"Το φλεγόμενο αγόρι", Πολ Όστερ | "Οδηγίες για οικιακές βοηθούς", Λουσία Μπερλίν
Παρότι τα βιβλία - τούβλα δεν με τρομάζουν, ούτε τα φυλάω αποκλειστικά για το καλοκαίρι, αν δεν είχα ξεκινήσει το "Φλεγόμενο αγόρι" Αύγουστο στην εξοχή, δεν νομίζω να είχα καταφέρει να προχωρήσω πέρα από τις πρώτες κρίσιμες εκατόν κάτι σελίδες, που χρειάστηκαν για να αρχίσω να καταλαβαίνω γιατί ο Στίβεν Κρέιν είναι όχι μόνο μια περίπτωση συγγραφέα που δύσκολα ξεχνάς, αλλά και ικανός λόγος για να περάσω τουλάχιστον το ένα τρίτο των μεσημεριών του Αυγούστου προσπαθώντας να ισορροπήσω στο χερούλι της καρέκλας κάτω απ’ τα δέντρα την χιλίων και βάλε σελίδων μυθιστορηματική βιογραφία-εργογραφία, την οποία του αφιέρωσε με πάθος και μεράκι νεοφώτιστου αλλά και εμπειρία οξυδερκή αναλυτή ο Πολ Όστερ (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη). Τα γλαφυρά επεισόδια της πολύ σύντομης αλλά πολύκροτης ζωής του (από την ανέχεια της μποέμ Νέας Υόρκης ως τις ανταποκρίσεις από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τον Ισπανοαμερικανικό Πολέμου στην Κούβα) αλλά και οι χαρακτηρισμοί όπως πρώιμος μοντερνιστής, ιδιοφυία κλπ. περνούν γρήγορα σε δεύτερη μοίρα όσο ζωντανεύει, μέσα από τις ίδιες τις λέξεις του (τις οποίες δεν τσιγκουνεύεται ο Όστερ παρουσιάζοντας αναλυτικά αποσπάσματα όλου του έργου του, από τα πιο αριστουργηματικά διηγήματα και το εμβληματικό του μυθιστόρημα μέχρι τα σκοτεινά ποιήματα και τα απολαυστικά χρονογραφήματα) το "τέρας". Όχι μόνο αυτό του ομώνυμου διηγήματος, αλλά διαφορετικών σελίδων ενός συγγραφέα, ο οποίος φαίνεται να γράφει πρώτος για πράγματα που δεν είχε γράψει κανείς, με μια γλώσσα που στο ξεκούδουνο σε αιφνιδιάζει με φράσεις που ακόμη και σήμερα φαίνονται πολύ τολμηρές και μοντέρνες, με μια ματιά "υπεροπτικοποιημένη", απολύτως κινηματογραφική (έως και εννοιολογική θα λέγαμε, σήμερα) πριν ακόμη εφευρεθεί ο κινηματογράφος. "Εκείνοι απλώς ενεργούν και ο Κρέιν διηγείται. Για πρώτη φορά στην αμερικανική μυθοπλασία, κανείς δεν λέει στον αναγνώστη τι να σκεφτεί, αφήνοντάς τον μόνο να αισθανθεί τα όσα συμβαίνουν στο βιβλίο κι ύστερα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα". Το "Φλεγόμενο αγόρι" είναι μια ανατομία του έργου ενός συγγραφέα που όπως ορθώς επισημαίνει ο Όστερ δεν πρέπει να μείνει πλέον μόνο κτήμα των Αμερικανών φοιτητών λογοτεχνίας, που η ουσία του έργου του όπως ωραία το υποδεικνύει ο συγγραφέας θα μπορούσε να συνοψιστεί στην παρακάτω δική του περιγραφή: "Συναντούν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη συνοχή και την ασάφεια". Αντίδοτο στο συχνά ατελείωτο αυτό βιβλίο, αν και εξίσου οδυνηρά αλλά και απολαυστικά μες στην σκληρή απλότητά τους, ήταν για μένα αυτό το καλοκαίρι τα διηγήματα της Λουσία Μπερλίν από τη