Δεν είναι μυστικό πως η Σύρος έχει αναδειχθεί μέσα στην τελευταία δεκαετία σε μία δεξαμενή καλλιτεχνικών δράσεων και αναζητήσεων. Η πληθώρα πολιτιστικών φεστιβάλ, και εκτός της τουριστικής σεζόν, η δημιουργία χώρων τέχνης και concept stores αλλά και η μόνιμη εγκατάσταση καλλιτεχνών στο νησί δεν αφήνει αμφιβολία ως προς το νέο προφίλ της πάντα γοητευτικής Κυκλάδας. Έχοντας βρεθεί πολλές φορές στο νησί, κυρίως για τις κινηματογραφικές διοργανώσεις Animasyros και Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου (SIFF), επέστρεψα στις αρχές του Οκτώβρη για μία διαφορετική-αλλά-παρόμοια ενέργεια, τις προβολές με τίτλο "Untraced Passages" που ολοκλήρωναν το πρόγραμμα του διαμεσογειακού πρότζεκτ Communities between islands στο νησί.
Ο Jacob Moe, από τους ιδρυτές του SIFF, έχει συστήσει το Δίκτυο Αρχιπέλαγος, μία μη-κερδοσκοπική πρωτοβουλία επικεντρωμένη στην έρευνα και την καταγραφή αρχειακού οπτικοακουστικού υλικού αλλά και πρακτικών γνώσεων που αναπτύσσονται στις Κυκλάδες. "Φιλοξενούμε πολιτιστικές δραστηριότητες στο νησί, εδώ και αρκετά χρόνια", εξηγεί, διευκρινίζοντας πως αυτή δεν είναι η πρώτη η διοργάνωση του δικτύου. Για το Communities between islands, συνεργάστηκαν με τους πολιτιστικούς οργανισμούς Providenza, ένα αγρο-πολιτιστικό πρότζεκτ και studio που εδρεύει στα βουνά της Κορσικής, και Cherimus, που επικεντρώνεται στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής Sulcis-Iglesiente στη Νοτιοδυτική Σαρδηνία.
"Το πρόγραμμα ξεκίνησε μέσα από την ανάγκη να αναδείξουμε τα τρία νησιά, όχι ως τουριστικούς προορισμούς, αλλά σαν τόπους που έχουν - και θα έπρεπε να έχουν όλο και περισσότερο - δράσεις πολιτιστικές όλο τον χρόνο και να μην ενεργοποιούνται μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες", επισημαίνει η επιμελήτρια Εύα Βασλαματζή για τη φιλοσοφία της διοργάνωσης. Από τον περασμένο Σεπτέμβρη έως και το τέλος της επόμενης χρονιάς, οι τρεις οργανισμοί θα φιλοξενήσουν στα νησιά εννιά συνολικά διεθνείς καλλιτέχνες, οι οποίοι συνεργάζονται με τοπικές κοινότητες μέσα από residencies και εργαστήρια, με στόχο να δημιουργήσουν καινοτόμα έργα εμπνευσμένα από θεματικές και προβληματισμούς των μεσογειακών κοινωνιών. "Ξεκινήσαμε με τη διάθεση να δουλέψουν οι καλλιτέχνες με τοπικές κοινότητες, κάτι δύσκολο την καλοκαιρινή περίοδο που οι περισσότεροι από αυτούς είναι απασχολημένοι και δεν προλαβαίνουν να συμμετέχουν. Ακόμα, ταξιδεύοντας ανάμεσα στα τρία νησιά, δηλαδή απευθείας από το ένα νησί στο άλλο, θέλαμε οι καλλιτέχνες μέσα σε νομαδικό κλίμα να "χαράξουν” μια διαδρομή στον χάρτη που να συμπεριλαμβάνει διαφορετικά μοντέλα μεσογειακών δομών, ώστε και οι ίδιοι να σκεφτούν την πρακτική και τις θεματικές που δουλεύουν μέσα από διαφορετικά πρίσματα και σε συνάρτηση με τον κάθε τόπο και τις δυνατότητες που προσφέρει ο κάθε οργανισμός".
