"Ποτέ η πραγματικότητα δεν με εμπόδισε από το να διηγηθώ μια ωραία ιστορία" είχε πει κάποτε ένας μεγάλος σύγχρονος παραμυθάς, εξπέρ του ιστορικού μυθιστόρηματος, ο Γουίλμπουρ Σμιθ, και αυτό είναι ένα αξίωμα για όλους τους ανθρώπους που γράφουν, που επανεφευρίσκουν δηλαδή με το πληκτρολόγιο τους την πραγματικότητα – άλλωστε, ένα κτήριο δεν πρέπει να μοιάζει με τα τούβλα και τις πέτρες που το αποτελούν.
Η Μαίρη Κόντζογλου στον "Αποσπερίτη", το πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής της διλογίας "Από ήλιο σε ήλιο", αφηγείται την ιστορία των μεταλλωρύχων της Σερίφου του 19ου -20ου αιώνα, οι άθλιες συνθήκες εργασίας των οποίων και η εκμετάλλευσή τους από την ιδιοκτήτρια εταιρεία των μεταλλείων, οδήγησε στη ματωμένη απεργία τους το 1916. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο, το κάδρο, εντός του οποίου η συγγραφέας φιλοτεχνεί τον γραπτό της πίνακα, αυτή τη μεγάλη τοιχογραφία των 595 σελίδων, που θα ολοκληρωθεί με τον δεύτερο τόμο, τον "Ανέσπερο", που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Φεβρουαρίου.
Τα υπαρκτά πρωταγωνιστικά πρόσωπα, όπως ο Εμίλ Γκρόμαν, ο Πρώσος εργολάβος που αναλαμβάνει να διαχειριστεί τα μεταλλεία, λογοδοτώντας στην "Εταιρεία Μεταλλείων Σερίφου και Σπηλιαλέζα Λαύριον ΑΕ", και ο Κωνσταντίνος Σπέρας, ο ρομαντικός επαναστάτης, πλαισιώνονται από πλάσματα που έχει πλάσει στη φαντασία της η κ. Κόντζογλου, για να χτίσει το μύθο του βιβλίου. Αυτός επιστέφεται από μυθολογικά πρόσωπα, όπως είναι ο Περσέας, ο γιος του Δία και της Δανάης, που μεγάλωσε στη Σέριφο, και η αγαπημένη του Ανδρομέδα, η κόρη του Κηφέα και της Κασσιόπης.
Η συγγραφέας, ερωτευμένη σφόδρα με τη γη της Σερίφου, δίνει στο νησί και μια προστιθέμενη ψυχική αξία, βαφτίζοντας με τα ονόματα μυθολογικών ηρώων κάποιους χαρακτήρες του βιβλίου της, ενώ παρεμβάλλει αποσπάσματα από τις περιπέτειες του Περσέα, που παραπέμπουν στα πάθη των ηρώων της. Αυτός ο δεσμός του μυθικού με το ρεαλιστικό στοιχείο είναι ίσως ένα σήμα κατατεθέν του βιβλίου.
Η ιστορία ξεκινά με το ταξίδι του Γκρόμαν στη Σέριφο μαζί με τον διερμηνέα του, τον Δρακούλη, ο οποίος, ως γνώστης της ψυχολογίας των Ελλήνων, συμβουλεύει το αφεντικό του για το πώς θα αποσπάσει το μέγιστο από αυτούς, πληρώνοντάς τους το ελάχιστο. Πώς να τους επιβληθεί, πώς να εντυπωσιάσει τους φτωχούς νησιώτες, και πώς να τους εξαπατήσει με διάφορα τρικ, για να τους υφαρπάξει τα χωράφια τους με το μετάλλευμα και την εργατική τους δύναμη. "Μια δωρεά στην εκκλησία, λίγες φιλανθρωπίες, κάτι κουμπαριές, κάνα δωράκι στα παιδιά"...
Απέναντί του ο Γερμανός έχει τον Ζαννή Κονόμο, τον πρώτο νοικοκύρη του χωριού, ενώ στο πλάνο μπαίνει η πάμφτωχη οικογένεια του Λωλοκούτρη, που είναι το μαύρο πρόβατο, το μπαίγνιο του χωριού. Ιδιαίτερο ρόλο θα παίξει η κόρη του, η Κατερινέτα, η οποία ερωτεύεται, ως μη όφειλε, τον όμορφο γιο του Κονόμου, τον Περσέα. Από αυτό το σημείο και μετά, η πλοκή πολλαπλασιάζεται εκθετικά. Οι χαρακτήρες ερωτεύονται, σχεδόν πάντα σε πείσμα των γονιών τους και κατά παράβαση της κοινωνικής τους τάξης και ηθικής, παντρεύονται, τεκνοποιούν και πεθαίνουν, ενώ τα παιδιά τους ακολουθούν αταβιστικά τη μοίρα των γεννητόρων τους. Κι όσο συμβαίνουν αυτά τα ερωτικά και συναισθηματικά, η όλη μπίζνα με τα μεταλλεία αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά: συχνά, τη σάρκα και τα οστά των Σεριφιωτών που δουλεύουν στα σπλάχνα της γης....