συλλογή "Οδηγίες για οικιακές βοηθούς" (εκδ. Στερέωμα, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) που σε αντίθεση με το "Φλεγόμενο αγόρι" δεν θέλεις να τελειώσουν. Βασισμένα σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές εμπειρίες της συγγραφέα που αναγνωρίστηκε μετά θάνατον ως σημαντική εκπρόσωπος της μποεμ γενιάς του ‘60-70, μας καλούν να ακολουθήσουμε διαφορετικές εκδοχές της από τους καταυλισμούς ορυχείων του Αϊντάχο και τον επιδεικτικό συντηρητισμό του Τέξας στις διαφορετικές ταξικές όψεις του Σαντιάγο της Χιλής και του Μεξικού, κι από τα βιώματα μιας αλκοολικής μητέρας στα δρομολόγια και τη ρουτίνα των οικιακών βοηθών. Χειροπιαστές καταστάσεις, απροσδόκητες φράσεις, ποίηση του καθημερινού, μια πρώιμη γυναικεία auto- fiction. Τα διηγήματα της Μπερλίν διαβάζονται γρήγορα και απολαυστικά, σαν σφηνάκια, και σε καίνε για καιρό, κάνοντας εμάς τις φίλες του Ρέιμοντ Κάρβερ να αναρωτιόμαστε γιατί δεν την είχαμε ανακαλύψει τόσο καιρό. Δέσποινα Ζευκιλή
"Τι ντροπή", Παουλίνα Φλόρες
Πόσες ζωές χωράνε σε ένα σώμα; Η Χιλιανή Παουλίνα Φλόρες είναι μια 34χρονη συγγραφέας. Είναι επίσης ένα μικρό κορίτσι που έχει μάθει να ντρέπεται όταν κάνει "θόρυβο" και να κουβαλάει την ευθύνη της ευτυχίας των γονιών της. Είναι μια νεαρή φοιτήτρια που γοητεύεται από έναν λιγόμιλητο άνδρα τον οποίο βλέπει πρώτη φορά και εμπιστεύεται το σώμα της σε αυτόν, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι ένα έφηβο αγόρι που ζει με τον αλκοολικό πατέρα του, νιώθει τους φίλους του οικογένεια και μαζί τους οργανώνει μικροεγκλήματα ακούγοντας The Smiths. Είναι μια χωρισμένη γυναίκα που επιστρέφει στο σπίτι της μητέρας της, ένα κορίτσι που έχει υπάρξει πολύ ευαίσθητο κι ύστερα πολύ σκληρό, ένας άνθρωπος που προσπαθεί να καταλάβει τους ανθρώπους και κυρίως τον εαυτό του. Μέσα από εννέα ιστορίες-ψυχογραφήματα με φόντο τη σύγχρονη Χιλή, η συλλογή "Τι ντροπή" (εκδ. Κίχλη, μτφρ. Ματθίλδη Σίμχα) δανείζεται τον τίτλο από το πρώτο και βραβευμένο διήγημα της συγγραφέως, και διερευνά το πανανθρώπινο αίσθημα της ντροπής -που είτε πηγάζει από μέσα μας είτε μας έχει φορεθεί και δε μας ανήκει στ' αλήθεια-, την άβολη και αποδιοργανωτική ενηλικίωση και τις αναμνήσεις που ριζώνουν μέσα μας και γίνονται τόποι ολόκληροι, στους οποίους επιστρέφουμε άλλοτε νοσταλγικά και άλλοτε διστακτικά. Αφηγημένα στο πρώτο πρόσωπο με μία λεπτομερή μα ποτέ κουραστική περιγραφή, τα διηγήματα παίρνουν μορφή μέσα από τις λέξεις και δημιουργούν εικόνες. Κάθε ιστορία ξεδιπλώνεται γενναιόδωρα μπροστά μας σαν ταινία μικρού μήκους που στο τέλος της μας αφήνει με μια ανεξήγητη θλίψη και λίγο λιγότερο μόνους. Βασιλεία Καλαφάτη
"Χαμένα Κορμιά", Άλισντερ Γκρέι