Οι Latent Community, η ελληνική συμμετοχή της πρώτης φουρνιάς καλλιτεχνών αξιοποίησαν ακριβώς αυτή τη διαδρομή στο έργο τους. "Η λογική του residency ήταν η συνεχόμενη μετακίνηση, η άμεση επαφή με τον μεσογειακό πολιτισμό και με τα ζητήματα που έχουν μετατρέψει την ζώνη της Μεσογείου σε ένα συνεχόμενο πεδίο πολίτικων και οικολογικών κρίσεων. Το συνεχόμενο ταξίδι μας από την Κορσική και την Σαρδηνία, έως και την Σύρο, μας έδωσε την δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή με περιβαλλοντολογικές οργανώσεις και παρατηρητήρια, τόσο στην Κορσική όσο και στην Σύρο, αλλά και να δουλέψουμε δίπλα σε αφοσιωμένους ανθρώπους που ασχολούνται εντατικά με την θαλάσσια ρύπανση και αναδεικνύουν διαρκώς τα αποτυπώματα που αφήνουν πίσω τους η εξορυκτική βιομηχανία της ναυτιλίας και του τουρισμού. Όπως επίσης και με κινήματα ακτιβιστών στην Σαρδηνία που εναντιώνονται στην συνεχόμενη στρατιωτικοποίηση του νησιού από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, οπού έχουν μετατρέψει μια ολόκληρη περιοχή στο νότιο τμήμα νησιού σε πεδίο χολιγουντιανών στρατιωτικών ασκήσεων, διαταράσσοντας έτσι την σχέση των τοπικών κοινωνιών και οικοσυστημάτων".
Πώς επιλέχτηκαν, όμως, οι πρώτοι τρεις συμμετέχοντες καλλιτέχνες; Η Εύα μας καθοδηγεί στη διαδικασία που ακολούθησαν. "Η επιλογή για τον πρώτο κύκλο του προγράμματος έγινε με βάση το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για επείγοντα περιβαλλοντικά ζητήματα. Παραδείγματος χάριν, η Marianne Fahmy ασχολείται με το ζήτημα του νερού σε μέρη που περιβάλλονται από θάλασσα, με αφορμή τη δική της σχέση με την πόλη της Αλεξάνδρειας, η οποία έχει πλημμυρίσει πολλές φορές στο παρελθόν". Επίσης, έπαιξε ρόλο η σχέση των καλλιτεχνών με τις τοπικές κοινότητες και η ικανότητα προσέγγισης τους "ώστε να δοθεί χώρος για να ακουστούν, όπως π.χ. χαρακτηριστικά εφαρμόζουν στο έργο τους οι Latent Community. Τέλος, κριτήριο ήταν η χρήση εικόνας και ήχου στο έργο τους, καθώς το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου είναι η πλατφόρμα που θα φιλοξενήσει τα έργα το 2024 και η παραγωγή νέων έργων είναι κάτι που στηρίζει σταθερά τα τελευταία χρόνια".
Πράγματι, στο SIFF που φέτος πραγματοποίησε την ενδέκατη διοργάνωσή του, έχουμε δει, εκτός από πρωτοποριακές ιστορικές διεθνείς ταινίες, και σύγχρονες παραγωγές μικρού και μεγάλου μήκους από Έλληνες και μη δημιουργούς. Πριν από δύο χρόνια, για παράδειγμα, παρακολουθήσαμε στον Ταρσανά την πανελλήνια πρεμιέρα του έργου "Launching Ceremony" της εικαστικού Μαρίνας Γιώτη, μία ανάθεση του φεστιβάλ. Το έργο παρέμεινε στο χώρο με τη μορφή εγκατάστασης καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ, για να συνδιαλεγεί με τα πλεούμενα που ανακατασκευάζονται στο σημείο.
