Η ίδια δεν θεωρεί καλά καλά τον εαυτό της συγγραφέα, αλλά το πρώτο της βιβλίο, η "Σωτηρία", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Αντίποδες", επιχειρεί ένα ειλικρινές, ενίοτε τρυφερό ενίοτε ενοχλητικό, συλλογικό πορτρέτο της μικροαστικής Αθήνας του '80-'90, μια εποχή που η ίδια ήταν παιδί αλλά άρχισε να την ενδιαφέρει την εποχή της κρίσης θέλοντας να διαφυλάξει μια "μνήμη που δεν έχει παραδοθεί εκ ολοκλήρου στην ωραιοποίηση, αλλά μάχεται ακόμα για την αναλογία των συναισθημάτων".
Η Σωτηρία είναι το πρώτο σου βιβλίο. Τι έκανες πριν; Πως έφτασες στο γράψιμο;
Εργάζομαι πολλά χρόνια στον χώρο της εστίασης, ενώ στο παρελθόν δούλευα παράλληλα και ως μοδίστρα. Άρχισα να διαβάζω λογοτεχνία στην εφηβεία. Μεγαλώνοντας, το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον επεκτάθηκε και στο πολιτικό βιβλίο, αλλά και στην Ιστορία και τη φιλοσοφία. Παρόλο που η ανάγνωση είχε γίνει μια σταθερά στη ζωή μου, δεν είχα επιθυμήσει ποτέ να γράψω. Μόλις λίγα χρόνια πριν άρχισα να γράφω κάτι χαζοποιματάκια, τα οποία τα αφιέρωνα στους φίλους μου. Παρατήρησα όμως ότι αυτά τα ποιήματα έφερναν κάπως σε πεζό, ήταν σαν πολύ μικρές ιστορίες. Έτσι μου μπήκε η ιδέα να δοκιμάσω να γράψω μια ιστορία. Η πρώτη ιστορία που έγραψα ήταν το ομώνυμο διήγημα, Σωτηρία. Ύστερα ακολούθησαν και οι υπόλοιπες.
Ο τίτλος "Σωτηρία" είναι μόνο ένα όνομα;
Όλοι οι ήρωες, και των έξι ιστοριών, βρίσκονται σε μία σχέση με την έννοια της σωτηρίας. Άλλοι σώζονται, άλλοι σώζουν ή δεν σώζονται και δεν σώζουν. Πέρα από ένα όνομα λοιπόν, ο τίτλος είναι και αυτή η παναθρώπινη και τόσο επιθυμητή έννοια.
Που βρήκες τις ηρωίδες σου;
Αν και είναι ήρωες επινοημένοι, πολλά από τα στοιχεία που τους συνθέτουν είναι στοιχεία ανθρώπων που έχω ζήσει μαζί τους, έχω γνωρίσει ή έχω ακούσει γι’ αυτούς. Θα έλεγα ακόμα ότι υπάρχουν στοιχεία και από λογοτεχνικούς και θεατρικούς ήρωες.
"Καμία εποχή δεν είναι μόνο γλυκιά ή μόνο πικρή. Απλά ότι νοσταλγούμε είναι συνήθως επιδιορθωμένο μέσα από τον ίδιο τον μηχανισμό της μνήμης. Οπότε, γράφοντας αυτές τις ιστορίες μάλλον θέλησα να διαφυλάξω μια μνήμη που δεν έχει παραδοθεί εκ ολοκλήρου στην ωραιοποίηση, αλλά μάχεται ακόμα για την αναλογία των συναισθημάτων.".
Στις ιστορίες σου συναντάμε συνοικιακούς δρόμους της Αθήνας, σινεμά που έγιναν σουπερμάρκετ, αγόρια τυλιγμένα με τη σημαία του κόμματος της αλλαγής, πιάτσες της Συγγρού. "Αυτό ήταν το 1993" τελειώνει μια από αυτές. Έχεις καμιά συγγένεια με το κοριτσάκι που λέει τα κάλαντα εκείνη τη χρονια; Πώς αποφάσισες να γράψεις για τη μικροαστική Ελλάδα του '80-90, περίπου των χρόνων στα οποία γεννήθηκες;
Το κοριτσάκι που λέει τα κάλαντα, η Χριστίνα, είναι η πιο βιωματική ιστορία του βιβλίου. Αυτό το κοριτσάκι είμαι εγώ, αλλά μόνο στο πρώτο μισό της ιστορίας, το υπόλοιπο είναι μυθοπλασία. Διασκέδασα αρκετά γράφοντας αυτό το διήγημα, επειδή είναι κατά βάση μια πραγματική ιστορία που όμως την έκβασή της την φαντάστηκα. Σε όλες τις ιστορίες υπάρχουν βιωματικά στοιχεία, πράγματα όμως που εγώ είχα ζήσει ως παιδί γιατί γεννήθηκα τη δεκαετία του ’80 και μεγάλωσα μέσα στη δεκαετία του ’90. Συνεπώς, την εποχή τη θυμάμαι μέσα από εντυπώσεις. Το κοινωνικοπολιτικό τοπίο αυτών των δεκαετιών το προσέγγισα πραγματικά διαβάζοντας πολιτικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις. Το ενδιαφέρον μου για το ’80 και το ’90 δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης. Ήθελα να καταλάβω τι ακριβώς έγινε στις αμέσως προηγούμενες εποχές, γιατί πίστευα, κι ακόμα πιστεύω, ότι αυτές οι προηγούμενες εποχές βρίσκονταν σε απόλυτη σχέση με όλο αυτό που πάθαμε σαν κοινωνία από το 2009 κι ύστερα. Όταν αποφάσισα να γράψω λογοτεχνία ήξερα ήδη ότι θέλω οι ήρωές μου να είναι μικροαστοί και μου φαινόταν γοητευτικό να τοποθετήσω χρονικά τις ιστορίες μου σε αυτή την εποχή. Μία εποχή που οι μικροαστοί ως κοινωνική τάξη την καθόρισαν σε όλα τα επίπεδα.