Μετά την οσκαρική "Ευνοούμενη", το ποιο ακριβώς θα ήταν το επόμενο βήμα του Γιώργου Λάνθιμου αποτελούσε αίνιγμα. Ο σκηνοθέτης είχε συνδεθεί με μια σειρά από διαφορετικά σχέδια, ορισμένα εκ των οποίων αφορούσαν κινηματογραφικές διασκευές. Παρότι δεν είχα ποτέ το χούι να έχω διαβάσει πρώτα ένα βιβλίο προτού δω τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, εν προκειμένω η περιέργεια ως προς το τι τελικά ενέπνευσε το Λάνθιμο επικράτησε και ευτυχώς, δικαίωσε. Με λίγα λόγια, τα "Χαμένα Κορμιά" του Άλισντερ Γκρέι (εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Δημήτρης Βαρδουλάκης) είναι αυτό που θα συνέβαινε εάν η Μέρι Σέλεϊ έγραφε το "Φράνκενσταϊν" έχοντας πρώτα ντροπάρει acid. Το ψυχεδελικά γοτθικό μυθιστόρημα του συγγραφέα, ο οποίος μοιάζει με Σκωτσέζο ξάδερφο του Μπαμπλς από το "Trailer Park Boys", είναι ένα εντελώς φευγάτο μεταμοντέρνο αφήγημα όπου το σεξ, η βία και ο υπαρξισμός ανακατεύονται σε μια χύτρα με κύριο συστατικό το κατάμαυρο χιούμορ. Λίγο πολύ, δηλαδή, όπως συμβαίνει και στο λανθιμικό σινεμά. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση τοποθετείται στη Γλασκώβη του 1880, όπου ένας εκκεντρικός γιατρός καταφέρνει να επαναφέρει στη ζωή μια γυναίκα. Ο πιο στενός φίλος του μόλις την αντικρίζει την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και της κάνει πρόταση γάμου. Εκείνη, παρόλο που ανταποκρίνεται θετικά, γρήγορα σαγηνεύεται από έναν άλλο άντρα ο οποίος την "κλέβει", αφήνοντας τους δύο άντρες μετέωρους. Η παραπάνω πλοκή ούτε κατά διάνοια δεν είναι αρκετή για να σας προετοιμάσει για όσα σουρεαλιστικά συμβαίνουν στις σελίδες του απολαυστικότατου βιβλίου, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί και ως μια σάτιρα της εύθραυστης αρρενωπότητας όσο και ένα ψυχογράφημα των πιο ανείπωτων αρσενικών διαστροφών. Ήτοι, στοιχεία που αποτελούν κινηματογραφικό βούτυρο στο λανθιμικό ψωμί… Γιάννης Καντέα- Παπαδόπουλος
"Δεν ήμουν πια άνθρωπος", Νταζάι Οσάμου
Το πλέον ευπώλητο λογοτεχνικό έργο στα ιαπωνικά χρονικά μετά το "Kokoro" του Σόσεκι Νάτσουμε είναι ένα χαμηλότονο όσο και σπαρακτικό ρέκβιεμ για μια χαμένη γενιά. Δημοσιευμένο το 1948, το "Δεν ήμουν πια άνθρωπος" (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλος )έμελλε να είναι το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Νταζάι Οσάμου πριν εκείνος αυτοκτονήσει σε ηλικία 39 ετών, πέφτοντας μαζί με την Τομίε Γιαμαζάκι στον ποταμό Ταμαγκάουα. Ο ίδιος αναδείχτηκε στον πιο δημοφιλή μεταπολεμικό συγγραφέα στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, αλλά δεν απέκτησε ποτέ διεθνή φήμη λόγω της ιδιαίτερης "ιαπωνικότητάς" του, η οποία χαρακτηρίζει όχι μόνο τη χρήση της γλώσσας, αλλά και το γενικότερο ύφος, την ατμόσφαιρα και τις διακριτικές (δυσδιάκριτες για τους Δυτικούς) λεπτομέρειες της αφήγησής του.