Η ναυτιλιακή δραστηριότητα του νησιού βρέθηκε με κάποιον τρόπο στο επίκεντρο και της νέας διοργάνωσης, αυτή τη φορά χάρη στους Latent Community. Το διεπιστημονικό καλλιτεχνικό δίδυμο, που αποτελείται από τους εικαστικούς καλλιτέχνες και σκηνοθέτες Σωτήρη Τσίγκανο και Ιώνιαν Μπισάι, επικεντρώθηκε μεταξύ άλλων στην ρύπανση, ηχητική και περιβαλλοντική, που προκύπτει από την εν λόγω δραστηριότητα στη Σύρο σε συνεργασία και με το παρατηρητήριο ποιότητας περιβάλλοντος Σύρου. Το υδάτινο στοιχείο αποτελεί βασική ενασχόληση και της Αιγύπτιας εικαστικού Marianne Fahmy, η οποία το χρησιμοποιεί για να αναδείξει τις περιθωριοποιημένες αφηγήσεις που "πνίγονται" κατά την πορεία της ιστορίας. Η τρίτη συμμετέχουσα, η Κουβανή, με έδρα το Βερολίνο, Elke Marhöfer, από την άλλη, επικεντρώνεται περισσότερο στο φυσικό περιβάλλον, στρέφοντας την κάμερα της πολύ κοντά στο υποκείμενό της· εν προκειμένω, στην ξερολιθιά, μια πρακτική τοιχοποιίας που σμίλευσε τις νησιωτικές κοινότητες.
Όπως μας εξηγεί η Εύα, η τέχνη στο συγκεκριμένο πλαίσιο αυτού του πρώτου κύκλου με τους τρεις καλεσμένους καλλιτέχνες "επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην επιτόπια έρευνα. Ο τρόπος που επιλέξαμε τους καλλιτέχνες είχε να κάνει με την ικανότητα τους να μελετάνε επιτόπια δεδομένα που μας αφορούν – π.χ. στην Σύρο η έλλειψη νερού, η ρύπανση, η ξεχασμένη ιστορική βιομηχανική της διάσταση - και να μετατρέπουν το υλικό σε μια πηγή παραγωγής και μετάδοσης γνώσης, χωρίς διδακτισμό. Και οι τρεις έχουν πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις. Η Fahmy χρησιμοποιεί άγνωστες πηγές και μεταφέρει ιστορικά γεγονότα στο σήμερα μεταπλάθοντας τα διαρκώς μέσα από μυθοπλασία, υπενθυμίζοντάς μας ότι τίποτα από αυτά δεν είναι ξεπερασμένο ή λυμένο. Οι Latent Community με στοιχεία ντοκιμαντέρ στρέφουν την εστίαση μας σε ιστορίες που δεν ακούγονται και αναλαμβάνουν την ευθύνη να δημιουργήσουν τον χώρο για να αναδυθούν. Η Marhöfer που είναι καλλιτέχνης, αγρότισσα και ακτιβίστρια μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τη πιθανότητα ύπαρξης μιας αυτόνομης γλώσσας της κάμερας με την οποία προσεγγίζει σχεδόν ισότιμα και έπειτα από έρευνα στοιχεία της φύσης που εξαφανίζονται. Δεν ξέρω αν πρόκειται για ουσιαστική παρέμβαση, ξέρω όμως ότι μέσα από τα παραπάνω έργα μια αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο είναι εφικτή".
