Η μακρά θητεία του Διονύση Καλαμβρέζου σε πρεσβείες της χώρας μας στο εξωτερικό (Μόσχα, Πεκίνο, Ηνωμένα Έθνη, Ευρωπαϊκή Ένωση) συμβαδίζει με την πολύχρονη συγγραφική του δραστηριότητα – ο πεζογράφος εμφανίστηκε νωρίς στα γράμματα, με τη συλλογή διηγημάτων φαντασίας "Η μηχανή σταμάτησε", από τις εκδόσεις Τέχνη και Λόγος το 1986.
Εκτός από την ορθολογική θεώρηση των παγκοσμίων υποθέσεων, εικάζω πως ο διπλωματικός χειρισμός τους απαιτεί και φαντασία, από την οποία ο κ. Καλαμβρέζος διαθέτει απεριόριστα αποθέματα, αν κρίνει κανείς από τον εκτεταμένο κατάλογο των έργων του, που κινούνται σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της φαντασίας, κατά κύριο λόγο πολιτικής. Ίσως αυτός να είναι ο τρόπος του διπλωμάτη/συγγραφέα να μεταβολίσει τον όγκο της ρεαλιστικής δυστοπίας των συνήθως άσχημων διεθνών πολιτικών πραγμάτων που είναι αναγκασμένος, εκ του λειτουργήματός του, να εισπράξει – ο πρέσβης τα επεξεργάζεται, και τα επιστρέφει στην κοινωνία ως κάτι όμορφο, ως τέχνη.
Στον "Εικονικό εφιάλτη" ο συγγραφέας θέτει ως προνομιακό πεδίο της αφήγησης του μύθου του τη Νέα Υόρκη. Φαίνεται πως την έχει περπατήσει και πως την έχει αγαπήσει πολύ αυτή τη μεγαλούπολη, τη σύγχρονη Βαβυλώνα, όπου σχεδόν τα πάντα μπορούν να συμβούν μπροστά σου ανά πάσα στιγμή. Η σκιαγράφηση του νεοϋορκέζικου αστικού περιβάλλοντος, η λεκτική αποτύπωση της ψυχής της πόλης, της αιθέριας ατμόσφαιράς της, είναι λεπτομερέστατη και έντονη: γειτονιές, δρόμοι, μαγαζιά, εστιατόρια, μπαρ και καφέ, πάρκα και πλατείες, όπου κινούνται τα πρόσωπα του μύθου. Ο Καλαμβρέζος τα αγαπά κι αυτά πολύ – τα περιγράφει όλα εξονυχιστικά, πρωτεύοντα, δευτερεύοντα και τριτεύοντα: πώς φαίνονται, πώς είναι χτενισμένα, τι ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ φορούν, τι τους αρέσει, πού συχνάζουν, τί τρώνε και τί πίνουν, πού κατοικούν.
Και τί κάνουν λοιπόν όλοι αυτοί, τί τους συμβαίνει; Πολλά και διάφορα. Καταρχάς, ζουν σε ένα απολυταρχικό ψηφιακό καθεστώς του κοντινού μέλλοντος, σε μια κυβερνοδικτατορία, που θέλει τους πολίτες της εξημερωμένους online καταναλωτές υπηρεσιών και προϊόντων, περιορίζοντας και καταπνίγοντας την όποια απείθεια εκ μέρους τους, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμφισβήτηση του στάτους κβο. Όμως όχι, οι περισσότεροι δεν αντιδρούν, δεν αντιπολιτεύονται: εμφυτεύουν αναμνήσεις διακοπών, ή κάνουν θεραπεία εξαφάνισης της ερωτικής επιθυμίας! Κάποιοι επιδίδονται στο κυβερνοσέξ εξ αποστάσεως...
Ο ήρωας, ο Φέλιξ, εργάζεται σε ένα δημόσιο οργανισμό που προσπαθεί να κάνει σε μειονεκτούντες πιο ήπιο το σοκ της ένταξής τους στη νέα κοινωνία, σ’ αυτή που προέκυψε μετά από μια αλληλουχία κρίσεων και καταστροφών. Σ’ αυτή την υπηρεσία απευθύνονται νόμιμοι μετανάστες, παραβατικοί, περιθωριακοί, αναξιοπαθούντες, φτωχοί, άνεργοι, μικροκακοποιοί, μονογονεϊκές οικογένειες, μειονεκτούντες, όσοι τέλος πάντων δεν μπορούν, ή δυσκολεύονται να συμμεριστούν το κυρίαρχο κοινωνικό αφήγημα: συνδέσου, κατανάλωσε, δούλεψε, και μη μιλάς.
