Μια ταινία, το σενάριο της οποίας βασίζεται σε ένα βιβλίο, είναι ένα έργο, μια μορφή τέχνης, εντελώς διαφορετική από το λογοτέχνημα που τη "γέννησε", γιατί υπακούει σε εντελώς διαφορετικούς εκφραστικούς, νοηματικούς και αισθητικούς κώδικες. Ακόμα περισσότερο, μια εικονοποίηση ενός κειμένου, ηλεκτρονική ή έντυπη, οφείλει να πρωτοτυπεί, οφείλει να είναι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από το αρχικό γραπτό, καθώς αφηγείται την ιστορία, κρατώντας μόνο το πνεύμα του πυρηνικού εντύπου λόγου. Έτσι κι αλλιώς, ένα έργο τέχνης άπαξ και φύγει από τον δημιουργό του, από την πένα, τον χρωστήρα, το πεντάγραμμο ή τη σμίλη του, ουσιαστικά είναι κοινό κτήμα. Άρα προσφέρεται σε επαναγνώσεις.
Όμως, είναι πολύ δύσκολο, για να μην πω ακατόρθωτο, να διασκευάσει κάποιος ένα πραγματικά μεγάλο μύθο. Να ξαναπεί μια πασίγνωστη, κοσμαγάπητη, οικουμενική ιστορία, να σταθεί δίπλα σε πνευματικές προσωπικότητες που έχουν αφήσει βαθύ ίχνος στην παγκόσμια συνείδηση. Είναι δύσκολο, διότι η σύγκριση είναι δυστυχώς ή ευτυχώς αναπόφευκτη, επειδή πάντα, μα πάντα, θα ηχεί μέσα στο κεφάλι του αναγνώστη το αρχικό κείμενο, η πρωταρχική μορφή του μύθου, ειδικά εάν το αυθεντικό έργο τέχνης του είναι κάτι πολύ αγαπητό.
Όλα αυτά τα λέω για να εξάρω και να παινέψω το κουράγιο του κομίστα Soloup, κατά κόσμον Αντώνη Νικολόπουλου, που υπογράφει αυτό το μνημειώδες γκράφικ νόβελ, μεταφέροντας στο χαρτί ένα από τα πιο επιτυχημένα, επιδραστικά και χαρακτηριστικά βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, το "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά".
Η ιστορία του μυθιστορήματος, λίγο ή πολύ, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γνωστή: ο Καζαντζάκης αποφασίζει να κάνει πράξη κάποιες από τις ιδέες του και να μην ιδεομαχεί για πάντα, κι έτσι πηγαίνει στην Κρήτη, όπου έχει νοικιάσει ένα ανθρακωρυχείο, για να το εκμεταλλευτεί επιχειρηματικά. Τότε μπαίνει στο πλάνο ο Αλέξης Ζορμπάς, μια απίστευτη φιγούρα, ένας από τους πιο εμβληματικούς ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, βασισμένος σε αληθινό πρόσωπο. Αυτός ο Ζορμπάς λοιπόν, ηλικιωμένος αλλά γερός, προσκολλάται με το έτσι θέλω στον συγγραφέα, και μεταβαίνουν μαζί στο νησί, με τον Αλέξη στο ρόλο του αρχιεργάτη του μεταλλείου.
Ο Ζορμπάς, βίος και πολιτεία: περιπλανώμενος, ζει μονίμως στο εδώ και στο τώρα, χωρίς πατρίδα και Θεό, ακολουθώντας την πυξίδα της άγριας κι ανήσυχης καρδιάς του - είναι ένας άνθρωπος της δράσης και των απολαύσεων, γυναικάς και πότης, αλλά χωρίς να υποδουλώνει τη ψυχή του σε κανένα πάθος. Ένας πραγματικός σωματικός, σαρκικός επικούρειος φιλόσοφος, ηδονιστής, που κάθε μέρα βλέπει τον κόσμο σαν να είναι η πρώτη φορά, που δρα σαν να ήταν αθάνατος, ή σαν να επρόκειτο να πεθάνει το επόμενο λεπτό, που είναι, αν το σκεφτείς, το ίδιο πράγμα.
Κι έτσι αρχίζει να ξεδιπλώνεται ο καζαντζακικός μύθος: η παλαίμαχη στον έρωτα γαλλίδα σπιτονοικοκυρά τους, η άγρια και όμορφη χήρα του χωριού που όλοι την ποθούν και όλοι την καταριούνται γιατί δεν την έχουν, ο τρελός του χωριού, ο αυστηρός προεστός, που ο γιος του είναι βαλαντωμένος με τη χήρα, οι σκληροί και άτεγκτοι χωριάτες, οι διεφθαρμένοι μοναχοί του κοντινού μοναστηριού, οι αρχές του τόπου, αλλά και οι ιδέες, ο πόθος, η αγωνία και η έκσταση του συγγραφέα μπροστά στο μεγαλείο της καρδιάς του Ζορμπά, και του Ανθρώπου γενικότερα.
