"Αχ βγες / μικρό μικράκι μου/ με το φουστάνι τ’ άσπρο / βρες πάλι φως / και πρόβαλε / σαν από νέφος τ’ άστρο" ... λέει ο Γιάννης Τζανετάκης στο ποίημά του "Βγες", που συμπεριλαμβάνεται στο "Μετά από μένα", το δέκατο ποιητικό του βιβλίο. Ο βραβευμένος ποιητής και βετεράνος δημοσιογράφος του περιοδικού τύπου, έχει αξιωθεί να δει ποιήματά του μεταφρασμένα στα σουηδικά και στα ισπανικά, ενώ ένας στίχος του από τη συλλογή "Όσο ακούω σε χρώμα" έδωσε στον Παντελή Βούλγαρη τον καλύτερο τίτλο για την σπουδαία ταινία του "Όλα είναι δρόμος".
Διαβάζοντας τη συλλογή, ο αναγνώστης πρέπει να περιμένει λιγάκι. Να σηκωθεί, να αφήσει το βιβλίο, να ξεμουδιάσει, να πάει στο παράθυρο, να κοιτάξει έξω τον δρόμο και τον ουρανό, και μετά να γυρίσει να το ξαναπιάσει. Και τότε, ναι, σαν από νέφος προβάλλει το άστρο, το νόημα, το άρωμα των ποιημάτων του Τζανετάκη.
Ο ποιητής φιλοτεχνεί διαυγείς, σύντομες ποιητικές εικόνες, σαν φωτογραφίες, ή σαν footage και στιγμιότυπα από παλιές οικογενειακές ταινίες, αλλά με μια διαφορά: κάθε ένα έχει μια πόρτα που οδηγεί σε άλλο χώρο και χρόνο, αλλού και άλλοτε. Έτσι, ενεργοποιείται κάτι μαγικό, μια συνειρμική σκανδάλη, και αίφνης η φωτογραφία ζωντανεύει, και το φιλμ γίνεται τετραδιάστατο, κάτι σαν φωτεινό ολόγραμμα στο χώρο....
...κι έχεις μπροστά σου τα δυο παιδιά που αγκαλιάζονται σαν τα φύκια στο βυθό. Έχεις το μικράκι που λέγαμε, με το άσπρο φουστάνι που βγαίνει σαν από νέφος τ’ άστρο, και τον καπνό των καυσαερίων στο πάρκινγκ που θυμίζει τα παιδικά χνότα. 'Ή την ψύχρα την αυγινή του θανάτου, που μας ξεγελά σαν μελτεμάκι, κι εμείς χαμογελάμε και μας παίρνει. 'Ή, τα πέλματα στην άμμο που θα ξεχάσουν τη λιακάδα όταν τελειώσει το καλοκαίρι. Σπάνια η απώλεια, η μνήμη, η θλίψη κι η αδυναμία εικονογραφήθηκαν ποιητικά με τέτοια ενάργεια.
Αλλού, ο Τζανετάκης σαν να ‘χει ένα laser pointer και στοχεύει στη λεπτομέρεια, στο ελάχιστο που φωτίζεται, μεγεθύνεται και αστράφτει: αυτό το ζεστό ακόμα και ολόασπρο σπυράκι ρύζι, που ‘χει τρυπώσει κάτω από το πέτο του παροπλισμένου γαμπριάτικου κοστουμιού. "Από ποιο χέρι άραγε / τί δάχτυλα ριγμένο" αναρωτιέται, δίνοντάς μας τα βασικά στοιχεία μιας ωραίας ιστορίας, που θα πούμε στον εαυτό μας πριν μας πάρει ο ύπνος. Να ‘χει άραγε, λέμε, και το δικό μου το κοστούμι, ακόμα ρύζι πάνω του, κι αν ναι, ποιος ή ποια το έριξε, και τί σκεφτόταν για μένα όταν παντρευόμουν, και πώς ένιωθε εκείνη ή εκείνος; Η ποίηση του Τζανετάκη το καταφέρνει αυτό: σε κάνει να ταξιδεύεις στο εσωτερικό σου τοπίο, ίσως γιατί είσαι σχεδόν σίγουρος πως θα συναντήσεις τον εαυτό σου να σε περιμένει, σαν παιδί ή σαν έφηβος, πίσω από καμιά γωνία...
Ένας από τους λόγους που τα ποιήματα του Τζανετάκη είναι τόσο αποτελεσματικά, είναι ίσως ο ρυθμός τους: ελεύθερος στίχος, αλλά και ρίμα. Τα διαπνέει λιτή μουσικότητα. Δεν είναι συμφωνίες - μάλλον είναι είτε τραγούδια α καπέλα, είτε συνθέσεις για μουσικη δωματίου. Παράδειγμα στιχουργικής κομψότητας το ποίημα "Τι κάλλος": "Τί κάλλος Παντοδύναμε / μα εγώ μπροστά του άλαλος / -άρωμα που ξεθύμανε -/ πια δεν μπορώ δεν δύναμαι".
Το ποίημα, που ο ακροτελεύτιος στίχος του έγινε ο τίτλος της ποιητικής συλλογής, είναι το "Θα’ μαι εκεί". Εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν – ο Τζανετάκης αποδομεί τον χρόνο, όπως είχε αποδομήσει την ερωτική πράξη εις τα εξ ων συνετέθη στο ποίημα "Ποτέ ξανά". Ο χρόνος! Ο χρόνος που κυλάει σαν τη ρόδα του κάρου, με τα πράγματα να επαναλαμβάνονται στη ροή του αενάως, ο χρόνος που δεν είναι ανυσματικό μέγεθος, κάπως όπως τον σκέφτηκε ο Νίτσε. Έτσι, ο αφηγητής, ο δρων, ο ποιητής θα είναι εκεί, στα σκαλάκια του Άι Νικόλα με τα παιδιά της πόλης του – για πάντα. Και για πάντα οι άνθρωποι που αγάπησε, θα ζουν όπως έζησαν, και θα πεθαίνουν όπως πέθαναν.
Μ’ αυτό κατά νου, ο αναγνώστης αναγνωρίζει πως το τελευταίο ποίημα τη συλλογής, το "Πλάι στη λεμονιά", είναι αυτόχρημα σπαρακτικό: όπως άλλοι προσδοκούν ανάσταση νεκρών, ο Τζανετάκης προσβλέπει στην ευτυχισμένη συνάντηση με την αδελφή του σε μια λουλουδιασμένη αυλή, στους ηλιόλουστους λειμώνες της παιδικής ηλικίας, στην άχρονη Εδέμ της αθωότητας. Του εύχομαι ολόψυχα να τα καταφέρει...
...γιατί το αξίζει, γιατί το βιβλίο του ζει και εκτός των εξωφύλλων του, αφήνοντας στο έσω ους έναν απόηχο αγαπημένου τραγουδιού που σβήνει αργά, καταλείποντας το γλυκόπικρο αίσθημά του.