Η κοινωνία όμως, όσο και να προστατεύεται από τη λαθρομετανάστευση και την κυβερνοτρομοκρατία, πάντα κάτι της διαφεύγει. Είναι τα μέτρα και τα αντίμετρα που μας έλεγαν στον στρατό: όσο τέλειοι κι αν είναι οι αλγόριθμοι που εμποδίζουν το κυβερνοέγκλημα, που μπορεί να γίνει κυβερνοεπανάσταση, πάντα θα υπάρξουν κάποιοι που θα εκμεταλλευτούν τις χαραμάδες, τις ρωγμές στον κεντρικό έλεγχο, και θα αναπτύξουν ένα τελειότερο αλγόριθμο.
Αυτό συμβαίνει στα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, που αίφνης μεταφέρονται προσωρινά και ακούσια σε κάποιες άλλες πραγματικότητες, πάντα τις ίδιες: Σε μια παραλία με ένα φάρο, ή σε ένα τοπίο της αμερικάνικης Δύσης, ας πούμε. Ποιος τους μεταφέρει εκεί, πώς γίνεται αυτό, πώς τα καταφέρνει ο κυβερνοτρομοκράτης (χρησιμοποιώντας πολύ εξελιγμένη τεχνητή νοημοσύνη που μόνο το κράτος διαθέτει) να διαπεράσει τις ψηφιακές άμυνες του καθεστώτος, και ποιος είναι ο σκοπός του, όταν μάλιστα κάνει αυτούς τους ανθρώπους τμήματα, οργανικά μέρη αυτού του εικονικού εφιάλτη; 'Ή μήπως η πραγματικότητα, η καθημερινή νεοϋορκέζικη φασαριόζικη ζωή είναι το μέγα ψεύδος για την χειραγώγηση του πληθυσμού; Και τέλος πάντων γιατί κυνηγούνται απηνώς οι παράτυποι μετανάστες, και τί σημαίνουν τα παράξενα, εξωλογικά μηνύματα που λαβαίνουν οι ήρωες; Πολλά τα ερωτήματα, που τελικά βρίσκουν μια αναπάντεχη, ευφάνταστη απάντηση στο μυθιστόρημα.
Ο διπλωμάτης σκιαγραφεί με αδρά χρώματα, με έντονο κοντράστ, μια άγρια δυστοπία, όπου η νοσταλγία και ο αλτρουισμός θεωρούνται από το κράτος όχι απλώς αντιπαραγωγικά, αλλά σχεδόν αντικυβερνητικά: τί σου φταίει στη ζωή σου και ονειρεύεσαι το παρελθόν, και γιατί να βοηθάς του άλλους, ρωτά τους πολίτες το Καθεστώς. Βέβαια, ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον Όργουελ, στον Στίβεν Κινγκ, στο ζοφερό σύμπαν του Μάτριξ... Κι ίσως για να σπάσει κάπως αυτή η μαυρίλα, κάθε κεφάλαιο ξεκινά με αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, ποίηση και πεζογραφία, κάπως σαν τα ποικίλματα των εκκλησιαστικών βιβλίων του Μεσαίωνα: αυτός ο "Χαμένος Παράδεισος" του Μίλτον, πόσες συγκινήσεις φαίνεται να έχει χαρίσει στο συγγραφέα...
Ο Διονύσης Καλαμβρέζος γράφει προσγειωμένα, συνετά, χρησιμοποιώντας εκτενώς τη ψηφιακή ορολογία, αλλά υπάρχουν στο βιβλίο κάποιες νησίδες ποίησης, ειδικά εκεί που περιγράφονται οι ψηφιακοί κόσμοι, όπου ταξιδεύουν οι ήρωες: "Χρυσοί έλικες ξετυλίγονταν και μαζεύονταν με χάρη πάνω στη γαλήνια θάλασσα. Πεσμένα αστέρια, λαμπερές πούλιες χόρευαν στην επιφάνειά της. Πέρα από τις χρωματιστές γραμμές που έλαμπαν και έσβηναν σαν ουρές από πυροτεχνήματα, διέκρινε ένα αχνό περίγραμμα, τη γραμμή των κτιρίων στου Μανχάταν, όπως ήταν πριν από πολλά χρόνια", λέει κάπου, δίνοντας λυρική ψυχή στο γραφτό του.
Τελικά, ο "Εικονικός εφιάλτης" είναι ένας ύμνος στην ελευθερία και στην αναζήτηση της ευτυχίας - δεν είναι τυχαίο που ο πρέσβης και λογοτέχνης Διονύσης Καλαμβρέζος ονόμασε Φέλιξ τον ήρωα που έπλασε στην φαντασία του: "felix" στα λατινικά σημαίνει "ευτυχής".