Πράγματι, το "Δεν ήμουν πια άνθρωπος" είναι η αποστασιοποιημένη, μα συνταρακτική περιγραφή της διαδρομής ενός κοινωνικά απροσάρμοστου νέου, του ίδιου του συγγραφέα, από την κανονικότητα στο περιθώριο ενός αβέβαιου κόσμου (η Ιαπωνία της δεκαετίας του ’30). Η ματιά, προς το εσωτερικό αλλά και προς το περιβάλλον του αφηγητή, είναι καθαρή, η περιγραφή των γεγονότων και των συναισθημάτων ψύχραιμη. Η ιαπωνικότητα ξεχειλίζει, καθώς σύντομες φράσεις διαδέχονται μακροπερίοδες περιγραφές και σκηνές δράσης ακολουθούνται από στοχαστικές αναλύσεις. Παντού, όμως, κυριαρχεί η αίσθηση μιας υπαρξιακής απελπισίας, η οποία πηγάζει όχι μόνον από τα σπλάχνα του Οσάμου, αλλά και από εκείνα μιας βαθιά ανησυχητικής, αποξενωμένης πραγματικότητας. Οι νεαροί Ιάπωνες αναγνώστες την αναγνώρισαν αμέσως και ο Οσάμου έγινε ο αγαπημένος λογοτεχνικός ήρωάς τους από τη burai-ha. Την "σχολή των παρακμιακών". Χρήστος Μήτσης
"Utopia Avenue", David Mitchell
Η πανταχού παρούσα νοσταλγία, η vintage αισθητική που είναι πλέον της μόδας και η αγάπη για τη μουσική των 60s-70s την οποία έχουν αναζωπυρώσει και οι βιογραφικές ταινίες του Χόλιγουντ, έχει κάνει βιβλία όπως το "Utopia Avenue" (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Μαρία Ξυλούρη) ανάρπαστα. Απαλλαγμένη από υποχρεώσεις και με άπλετο χρόνο για χαλαρό διάβασμα δίπλα στο κύμα, βυθίστηκα κι εγώ στον ψυχεδελικό κόσμο πουέστησε ο David Mitchell. Έχοντας την κακή συνήθεια να μη διαβάζω ιδιαίτερα τις περιλήψεις βιβλίων, υπέθεσα ότι πρόκειται για ένα ακόμα μυθιστόρημα τύπου "Daisy Jones and the Six" (Taylor Jenkins Reid), όπου μπάντες αγωνίζονται να κερδίσουν λίγη από την πολυπόθητη δόξα, ενόσω στα παρασκήνια διαβάζουμε για κόντρες, ζήλιες και όλες τις γνωστές ιστορίες που έχουν ειπωθεί για θρυλικά ροκ και μη συγκροτήματα. Ήταν ευχάριστη έκπληξη λοιπόν, όταν, ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, συνειδητοποίησα ότι ο συγγραφέας το πάει εντελώς αλλού. Ναι μεν μας ταξιδεύει στα περιβόητα τέλη του 1960, όπου η ψυχεδέλεια και τα ναρκωτικά κυριαρχούσαν ενώ το ροκ άλλαζε μορφή, αλλά αφήνει έξω τις κόντρες μεταξύ των μελών. Παρουσιάζει ένα γκρουπ δεμένο, πλήρως αφοσιωμένο στην τέχνη του, παρά τις μικροδιαφωνίες και τους εκρηκτικούς χαρακτήρες των πρωταγωνιστών. Τα προβλήματα του γκρουπ δεν ξεκινούν με το που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον χώρο της μουσικής, αλλά προϋπάρχουν και δημιουργούν περισσότερο εμπόδια για την προσωπική τους εξέλιξη και όχι τόσο την καλλιτεχνική. Σεξουαλικότητα, ανασφάλεια, ψυχικά τραύματα, ναρκωτικά και εθισμός, απώλεια, θάνατος, ακόμα και το αναρχικό πνεύμα της εποχής, ξεδιπλώνονται με μαεστρία στις σελίδες του "Utopia Avenue" και μας καθηλώνουν με τις περιπέτειες της λονδρέζικης μπάντας. Φυσικά, η πορεία των Ντιν, Γιάσπερ, Ελφ και Γκριφ προς την κορυφή δε θα μπορούσε να ειπωθεί χωρίς να γίνει αναφορά σε μερικά χαρακτηριστικά σύμβολα της τότε μουσικής σκηνής. Ο Mitchell σκορπάει μεθοδικά cameos από ξακουστούς καλλιτέχνες της εποχής (David Bowie, Sid Barrett, Leonard Cohen, Janis Joplin και όχι μόνο) εμπλέκοντας πραγματικότητα και φαντασία με τέτοιο τρόπο που σε κάνει να αναρωτιέσαι "μήπως οι Utopia Avenue υπήρξαν στ’ αλήθεια;". I wish. Ειρήνη Νικολακάκη