Tracing the untraced
Όλα αυτά τα στοιχεία έγιναν σαφή και στις τρεις ταινίες που παρακολουθήσαμε στην κορύφωση του προγράμματος στη Σύρο, στο πλαίσιο της προβολής "Untraced Passages". Η Fahmy παρουσίασε το έργο εν εξελίξει με τίτλο "Magic Carpet Land" (2020). Αρχειακό οπτικό υλικό και off αφήγηση σε συνδυασμό με κινηματογραφική μουσική που θυμίζει έπη της χρυσής εποχής του Hollywood, μεταφέρουν με υπερρεαλιστική υφή τα ημερολόγια ενός ωκεανογράφου του ’30, διχασμένου ανάμεσα σε δύση και ανατολή. Η Αλεξανδρινή της καταγωγή, από μια πόλη δηλαδή που έχει πλημμυρίσει πολλές φορές στην ιστορία της, στρέφει την καλλιτέχνιδα προς την κατάδειξη της κρίσιμης κατάστασης στην οποία βρίσκεται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Κατά τη διάρκεια του Communities with islands μελέτησε διάφορα σώματα νερού, τόσο αρχαία όσο και σύγχρονα, και στα τρία νησιά, που αντικατοπτρίζουν τις πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρεί να φέρει στο φως διαφορετικές προσεγγίσεις και γνωσιακά συστήματα που θα διασφαλίσουν ένα βιώσιμο μέλλον για τα νησιά, σε συνδυασμό με την ανάδειξη της ιστορικότητας τους.
Η Elke Marhöfer, από την άλλη, παρουσίασε το εθνογραφικό ντοκιμαντέρ "Becoming Extinct (Wild Grass)" (2017), στο οποίο έστρεψε το φακό της στις στέπες της Νότιας Ρωσίας, επιχειρώντας να ανασκαλέψει τις οικολογίες εξαφάνισης και συλλογικής επιβίωσης. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το άβιο με τις ίδιες αρχές ηθικής κινηματογράφησης όπως θα έκανε με το έμβιο, συσχετίζει ανάπτυξη και εξαφάνιση, ανθρώπινο και μη σε έναν παραλληλισμό για έναν κόσμο που καταστρέφεται και αναγεννιέται. Στη Σύρο, ένα αφυδατωμένο νησί που μαστίζεται από τους ανέμους, θαύμασε την πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία των τοίχων από ξερολιθιά, που, όπως λέει "διασχίζουν το νησί σαν κομμάτια από μια σκακιέρα". Και συνεχίζει: "Οι άνθρωποι καλλιεργούν καλαμπόκι, αρακά, πατάτες, κριθάρι, σιτάρι και ελιές και φτιάχνουν κρασί σχεδόν σε όλα τα μέρη του νησιού, με τη βοήθεια αυτών των θεμελίων. Κρατούν την υγρασία, σταματούν τη διάβρωση και χορταίνουν τα ζώα, αλλά δεν φροντιστούν διαβρώνουν τους εαυτούς τους. Μετά την εγκατάλειψη αυτών των τοίχων, πολλά μέρη του νησιού μεταμορφώθηκαν σε πέτρινες ερήμους και φαίνονται απέλπιδα, αλλά αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, θα δεις ότι περικλείουν πολύ πλούσια βιοποικιλότητα, ανεξάρτητα με τον όγκο της βλάστησης". Καταλήγει: "Ο άνεμος αναζωογονεί τις διαθέσεις μου, και το ίδιο κάνει για έναν άρκευθο του οποίου οι αρχαίοι συγγενείς κάποτε κατοικούσαν ολόκληρο το νησί και θεωρούνταν το καλύτερο ξύλο για ναυπήγηση σκαφών".