Η Σωτηρία κοιτάει με κάποια νοσταλγία αλλά κυρίως με ειλικρίνεια το πρόσφατο μικροαστικό παρελθον μας. Γιατί κοιτάς προς τα εκεί; Θέλεις να διαφυλάξεις κάτι;
Όπως είπα και πριν, με ενδιέφερε να καταλάβω ποια είναι η σύνθεση αυτού του πρόσφατου παρελθόντος, ώστε να μπορέσω να ερμηνεύσω καλύτερα το σήμερα. Δεν είχα πρόθεση να πάω σ’ αυτό το παρελθόν για να ανοίξω ένα πεδίο νοσταλγίας. Καταλαβαίνω ότι επειδή στις ιστορίες υπάρχουν αρκετά ηθογραφικά στοιχεία, κάποιος αναγνώστης, ειδικά της γενιάς μου, διαβάζοντας το βιβλίο, ίσως νοσταλγήσει. Όμως στο βιβλίο περιγράφονται και σκληρές καταστάσεις, πράξεις και συναισθήματα, και όσο και καλή και αβασάνιστη να παρουσιάζεται σήμερα αυτή η τότε εποχή, νομίζω ότι είχε και τη σκληρότητα της, και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Άλλωστε καμία εποχή δεν είναι μόνο γλυκιά ή μόνο πικρή. Απλά ότι νοσταλγούμε είναι συνήθως επιδιορθωμένο μέσα από τον ίδιο τον μηχανισμό της μνήμης. Οπότε, γράφοντας αυτές τις ιστορίες μάλλον θέλησα να διαφυλάξω μια μνήμη που δεν έχει παραδοθεί εκ ολοκλήρου στην ωραιοποίηση, αλλά μάχεται ακόμα για την αναλογία των συναισθημάτων.
Επιχειρείς κάποιου είδους συμφιλίωση με την καταγωγή μας;
Ναι, βέβαια. Νομίζω ότι αργά ή γρήγορα πρέπει να συμφιλιωνόμαστε με οτιδήποτε ταυτοτικό. Και ως άτομα ξεχωριστά, αλλά και ως κοινωνία.
Στις ιστορίες σου όλο και κάποιο ήρωα αναγνωρίζεις, μια μακρινή θεία σου ή ακόμη και τον πατέρα σου ακόμη κι αν δεν είναι δήμαρχος ή αριστερός πατριώτης. Νιώθεις καθόλου την πρόκληση ή και την ευθύνη ότι γράφεις και ένα είδος συλλογικού πορτρέτου;
Ήταν πρόθεσή μου εξ αρχής να γράψω κάποιες ιστορίες που όλες μαζί θα δημιουργούν ένα συλλογικό πορτρέτο. Γι’ αυτό και οι ήρωες και των έξι ιστοριών έχουν κοινή ταξική προέλευση, δρουν την ίδια εποχή και στον ίδιο τόπο, την Αθήνα.
Συλλέγει, λαϊκά, απωθημένο. Τρεις λέξεις από το οπισθόφυλλο του βιβλίου σου. Πώς νιώθεις γι αυτές;
Νιώθω ότι δεν μπορώ να απωθήσω τη συλλογική λαϊκότητα.
Αισθάνεσαι μέρος μιας σκηνής/γεωγραφίας/λογοτεχνικής πραγματικότητας γενεαλογίας και αν ναι μπορείς να μας αναφέρεις κάποιες άλλες συγγραφείς, σύγχρονες ή παλιότερες, με τις οποίες θεωρείς ότι βρίσκεσαι σε διάλογο;
Νομίζω ότι δεν αισθάνομαι καν συγγραφέας καλά καλά. Όμως αναγνωρίζω τις επιρροές μου σε βιβλία της Μαργαρίτας Καραπάνου, της Ζυράννας Ζατέλη, της Μάρως Δούκα, του Κώστα Ταχτσή, του Δημήτρη Χατζή, του Παύλου Μάτεση και σίγουρα και σε άλλους, οι οποίοι τώρα μου διαφεύγουν.