"Εισαγωγή στις Πρώτες Θρησκείες: Ζώα, Θεοί, Άνθρωποι", Pierre Lévêque
Ακολουθώντας ενδιαφέροντα που ξύπνησαν χρόνια πριν, όταν πρωτοαντίκρισα τον Ιντιάνα Τζόουνς να ψάχνει ειδώλια στις απάτητες ζούγκλες, οι καλοκαιρινές μου βαλίτσες είναι πάντα γεμάτες με αναγνώσματα για την Προϊστορία και τους πρώτους αιώνες της Αρχαιότητας. Ξέρω, πια, αρκετά. Και ίσως γι' αυτό να με εντυπωσίασε τόσο βαθιά το βιβλίο του Pierre Lévêque για τις πρώτες θρησκείες (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2023). Μπορεί να έχει χαρακτήρα εισαγωγής, μα σου μαθαίνει πράγματα που δεν τα βρίσκεις εύκολα αλλού. Κυρίως, όμως, έχει το απαράμιλλο ταλέντο να σε βάζει να ξανασκέφτεσαι όσα ήδη γνωρίζεις, θέτοντας νέα ερωτήματα. Και μάλιστα σε ευρύ φάσμα θεμάτων, αφού ο συγγραφέας συναρπάζει και όταν συζητά τις πολιτικοκοινωνικές ισορροπίες πίσω από τη λατρεία του Διονύσου και από τη γέννηση της τραγωδίας, αλλά κι όταν αναδεικνύει διασυνδέσεις αγροτο-ποιμενικών παραστάσεων από τις Νεολιθικές χιλιετίες με το διπλό στέμμα που θα φόραγαν αργότερα οι θεοποιημένοι φαραώ της Αιγύπτου. Πάνε περίπου 20 χρόνια από τον θάνατο του διαπρεπούς Γάλλου και γύρω στα 40 από τότε που έγραψε το παρόν έργο. Καθώς γύριζα τις σελίδες υπό τον παφλασμό των θερινών κυμάτων, όμως, σκέφτηκα ότι ο Ιντιάνα Τζόουνς θα το είχε σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη του: παραμένει ζωντανό και επίκαιρο, οπότε άξιζε να το δούμε μεταφρασμένο στα ελληνικά. Χάρης Συμβουλίδης
"Normal People", Σάλλυ Ρούνεϋ
Θα ξεκινήσω με μια διαπίστωση στην οποία όλοι λίγο πολύ αναπόφευκτα φτάνουν και που τις πίκρες της γεύτηκα και εγώ η ίδια, μπαίνοντας αισίως στη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου: Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι πάντα εύκολες. Βασικά, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες. Και παρόλο που ο μέσος άνθρωπος δυσκολεύεται να το αποδεχτεί, η Σάλλυ Ρούνεϋ, ως άριστη παρατηρητής του καιρού μας και των ανθρώπων, παίρνει αυτή τη διαπίστωση –και ό,τι την κάνει να νιώθει– και τη μετουσιώνει σε πρώτη ύλη για το δεύτερο συγγραφικό της εγχείρημα "Normal People" (εκδ. Faber&Faber), που συμπτωματικά μόλις κλείνει την πρώτη πενταετία στα ράφια. Εδώ, τα πράγματα είναι απλά και τακτοποιημένα δυο συνηθισμένοι άνθρωποι εξελίσσονται ατομικά όσο εξελίσσεται και η πορεία της μεταξύ τους σχέσης καθώς περνούν από την εφηβεία στην πρώιμη ενηλικίωση. Ταξικά ζητήματα, παθητικότητα, μοναξιά, ψυχική υγεία, σεξουαλικότητα, όλα μπαίνουν στην αρένα για να καταλήξουμε στο πληγώνομαι-πληγώνεσαι-εντάξει. Μπορεί το θέμα να μοιάζει