Γύρω από ένα σκάφος περιστρέφεται, με έναν τρόπο, και το ντοκιμαντέρ που παρουσίασαν οι Latent Community. Στο "Otranto", ακολουθούμε την υπόθεση του πρώτου πλοίου που βυθίστηκε σε ναυτικό αποκλεισμό κατά των μεταναστευτικών ροών. Οι συγγενείς των θυμάτων ξεκινούν από την Αλβανία για την Ιταλία, όπου το σκάφος έχει πια μετατραπεί σε γλυπτό, και θέτουν ερωτήσεις που αγνοήθηκαν από τα ΜΜΕ και τις κυβερνήσεις. Όσο για το πρότζεκτ που εκπόνησαν στο νησί με τίτλο "Resonant rehearsals", οι LC ξεκίνησαν να διαμορφώνουν ένα πρόγραμμα εργασιών ήδη πριν έρθουν στη Σύρο. Είχαν, άλλωστε, ήδη την εμπειρία της Κορσικής και της Σαρδηνίας, όπου ασχολήθηκαν με την ηχητική υποθαλάσσια ρύπανση, τα μικροπλαστικά και τα "δίχτυα φαντάσματα" (ghost nets), αλλά και τις επιπτώσεις που έχει η βάση του ΝΑΤΟ και το εργοστάσιο κατασκευής πολεμικού οπλισμού, όπως και μολυσμένα τοπία λόγω της εξόρυξης μετάλλων αντίστοιχα. Όπως εξηγούν, στην ελληνική φάση του προγράμματος, επικεντρώθηκαν σε δύο άξονες. "Ο πρώτος αφορούσε την ερευνά και την συνεργασία με τοπικούς φορείς, όπως το πρατήριο ποιότητας περιβάλλοντος Σύρου, που ασχολείται συστηματικά με την καταγραφή και την παρατήρηση των ηχητικών και τον θαλασσίων ρύπων, που είναι αποτέλεσμα της έντονης ναυτιλιακής δραστηριότητας στο νησί. Αντίστοιχο είναι και το πρόβλημα της σωστής διαχείρισης την ανακύκλωσης, που καταλήγει να δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο οικοσύστημα της Σύρου, καλύπτοντας ολόκληρες πλάγιες με πλαστικές σακούλες και απόβλητα. Συνήθως, όλοι οι τόνοι πλαστικών και σκουπιδιών μετατρέπονται σε ένα τεράστιο φαγοπότι για τα πτηνά και τα αρπακτικά, μολύνοντας πολυδιάστατα τα θαλασσιά και μη οικοσυστήματα με μικροπλαστικά. Το δεύτερο σκέλος αφορούσε τον σχεδιασμό ενός πειραματικού εκπαιδευτικού εργαστήριου, εστιασμένο στον ήχο και την εκπαιδευτική διάσταση που έχει για να ευαισθητοποίηση γύρω απ’ τα ζητήματα της οικολογίας. Κατά την διάρκεια του εργαστήριου παρουσιάσαμε και πειραματιστήκαμε μαζί με τους συμμετέχοντες, παρουσιάζοντας τον ειδικό εξοπλισμό που χρησιμοποιήσαμε κατά την διάρκεια του προγράμματος, αποτελούμενο από γεώφωνα και υδρόφωνα που καταγράφουν συχνότητες που συχνά αδυνατούμε να ακούσουμε, αλλά είναι σημαντικές για να κατανοήσουμε πως η ηχητική διάσταση στην οικολογία είναι σημαντική για την βιωσιμότητα των μεσογειακών οικοσυστημάτων".
Το "Resonant rehearsals" είναι εμπνευσμένο από τις στρατιωτικές "πρόβες πολέμου" που λαμβάνουν χώρα στην Σαρδηνία "μια ανάσα από κατοικημένες περιοχές και παραλίες που λιάζονται τουρίστες, λόγω της παρουσίας βάσης του ΝΑΤΟ στο νησί αλλά και του εργοστασίου κατασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού (βόμβες, νάρκες, όπλα κ.λ.π.)". Αξιοποίησαν εξοπλισμό στρατιωτικού τύπου, που τον μετέτρεψαν σε εργαλεία καλλιτεχνικής έρευνας με έμφαση στον ήχο, αλλά και drones για την χαρτογράφηση και οπτική καταγραφή. "Θέλαμε να καταγράψουμε την ηχητική διάσταση του εκάστοτε πεδίου και να ακούσουμε αυτό στο οποίο συνήθως δεν έχουμε πρόσβαση. Τα υδρόφωνα, τα γεώφωνα και τα drones είναι προϊόντα στρατιωτικής τεχνολογίας κι εμείς τα χρησιμοποιούμε ως μέσα για να μας αποκαλύψουν λανθάνουσες πτυχές του τοπίου, που συνδέονται με την ανθρωπογενή διατάραξη της οικολογικών ισορροπιών με αποδέκτες ανθρώπινες και μη κοινότητες".