Η διαχείριση του τραύματος, το πένθος αλλά και η απολαυστική μαχητικότητα απασχολούν όλο και περισσότερο τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα. (Πώς) σκέφτεσαι γι αυτά;
Η ψυχολογία είναι ένα παράθυρο στο οποίο οι άνθρωποι στον σύγχρονο δυτικό κόσμο εκτίθενται όλο και πιο συχνά. Τα άτομα βρίσκονται συνεχώς, και με εμμονικό τρόπο, σε μία αυτοπαρατήρηση της διάθεσης τους και των συναισθημάτων τους. Φυσικά, το τραύμα έχει εξέχουσα θέση μέσα σε όλο αυτό και έχει γίνει μέρος της ταυτότητας πια. Έχω την αίσθηση ότι όλο και περισσότερο φέρνουμε το πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, δηλαδή της συνεδρίας με τον ψυχοθεραπευτή, στις παρέες μας, στον χώρο εργασία και, εννοείται, και στα social media. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι αυτή η ψυχολογική υπερέκθεση βοηθάει πραγματικά στην απάλυνση των πληγών της ψυχής. Νομίζω ότι η προσκόλληση στην προσωπική μας συμφορά, πολλές φορές διεσταλμένη, είναι σύμπτωμα του ατομικισμού της εποχής. Όσο για τον όρο απολαυστική μαχητικότητα δεν τον πολυκαταλαβαίνω. Η μαχητικότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που θαυμάζω στους ανθρώπους, δεν μπορώ όμως να σκεφτώ πώς μπορεί να απολαμβάνει να μάχεται κανείς. Μια μάχη, όσο και αναγκαία να είναι, δεν παύει να είναι μια αρνητική υποχρέωση. Αντίθετα, υποπτεύομαι ότι η παραίτηση είναι αυτή που μπορεί να κρύβει κάποια απόλαυση.
"Νομίζω ότι ο δρόμος για το σημείο όπου η γλώσσα θα έχει καθαρίσει πλήρως από τον σεξισμό, έχει ήδη ανοίξει. Όσοι θεωρούν ότι η πατριαρχία είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα των κοινωνιών, αργά ή γρήγορα θα συντονιστούν με τις γλωσσικές αλλαγές. Οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν να επικαλούνται τη "γραμματικότητα" ή την "ομορφιά" της γλώσσας στην προσπάθειά τους να κρύψουν την αδιαφορία τους (ή και την αντίθεση τους) σχετικά με την έμφυλη ισότητα".
Γλώσσα και φεμινισμός, συμπερίληψη, αντωνυμίες. Εσύ πως μιλάς;
Ως φεμινίστρια αναγνωρίζω απόλυτα ότι ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία περνά και μέσα από τη γλώσσα. Επίσης, η γλωσσική παρέμβαση επιβάλλεται ώστε να έχει πραγματικό νόημα ο έμφυλος αυτοπροσδιορισμός. Προσπαθώ κι εγώ να ενσωματώνω στον λόγο μου όρους που στοχεύουν στην εξάλειψη των σεξιστικών γλωσσικών προτύπων. Δεν τα καταφέρνω πάντα, πολλές λέξεις δεν μπορώ να τις χρησιμοποιήσω αυθόρμητα, είναι θέμα γλωσσικού αισθήματος. Για παράδειγμα δεν λέω συγγράφισσα για να αναφερθώ στη γυναίκα που γράφει. Οι αντωνυμίες με δυσκολεύουν περισσότερο, ιδιαίτερα στον προφορικό λόγο. Έχει τύχει να έρθω σε δύσκολη θέση συνομιλώντας με ένα non-binary άτομο. Επίσης, συνήθως, όταν θέλω να αναφερθώ στον γενικό πληθυσμό χρησιμοποιώ το αρσενικό γένος γιατί φοβάμαι την ασυνεννοησία. Πάντως, νομίζω ότι ο δρόμος για το σημείο όπου η γλώσσα θα έχει καθαρίσει πλήρως από τον σεξισμό, έχει ήδη ανοίξει. Όσοι θεωρούν ότι η πατριαρχία είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα των κοινωνιών, αργά ή γρήγορα θα συντονιστούν με τις γλωσσικές αλλαγές. Οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν να επικαλούνται τη "γραμματικότητα" ή την "ομορφιά" της γλώσσας στην προσπάθειά τους να κρύψουν την αδιαφορία τους (ή και την αντίθεση τους) σχετικά με την έμφυλη ισότητα.
Τι διαβάζεις;
Αυτή την περίοδο διαβάζω τις Κορφιάτικες ιστορίες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Τι συλλέγεις αυτόν αυτόν καιρό; Έχεις σκεφτεί το επόμενο συγγραφικό βήμα σου;
Επεξεργάζομαι μια ιδέα κι έχω ξεκινήσει, δειλά δειλά, μια έρευνα πάνω στα Ιουλιανά.