τετριμμένο και ίσως η Ρούνεϋ να είναι μακριά από το να ανακαλύψει τον τροχό, όμως η γεμάτη οξύτητα και εξαιρετική ευαισθησία προσέγγιση της, όπως και η δεινότητα να γράφει αραιούς αλλά συναρπαστικούς διαλόγους, είναι ασυναγώνιστη. Τελικά, γιατί η συγκεκριμένη ιστορία μας ενδιαφέρει; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί στον Κόνελ και τη Μαριάν βλέπουμε τους εαυτούς μας ή γιατί μέσα από τη δική τους ιστορία έχουμε την ευκαιρία να ανατρέξουμε στα δικά μας προσωπικά δράματα και να αξιολογήσουμε τις μεγάλες και τις μικρότερες σχέσεις που αναπόφευκτα μας διαμόρφωσαν, να απομυθοποιήσουμε μερικές από αυτές, να τις ξορκίσουμε (αν χρειαστεί) και να επαναπροσδιορίσουμε τα συναισθηματικά μας ζητούμενα για το μέλλον. Μαρία Βουχάρα
"Η δίκη Σουάρεφ", Χρήστος Α. Χωμενίδης
Με την εναρκτήρια σκηνή να διαδραματίζεται στο δικηγορικό γραφείο "Δημοσθένης Καλαμπαλίκης και Συνεργάτες", ο Χωμενίδης από τις πρώτες σελίδες μας συστήνει στους χαρακτήρες και τα μέλη του γραφείου που θα διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη αυτής της σουρεαλιστικής δίκης. Ένας μικροκαμωμένος κύριος, ο Ενμόνδος Σουάρεφ, καταφθάνει στο γραφείο με το αίτημα να καταδικαστεί για ένα έγκλημα που έχει διαπράξει πριν 40 χρόνια, τον φόνο του εραστή της γυναίκας του. Αφού ενημερώνεται από τον δικηγόρο Μάκη Σακκά ότι δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα να δικαστεί καθώς το έγκλημα έχει παραγραφεί, ακολουθεί μια παρωδία δίκης η οποία οδηγεί όχι μόνο τον δικαζόμενο, αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα στην κάθαρση. Η "Δίκη Σουάρεφ" (εκδ. Πατάκη) αντικατοπτρίζει με χιούμορ την πραγματικότητα που βιώνουμε, αλλά και αγγίζει θέματα διαχρονικά, όπως τη δικαιοσύνη και την αναγκαιότητα του συναισθήματος της λύτρωσης. Το βιβλίο σκιαγραφεί τη ζωή στην Αθήνα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή με έναν τρόπο που την αποδομεί και την απενοχοποιεί, υπογραμμίζοντας την ποικιλομορφία της. Η διαφορετικότητα φαίνεται και μέσω των μη τυποποιημένων προσωπικοτήτων των κεντρικών χαρακτήρων, αλλά και με τον συγγραφέα να δίνει επιχειρήματα υπέρ όλων, επιτρέποντας (ή μήπως επιβάλλοντας;) στον αναγνώστη να γίνει δικαστής ή συνένοχος. Άννα-Μαρία Δαρλή
"Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή", David Diop
Το 1750 ο εικοσιτριάχρονος γάλλος φυσιοδίφης Μισέλ Αντανσόν φτάνει στη Σενεγάλη με μεγάλα σχέδια: θα μελετήσει τη χλωρίδα της χώρας, θα συγγράψει ένα μεγαλειώδες επιστημονικό έργο και θα κερδίσει την καταξίωση και τη δόξα. Η συνέχεια, όμως, είναι αναπάντεχη. Ο Αντανσόν θα γοητευτεί από τη χώρα, από τη χλωρίδα και την πανίδα της, κυρίως από τους κατοίκους της, και θα αγαπήσει με πάθος τη Μαράμ, μια γυναίκα-μυστήριο. Παράλληλα, καθώς η Σενεγάλη είναι γαλλική κτήση, θα διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια τι σημαίνει αποικιοκρατία, εκμετάλλευση και δουλεμπόριο, και θα έρθει αντιμέτωπος με τον κυνισμό και τη βαρβαρότητα των αξιωματούχων της αποικιακής διοίκησης. Ο Ντιοπ μέσα από τρείς αφηγήσεις που συνδέονται μεταξύ τους μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής στις αντιλήψεις και στις δυσκολίες που ζούσαν οι Αφρικανικοί σκλάβοι κατά την διάρκεια του υπερατλαντικού δουλεμπορίου. Ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα, όπου παρά τη ποιητική του διάθεση, συμβολισμούς και το κομψό λεξιλόγιο, αποτυπώνεται μέσα από αυτό η σκληρότητα και η βιαιότητα της εποχής (εκδ. Πόλις, μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου). Ειρήνη Μήτσα
"Ακραία Καιρικά Φαινόμενα", Δημήτρης Γκιούλος
Τα "Ακραία καιρικά φαινόμενα" είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γκιούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θίνες και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον δεν θυμίζει σε τίποτα καλοκαίρι. Αν ήταν τοπίο, θα ήταν μάλλον το καλοκαίρι σε ένα δυάρι με ανεμιστήρα στην πόλη και αν ήταν ψυχολογική κατάσταση θα ήταν αυτή που έχει όποιος ξεμένει στην Αθήνα τον Αύγουστο. Ο Δημήτρης Γκιούλος έχει τη μοναδική ικανότητα να φτιάχνει σκηνικά και ιστορίες που ζούμε ή που έχουμε ακούσει από δικούς μας ανθρώπους, παρατηρεί και καταγράφει την πραγματικότητα μέσα από υπερευαίσθητα φίλτρα που σε κάνουν πολλές φορές να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν κάποιος να σε ξέρει τόσο καλά χωρίς να σε έχει γνωρίσει. Απλήρωτες υπερωρίες, ενηλικίωση, δυάρια, gentrification, επαρχία, πόλη, γυναικοκτονίες, απώλειες, καπιταλισμός, οκτάωρα, ψυχοσωματικά, ρυτίδες, τρυφερότητα, ματαιώσεις και αυταπάτες είναι μόνο μερικά από τα θέματα που ο συγγραφέας αποτυπώνει μέσα από σκηνές της καθημερινής ζωής όπου οι κεντρικοί ήρωες είναι μάλλον εκείνοι οι αντι- ήρωες που δύσκολα θα βρουν το χάπι εντ τους, μπλεγμένοι στα "ακραία καιρικά φαινόμενα" της ζωής τους. Αλλά- ποιός ξέρει; "Ίσως τα καλοκαίρια που ζήσαμε/ αυταπάτες να μην είναι/ μα σκηνές από τα προσεχώς/ γιατί πώς να το πω/ κούρασε τόσος χειμώνας". Λαμπρινή Σούλα
"The subtle art of not giving a f*ck", Mark Manson
Ένας όχι και τόσο συνηθισμένος οδηγός αυτοβελτίωσης και συνειδητοποίησης, χωρίς φίλτρα και "συννεφάκια" θετικότητας και ψευδαισθήσεων, αλλά με "χαστούκια" επαναφοράς στην πραγματικότητα και καλύτερους τρόπους αποδοχής και αντιμετώπισης των προκλήσεων που έρχονται στη ζωή. Ο Mark Manson, θέτοντας πολλές φορές παραδείγματα από την ίδια του τη ζωή, εξηγεί στο βιβλίο του (εκδ. Έσοπτρον, μτφρ. Θωμάς Π. Μαστακούρης) με ένα σαρκαστικό, χιουμοριστικό και παραδειγματικό τρόπο την τέχνη του να μην δίνεις δεκάρα για τα ασήμαντα πράγματα στη ζωή. Παράλληλα, σε κατευθύνει να δεις με μια άλλη μάτια τις δυσκολίες και τις αναποδιές και εξηγεί ότι χωρίς αυτές δεν θα εκτιμούσαμε τις καλές στιγμές. Με αναφορές στην ευτυχία, την αποτυχία, την αξία του να υποφέρεις και τη δύναμη του να επιλέγεις, ο συγγραφέας παροτρύνει τον αναγνώστη να μάθει τα όρια του και να αγκαλιάσει τον φόβο και την αβεβαιότητα. Με περισσότερους από δυο εκατομμύρια αναγνώστες, το βιβλίο είναι ένα από τα νούμερο ένα bestseller των New York Times, ενώ άλλοι συγγραφείς χαρακτηρίζουν το βιβλίο ως "αντίθετο από κάθε άλλο βιβλίο". Ουρανία Στυλιανού