Ο τόπος και οι ντόπιοι
Η συνεργασία με τους ντόπιους ήταν ένα μεγάλο στοίχημα της διοργάνωσης, τόσο ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι των καλλιτεχνών όσο και για να ενισχυθούν οι δεσμοί με την τοπική κοινότητα. Όπως μας μοιράζεται ο Jacob, στο Δίκτυο Αρχιπέλαγος, είχαν αποκτήσει ήδη εμπειρία από τη συνεργασία με διαφορετικές Συριανές κοινότητες σε προηγούμενα πρότζεκτ, από βοτανολόγους, ναυπηγούς έως αυτοδίδακτους ιστορικούς. "Στην περίπτωση του Communities between islands, τα κεντρικά σημεία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους καλλιτέχνες και την τοπική κοινότητα ήταν τα εργαστήρια και η τελική προβολή, τα οποία δημιούργησαν χώρο για ανταλλαγή απόψεων. Κρίνοντας από την ενθουσιώδη παρακολούθηση και συμμετοχή σε όλες τις δράσεις, νιώθω ότι υπάρχει ένα κίνημα να συνεχίσουν να καλλιεργούν αυτά τα είδη συναντήσεων. Και εξαιτίας της ιστορίας του, το νησί ήταν πάντα στο κέντρο μιας ανταλλαγής αγαθών, ανθρώπων και ιδεών. Με το πέρασμα του χρόνου, νιώθω ότι αυτό έχει συμβάλει σε μία μοναδική υποδοχή στο διαφορετικό, την οποία δεν έχω βρει σε πολλά άλλα νησιά".
Για τους Latent Community, ήταν μία πρόκληση να επικοινωνήσουν την ερευνητική και καλλιτεχνική τους πρόθεση με τους ντόπιους, και ειδικά να συνεργαστούν μαζί τους και ταυτόχρονα να τους συμπεριλάβουν στη διαδικασία. "Νομίζω πως οι άνθρωποι που αγωνίζονται και διεκδικούν ένα καλύτερο μέλλον, βλέπουν με κριτικό τρόπο κάθε καλλιτεχνική προσέγγιση. Δεν έχουν άδικο, καθώς πολλές φορές η τέχνη καταλήγει να κάνει το αντίθετο από αυτό που επιδιώκει. Στις καλλιτεχνικές μας προθέσεις ως LC, επιδιώκουμε να βρίσκουμε κοινά σημεία επαφής με τις κοινότητες για να μπορούμε να αναπτύσσουμε τα έργα μας με βάση την συνεργασία. Πιστεύουμε στην αισθητική της συνεργασίας, γιατί μπορεί να γίνει ένα όχημα συλλογικής νοημοσύνης οπού και εμείς ως καλλιτέχνες αλλά και οι άνθρωποι που συνεργαζόμαστε φέρνουμε διαρκώς νέες εμπειρίες που κάνουν την διαδικασία δημιουργική και για τις δυο πλευρές. Αυτή την λογική ακολουθήσαμε και κατά την διάρκεια του προγράμματος: επικοινωνήσαμε με τους ντόπιους την πολιτική διάσταση του ήχου και πώς αυτός μπορεί να γίνει ένα ακόμη εργαλείο καταγραφής και τεκμηρίωσης των οικολογικών ζητημάτων στη Μεσόγειο, δίνοντάς την δυνατότητα στις κοινότητες να ενισχύουν την θέση απέναντί στην βαρβαρότητα της εποχής μας".