Η συγγραφέας μπλέκει το προσωπικό με το συλλογικό, το ειδικό με το γενικό, παρακολουθώντας τα πρόσωπά της να αλληλεπιδρούν σε βάθος χρόνου. Η γραφή της ρομαντική, παραστατική, γεμάτη πραγματολογικά στοιχεία και λεπτομερείς περιγραφές, που αναφέρονται και σε πολλά ιστορικά γεγονότα. Είναι εμφανής η προσοχή που δίνει η πεζογράφος στα ιδανικά της κοινωνικής αφύπνισης και δικαιοσύνης, με την εργατική τάξη να αντιπαρατίθεται στο Κεφάλαιο – οι καταγραφές της τής φτώχειας, της απόγνωσης και της ταξικής οργής είναι έντονες – σε κάποιες από αυτές, ίσως να είχε και λίγο τον Ντίκενς στο μυαλό της... Επίσης, η κ. Κόντζογλου εξυμνεί ενθέρμως τη φύση και τον αγνό και άδολο έρωτα, κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις και στις συμφεροντολογικές σχέσεις. Τέτοιες ιστορίες αγάπης είναι πολλές στο μυθιστόρημα – ίσως υπερβολικά πολλές, γιατί το βαραίνουν, μειώνοντας την ευθυβολία του.
Στα συν του βιβλίου είναι η πιστή αναπαράσταση της εποχής και η υπομονετική και φιλότιμη καταγραφή της δράσης των χαρακτήρων στο φυσικό και ανθρωπογενές τους περιβάλλον. Στα μείον, θα έλεγα πως είναι κυρίως η σκιαγράφηση των προσώπων: καθώς είναι τόσα πολλά, δεν υπάρχει πολύς χώρος για όλα, που εμφανίζονται στριμωγμένα, κάπως δισδιάστατα, χωρίς μεγάλο βάθος, πολλές γωνίες ή φωτοσκιάσεις, κάτι που καθορίζεται, όπως είπαμε, από την έκταση του βιβλίου. Όσον αφορά το ύφος, η κυρία Κόντζογλου έχει υιοθετήσει έναν γραφικό ρεαλισμό, με τη χρήση εκφράσεων από τη ντοπιολαλιά της Σερίφου, διανθίζονται με ποιητικές εικόνες.
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής: "Πηγές έβγαζαν κρυστάλλινα νερά, στάρι χρυσό και κριθάρι χοντροκέφαλο φύτρωναν στους μικροσκοπικούς κάμπους, αρνιά παχιά και κατσίκια γοργοπόδαρα βοσκούσαν στις πλαγιές των λόφων, έδιναν γάλα άφθονο και μαλλί πρώτης ποιότητας. Αμπέλια σγουρόφυλλα έβγαζαν κρασί σκέτο νέκταρ και τα ψάρια πηδούσαν στις ακτές, παρακαλούσαν σχεδόν να τα πιάσουν".
Επίσης, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της γραφής είναι πως η συγγραφέας ενίοτε απευθύνεται η ίδια προσωπικά στον αναγνώστη: κάπου λέει "κι αν θελετε τη γνώμη μου", ή "ησυχάστε...", σαν να αφηγείται προφορικά μια ιστορία, κάτι που είναι και καλό για κάποιους, γιατί ενισχύει τηνοικειότητα που αναπτύσσει ο αναγνώστης με το κείμενο, αλλά και κακό για κάποιους άλλους, διότι έτσι καταλύεται η σύμβαση, που θέλει τον συγγραφέα παρόντα φυσικά, αλλά αόρατο. Το μυθιστόρημα μού θύμισε εκείνες τις ταινίες, που ενώ τις παρακολουθείς, "βλέπεις" ανά πάσα στιγμή το σκηνοθέτη, την κάμερα, τα φώτα, ακόμα και τον βοηθό παραγωγής που πηγαίνει τους καφέδες στους ηθοποιούς...