Τι θέλει το δερμάτινο μπουφάν της Μονά στη διάφανη προθήκη, λες και είναι κάποιο πολύτιμο μουσειακό έκθεμα που πρέπει να διατηρηθεί για πάντα; Αυτό προσπαθούσα να καταλάβω καθώς περιπλανιόμουν στη χορταστική, μα φλύαρη, έκθεση αφιερωμένη στο έργο της Ανιές Βαρντά που παρουσιάζεται στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας.
Μια έκθεση χωρίς λόγο, θα έλεγε κανείς. Επειδή ό,τι είναι σημαντικό, βρίσκεται ήδη στις ταινίες της. Ποιος ο λόγος να στήνονται εκθέσεις για νεκρούς κινηματογραφιστές, με προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες, σκίτσα και χειρόγραφα, ικανοποιώντας την απληστία ενός μουσείου που επιθυμεί να τα συμπεριλάβει όλα, επαναφέροντάς τα ως φετίχ, όταν μάλιστα το σινεμά προτιμά να βρίσκεται έξω στο δρόμο, μακριά από οποιαδήποτε τυποποίηση; Άλλωστε, έχει το μοναδικό προνόμιο να τρίβεται πιο άμεσα με τη ζωή από τις υπόλοιπες τέχνες: η ζωή σαν τεράστια κοιλιά και το σινεμά σαν ενοχλητικός κοριός που μπαίνει στις αίθουσες, οι οποίες μοιάζουν με θόλους ύπνου ή ονειροβασίας, και μας κατατρώει.
Και το μπουφάν;
Και το μπουφάν; Καφέ, δερμάτινο, ούτε καν δερμάτινο. Ένα φτηνό τζάκετ από τη δεκαετία του ’80, φορεμένο από τη Σαντρίν Μπονέρ στο "Δίχως στέγη δίχως νόμο", ίσως την καλύτερη ταινία της Βαρντά. Ένα δεκαοκτάχρονο κορίτσι τριγυρίζει στην γαλλική επαρχία μέσα στο χειμώνα, σαν μια άστεγη εκδοχή της Αντιγόνης. Ένα κορίτσι που λέει συνεχώς όχι, φτιάχνοντας τελικά μια ατίθαση κατάφαση, χωρίς ν’ αφήσει ίχνη, όπως ακούγεται να λέει η Βαρντά στην εισαγωγή του φιλμ.
Η Μονά δεν εγκαταλείπει ποτέ το μπουφάν της. Κάνει οτοστόπ, μένει σε καταλήψεις, σε τροχόσπιτα, στη σκηνή της, τρώει, πίνει και κάνει χόρτο, όπου βρει, ζώντας μέσα από το περίσσευμα τυχαίων συναντήσεων, κι όταν βγάζει αυτό το δεύτερο δέρμα, που τη διαχωρίζει από ένα κόσμο σαν λαβύρινθο χωρίς έξοδο, πεθαίνει από το κρύο σ’ ένα χαντάκι, θάβοντας το ίδιο της το κορμί.
Κανένα ίχνος λοιπόν. Τότε τι κάνει το μπουφάν της κρεμασμένο στον εκθεσιακό χώρο της Σινεματέκ, τσακισμένο και τρυπημένο, μέσα σε μια ορθογώνια προθήκη που θυμίζει γυάλινο φέρετρο; Υπάρχει λόγος να σταθούμε και να το κοιτάξουμε, όπως αποχαιρετούμε έναν νεκρό, κι έπειτα να προχωρήσουμε στο επόμενο έκθεμα, παρόλο που δεν υπάρχει νεκρός;
Στην πραγματικότητα αυτό που βλέπουμε είναι ένα άδειο φέρετρο, αφού το μπουφάν, χωρίς να το φορά η Μονά, δεν υπάρχει. Το μπουφάν, αποκομμένο από το σώμα της ταινίας, λες και κάποιος έχει σύρει ένα αντικείμενο από την επικράτεια του ονείρου, προσπαθώντας να μας το παρουσιάσει σαν παράλογο λάφυρο, με τον ονειρικό μηχανισμό του όμως ξεθυμασμένο, έρχεται να υπονομεύσει ολόκληρο το φιλμ, σπάζοντας πρωτίστως το κεντρί του: την ασυγκράτητη ελευθερία πέρα από κάθε σωματική ανάγκη.
"Θα προτιμούσα να είμαι ελεύθερη κι ας πεινάω", λέει το παχουλό κορίτσι στη μητέρα του. Έχει μόλις συναντήσει τη Μονά και έχει μαγευτεί από την ανεξαρτησία της. Είναι ένα κορίτσι που φαίνεται πως δεν έχει βγει ποτέ από το σπίτι του. Κι εμείς, που δεν τολμάμε να σπάσουμε την προθήκη, να κλέψουμε το μπουφάν και να το φορέσουμε, επιστρέφουμε στο δικό μας.