Δεν έγινε τυχαία ο Ζορμπάς οσκαρική ταινία στο Χόλιγουντ, δεν είναι τυχαίο που το επώνυμο "Ζορμπάς" είναι το πιο γνωστό ελληνικό επίθετο, ή εμπορική φίρμα ψευδοελληνικότητας στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη. Κάτι λέει αυτό, όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά σε όλους τους ανθρώπους: είναι συγκλονιστική η εικόνα, ή η σκέψη ενός ανθρώπου που χορεύει πανευτυχής και ξαλαφρωμένος πάνω στα συντρίμμια των επιχειρηματικών του σχεδίων, αντλώντας τρελό, εωσφορικό κέφι από την αναποδιά, ή ακόμα και από την καταστροφή του.
Ε, όλα αυτά τα μεγάλα καζαντζακικά νοήματα και αισθήματα ο Σολούπ τα απέδωσε μια χαρά. Ή μάλλον, ο σκιτσογράφος την ξαναείπε την ιστορία του Ζορμπά, αφήνοντας την φαντασία του να τραβήξει το δικό της δρόμο: ο Σολούπ σχεδιάζει και σεναριογραφεί με λυτό τον εαυτό του. Δεν διστάζει να εικονογραφήσει τις σκέψεις των ηρώων του, ή να αλλάξει κατά το δοκούν τη ροή της αρχικής ιστορίας, να την αναδιατάξει σε μια νέα μορφή που εξυπηρετεί τη δική του αφήγηση του μύθου. Το αποκορύφωμα της σολουπικής ματιάς στον Ζορμπά, είναι η εμφάνιση του ιδίου του σκιτσογράφου στις σελίδες του κόμικ του, κάπως σαν τον Χίτσκοκ που πάντα έκανε ένα πέρασμα καμέο στα φιλμ του, ως σήμα κατατεθέν. Ο σκιτσογράφος / σεναριογράφος συνομιλεί στο γκράφικ νόβελ με μια νεαρή κοπέλα, η οποία δεν δίνει την παραμικρή σημασία ούτε στον Ζορμπά ούτε στον Καζαντζάκη, εκπροσωπώντας ίσως τη νέα γενιά της αναθεώρησης και αποδόμησης των παλαιών ειδώλων. Η κοπέλα βρίσκει το Ζορμπά σεξιστικό, καθώς σκρολάρει στο κινητό της.
Ο Σολούπ υποψιάζομαι πως έχει βάλει και τον εαυτό του στο κόμικ για να ελαφρύνει κάπως το βάρος που νιώθει, καθώς αναμετράται με ένα τέτοιο βιβλίο και μ’ αυτόν το συγγραφέα. "Αυτός είμαι εγώ", ίσως λέει ο Σολούπ, με τα καρεδάκια που εικονίζει τον εαυτό του. "Αλλάζω τη ροή της αφήγησης, παρεμβάλλω εικόνες, υποπλοκές και πρόσωπα, όπως ο Βούδας, για να μη συντριβώ από τον Καζαντζάκη, για να αυτονομηθώ. Από την άλλη θέλω να είμαι πιστός στο μύθο του". Ναι, ο Σολούπ βιώνει ένα υπέροχο δράμα – είναι εμφανές αυτό. Αλλά το φέρνει ειςπέρας παλικαρίσια. Διατηρεί το χιούμορ του, αφηγούμενος μια δική του βερσιόν του Ζορμπά, με τα φαστ φόργουορντ και τα φλας μπακ στην πλοκή, παραμένοντας όμως πιστός και σεβαστικός στο πνεύμα του Καζαντζάκη. Και υπογράφει, εντέλει, ένα έργο αναφοράς, μια σπουδαία, μεγάλη δουλειά, που στέκεται ισότιμα με άλλα βιβλία του Καζαντζάκη στο ράφι της βιβλιοθήκης.
"If it can be written or thought, it can be filmed", είχε πει ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Εάν κάτι μπορεί να γραφτεί, ή κάποιος να το σκεφτεί, μπορεί και να κινηματογραφηθεί. And, it can be illustrated, θα προσέθετα εγώ – μπορεί και να εικονογραφηθεί. Αν μιλάμε για τον Ζορμπά του Σολούπ, με επιτυχία.