Πώς όμως βίωσαν οι καλλιτέχνες την παραμονή τους στο νησί, από τη διαμονή μέχρι τις συνεργασίες τους; "Το πρόγραμμα είναι σίγουρα μια πρόκληση για κάθε καλλιτέχνη, καθώς οι μέρες που περνάνε σε κάθε νησί είναι λίγες, ενώ οι πληροφορίες με τις οποίες έρχονται σε επαφή πολλές" εξηγεί η Εύα για τις απαιτήσεις του Communities between islands. "Η συνεργασία μας μαζί τους ξεκινάει πριν την άφιξη τους στο νησί με συζητήσεις για τα ζητήματα που θεωρούμε σημαντικά στη Σύρο και που ενδέχεται να τους ενδιαφέρουν γνωρίζοντας σε βάθος τη δουλειά του εκάστοτε καλλιτέχνη. Η εμπειρία στη Σύρο ακολουθεί ένα πρόγραμμα συναντήσεων, που προσαρμόζεται στον καθένα με βάση την έρευνα τους, αλλά έχει και αρκετό ελεύθερο χρόνο που ενδείκνυται για πεζοπορίες και βόλτες ώστε να κατανοήσουν την καθημερινότητα του νησιού, κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς με λόγια. Η επιλογή της διαμονής τους στην Καθολική Μονή στην Άνω Σύρο τους επιτρέπει να είναι σε κεντρικό σημείο, αλλά με μια απόσταση από την πολυκοσμία της Ερμούπολης, και να χρησιμοποιήσουν τον χώρο του Μοναστηριού σαν χώρο εργασίας και editing. Κάποιοι από τους συμμετέχοντες κράτησαν επαφή με τους τοπικούς συνεργάτες τους, όπως για παράδειγμα οι Latent Community που συνεχίζουν να επικοινωνούν με τους οργανισμούς που συνεργάστηκαν σε όλα τα νησιά. Για τα νέα πρότζεκτ σίγουρα χρειάζεται λίγο καιρός μετά το τέλος του residency, αλλά έχω την αίσθηση ότι η Fahmy και η Marhöfer, που είναι η πρώτη τους εμπειρία έρευνας και παραγωγής στην Ελλάδα, θα επιστρέψουν σύντομα".
Ο κίνδυνος του εξευγενισμού
Μπορούν εγχειρήματα όπως το Communities between islands να συμβάλλουν σε ένα άλλο μοντέλο σκέψης και δράσης, αξιοποιώντας στοιχεία της παράδοσης αλλά και νέες πρακτικές ή μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε έναν αλλού τύπου εξευγενισμό όπου η τέχνη λειτουργεί ως άλλοθι; Η πιθανότητα ενός "διαφορετικού gentrification" από την εισροή καλλιτεχνών στα νησιά και το τι μπορεί αυτό να σημαίνει μακροπρόθεσμα για την ανάπτυξη ενός τόπου, ακόμα και εις βάρος των ντόπιων, ήταν ένα θέμα που ανέκυψε συχνά στις συζητήσεις μας. Για τον Jacob βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και αυτή η πεποίθηση στέκεται στην καρδιά του πρότζεκτ. "Τα ελληνικά νησιά κινδυνεύουν να χάσουν την οικολογική και πολιτιστική κληρονομιά που συνιστά την ασύγκριτη μοναδικότητα και το ανεκτίμητο πλεονέκτημά τους, καθώς είναι παγιδευμένα ανάμεσα στις δυνάμεις τις κλιματικής κρίσης και της αχαλίνωτης τουριστικής ανάπτυξης". Πιστεύει ότι ο ρόλος του πολιτισμού και της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε αυτή τη διαμάχη είναι κομβικός. "Επικοινωνούν επιδραστικά ιδέες, που μπορεί υπό άλλες συνθήκες να χάνονταν από το ευρύτερο κοινό εξαιτίας της υπερπληροφόρησης. Δουλεύοντας με τοπικά ζητήματα που σχετίζονται με την κατανάλωση του νερού, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και την περιβαλλοντική μόλυνση, οι ταινίες που δημιουργήθηκαν από τους συμμετέχοντας στο πρόγραμμα επιχειρούν να κάνουν ακριβώς αυτό. Αυτός ο "νησιώτικος” τρόπος σκέψης, αναδύεται φυσικά από αυτό που καλούμε περιφέρεια, ένα μέρος εναλλακτικό προς τα κυρίαρχα μοντέλα παραγωγής και κατανάλωσης, το οποίο ακόμα διακρίνεται για την παραδοσιακή γνώση. Και προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια αλλαγή διαρκείας, αυτό το είδος πολιτιστικού ακτιβισμού θα χρειαστεί για να σφυρηλατηθούν συμμαχίες, όχι μόνο ανάμεσα σε πολιτιστικές πρωτοβουλίες άλλων νησιών, αλλά και ανάμεσα σε αυτές, τις τοπικές κυβερνήσεις και των κοινωνικών ομάδων της περιοχής".
