέστρεψαν το μνημείο της μάχης του 2002.
Οι δαιμονισμένοι (Φιόντορ Ντοστογέφσκι)
Όταν το 1871 πρωτοδημοσιεύτηκαν "Οι δαιμονισμένοι", το κατεξοχήν πολιτικό και προφητικό μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι, θύελλα αντιδράσεων ξέσπασε στους λογοτεχνικούς και πολιτικούς (κατά κύριο λόγο στους επαναστατικούς) κύκλους της Ρωσίας. Μια τεράστια συζήτηση άνοιγε κι ένας πόλεμος κηρυσσόταν εναντίον του "μεταμελημένου" πρώην θανατοποινίτη συγγραφέα και πρώην κατάδικου της Σιβηρίας. Τα γεγονότα που βρήκαν απήχηση στο μυθιστόρημα ήταν η "υπόθεση Νιετσάγεφ", η δραστηριότητα της οργάνωσης "Λαϊκή Εκδίκηση" κι η δολοφονία από πέντε μέλη της ενός φοιτητή. Το ενδιαφέρον του Ντοστογέφσκι τράβηξαν οι ιδεολογικές και οργανωτικές αρχές των μηδενιστών, οι συνεργοί στο έγκλημα και η προσωπικότητα του αρχηγού τους Σ. Γ. Νιετσάγεφ.
Το πλούσιο πραγματολογικό υλικό του το προσέφεραν η επαναστατική βιβλιογραφία, οι εφημερίδες της εποχής και τα πρακτικά της πολύκροτης δίκης –της πρώτης μέχρι τότε ανοιχτής πολιτικής δίκης–, οι απολογίες και τα πολιτικά μανιφέστα των κατηγορουμένων. "Στο έργο που γράφω τώρα για το περιοδικό Ρούσκιι Βέστνικ εναποθέτω πολλές ελπίδες, όχι όμως από λογοτεχνική άποψη όσο από ιδεολογική. Θέλω να πω κάποιες σκέψεις μου, ακόμα κι αν χαθεί η καλλιτεχνική αξία του έργου αυτού. Με απασχολούν σοβαρά όσα έχουν μαζευτεί στην καρδιά και στο μυαλό. Δεν με πειράζει αν καταλήξει σε "κατηγορώ’’, εγώ θα τα έχω πει. Ελπίζω να έχει επιτυχία", γράφει στις 25 Μαρτίου 1870. Δεν διστάζει παράλληλα να περιγελάσει, δηκτικότατα, τις "ουτοπίες" του Φουριέ, του Τσερνισέφσκι (που το κλασικό πια μυθιστόρημά του "Τί να κάνουμε;" είχε γίνει η βίβλος της ανήσυχης κι επαναστατικής νεολαίας), καθώς και μερικά ακόμα ιερά τέρατα της ρωσικής λογοτεχνίας όπως ο φίλος του Τουργκένιεφ κι ο Γκρανόφσκι.
Η ιστορία των "Δαιμονισμένων" εξελίσσεται με επίκεντρο την "αμφιλεγόμενη" προσωπικότητα του μηδενιστή Πιότρ Βερχοβένσκι (Νιετσάγεφ) και την αινιγματική και δαιμονική φιγούρα του Νικολάι Σταβρόγκιν. Τις δύο αυτές δαιμονικές φιγούρες πλαισιώνουν ο φιλελεύθερος-ιδεαλιστής και πατέρας του μηδενιστή, ο Στεπάν Τροφίμοβιτς, και οι "ιδεολόγοι" (Σάτοφ, Κυρίλλοφ, Σιγκαλιόφ). Και γύρω από αυτούς, τραγικές φιγούρες οι γυναίκες. Τρεις γυναίκες και ο "απόλυτος", "θανατηφόρος" έρωτάς τους για τον Σταβρόγκιν (για να μην αναφερθούμε στην άνευ όρων λατρεία που του δείχνει η κυριαρχική, αρχόντισσα μητέρα του, ο ανταγωνισμός, η στωικότητα, η περηφάνια, το πάθος των οποίων αποτελούν πλούσιο υλικό για μελέτη του γυναικείου ψυχισμού.