"Ναυτία", Ζαν-Πολ Σαρτρ
Ο Αντουάν Ροκαντέν, ένας ιστορικός περίπου 35 ετών, αφού έχει ταξιδέψει τον κόσμο εγκαθίσταται στη Μπουβίλ, μια φανταστική πόλη της Νορμανδίας, για να κάνει έρευνα για το πιο πρόσφατο εγχείρημα του: τη συγγραφή της βιογραφίας του μαρκήσιου ντε Ρολμπόν ενός αριστοκράτη στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Ροκαντέν γράφει στο ημερολόγιό του τη πορεία της έρευνας του αλλά τον κατακλύζουν συναισθήματα ναυτίας, καθώς συνειδητοποιεί ότι το παρελθόν είναι μια ανούσια έννοια που οι άνθρωποι μνημονεύουν για να κάνουν "ένα διάλειμμα από την ίδια τους την ύπαρξη". Η μελωδία ενός τζαζ τραγουδιού τον εμπνέει και ψάχνοντας την ουσία της ύπαρξής του, αποφασίζει να εγκαταλείψει την μελέτη του και να γράψει ένα μυθιστόρημα. "Σε λίγο θα έρθει το ρεφρέν: αυτό μου αρέσει κυρίως και ο απότομος τρόπος που ξεπροβάλλει, σαν απόκρημνος βράχος δίπλα στη θάλασσα. Για την ώρα ακούγεται η τζαζ. Δεν υπάρχει μελωδία, μόνο νότες, μια μυριάδα μικρών δονήσεων [...] Αρχίζω να προθερμαίνομαι, να αισθάνομαι ευτυχισμένος [...] Το τελευταίο ακόρντο εξανεμίστηκε. Στη σύντομη σιωπή που ακολουθεί, αισθάνομαι έντονα ότι αυτό ήταν, ότι συνέβη κάτι. Σιωπή. Some of these days you’ll miss me honey! Μόλις εξαφανίστηκε η Ναυτία, αυτό συνέβη. Όταν υψώθηκε η φωνή στη σιωπή αισθάνθηκα το σώμα μου να σκληραίνει και τη Nαυτία να χάνεται…". Αυτή είναι η υπόθεση της "Ναυτίας" (1938), του πρώτου μυθιστορήματος του Γάλλου φιλοσόφου Ζαν-Πoλ Σαρτρ (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη), που αντικατοπτρίζει την πεποίθηση του συγγραφέα ότι "η ύπαρξη προηγείται της ουσίας". Μια φιλοσοφική μελέτη πάνω στην "περιπέτεια" της καθημερινότητας, τη "ναυτία" που προκύπτει από τη δυσφορία της ύπαρξης, της επίγνωσης του παραλόγου. Όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με το αίσθημα της "ναυτίας" που περιγράφει ο Σαρτρ. Είτε το ονομάζουμε κρίση των 25 και κάτι, είτε κρίση μέσης ηλικίας είτε μια απλή Τετάρτη, όλοι κάποια στιγμή έχουμε πανικοβληθεί στην ιδέα της ματαιότητας της ύπαρξης, στην προσπάθεια μας να βρούμε αυτό το κάτι που θα δώσει νόημα στη ζωή μας. Ένα προσωπικό ημερολόγιο που περιγράφει, με χιούμορ και ειρωνεία, τον αγώνα του ανθρώπου να βρει την ελευθερία του, ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα από εμάς. Ένα αριστούργημα για τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης, τον απόλυτο νιχιλισμό και τη σχέση ανάμεσα στις λέξεις, τις πράξεις και τη φαντασία. Ο Ζαν-Πoλ Σαρτρ, κύριος εκπρόσωπος του υπαρξισμού, με αυτό το έργο, ανοίγει τον δρόμο στη λογοτεχνία του παραλόγου. Κωνσταντίνα Τσουμή