Το ζήτημα της κοινωνικής παρέμβασης μέσω της τέχνης σχολιάζουν και οι Latent Community. "Δεν θεωρούμε την τέχνη μέσο παρέμβασης στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της. Άλλωστε και οι καλλιτέχνες είναι μέρος της κοινωνίας και βιώνουν καθημερινά τις κοινωνικές, πολιτικές και οικολογικές προκλήσεις, όπως όλοι. Οπότε, δεν μας ενδιαφέρει μια τέχνη που μιλάει για την κοινωνία, αλλά που συνομιλεί μαζί της και αναδεικνύει με κριτικό τρόπο τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες της. Ως LC προσπαθούμε να κατανοήσουμε σύνθετα ζητήματα μέσα από το πρίσμα της καλλιτεχνικής έρευνας, με βασικό σημείο εστίασης την Μεσόγειο, χρησιμοποιώντας το φιλμ ως συμμετοχικό εργαλείο που επιτρέπει την συμμετοχή φωνών, σωμάτων και τοπίων που δεν έχουν πάντα πρόσβαση στην αναπαράσταση τους και την αφήγηση των ιστοριών τους".
Η Marhofer, πάντως, προβληματίζεται ευρύτερα για τη σχέση μας με τον κόσμο γύρω μας. "Με τα μάτια, τα αυτά μου και την κάμερα με τον 16άρη φακό, σκανάρω τα καφέ-γκρι χρώματα και τις κυματοειδείς υφές που αποκαλύπτουν τα βουνά, δίνοντας μου μια πληρέστερη εικόνα της ζωής στον πλανήτη, το παρελθόν και το μέλλον του. Ακόμα κι αν συνεχίσω να μαθαίνω να αγαπώ την γεωλογία και την αίσθηση του μεγαλείου που φέρνει μαζί της, οι σκέψεις μου ξεφεύγουν πίσω στις καταστροφικές πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού, τους καύσωνες και τις πλημμύρες που κατέστρεψαν μερικά από τα νησιά, αλλά και άλλη μέρα του πλανήτη. Στον καιρό της κλιματικής κατάρρευσης και της εξαφάνισης των ειδών, βρίσκομαι αντιμέτωπη ξανά με την ίδια ερώτηση: πώς μπορούμε να συνδεθούμε με τα παραδοσιακά πνεύματα και την αυτόχθονα γνώση που μας συντήρησε στο παρελθόν; Μία απάντηση που έρχεται στο μυαλό μου -και μπορεί να φαίνεται προφανής- είναι ότι πρέπει να επανεξετάσουμε το πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούμε, ο καθένας με τις ευθύνες που του αναλογούν, και να δουλέψουμε προς το να βελτιώσουμε την πρόσβαση στις οικολογικές πρακτικές. Ελπίζω ότι αυτό θα οδηγήσει στο να χτίσουμε σχέσεις με μεγαλύτερη οικειότητα και αμοιβαιότητα, με τον (ζωντανό) κόσμο".