"Απάλλαξέ με": Ο Παύλος Κάγιος διηγείται ένα ταξίδι ερωτικής αυτογνωσίας

Πολυεπίπεδο και πολυπρόσωπο το "Απάλλαξέ με", το νέο μυθιστόρημα του Παύλου Κάγιου, από τις εκδόσεις 24γράμματα.

απάλλαξέ με

Είναι και εύκολο και δύσκολο να μιλήσει κανείς για το βιβλίο του Κάγιου. Εύκολα θα έλεγα ότι όλο το βιβλίο είναι ένα χρονικό, ένα ταξίδι ερωτικής αυτογνωσίας, που διαπερνά τα τελευταία πενήντα χρόνια, από τις χουντικές παρυφές της Μεταπολίτευσης, μέχρι τις ακρώρειες της Πανδημίας. Όλα τα μεσολαβούντα, σ’ αυτό το διάστημα, ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, από τις γυμνοπαιδίες των Ματάλων μέχρι το τρέχονμεταναστευτικό  δράμα, ο συγγραφέας τα εκθέτει ως ενδιάμεσουςσταθμούς, απ’ τους οποίους περνά το όχημα της αφήγησής του, κάτι σαν Μετρό του (στρέιτ, γκέι και αμφί) Πόθου, στο οποίο επιβαίνουν οι ήρωές του. Αυτοί, όσο περνάει ο καιρός, γίνονται όλο και πλουσιότεροι μ’ όσα κερδίζουν στο δρόμο, αποκτώντας εκείνη την εκλεκτή συγκίνηση που αγγίζει το πνεύμα και το σώμα τους, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους – στην αυτογνωσία που λέγαμε, στο γνώθι σαυτόν.

Αυτή είναι η εύκολη θεώρηση του "Απάλλαξέ με". Η δύσκολη έχει να κάνει με τη συνάφεια του συγγραφέα με τους ήρωές του, και με τις σχέσεις των προσώπων του μυθιστορήματος μεταξύ τους. Δεν έχω ξαναδιαβάσει κανένα μυθιστόρημα, στο οποίο η παρουσία του συγγραφέα να είναι τόσο εμφανής στα δρώμενα του μύθου του, και μάλιστα να δηλώνεται ανοιχτά. Βλέπετε, ο Κάγιος στο "Απάλλαξέ με" δημιούργησε ένα άβαταρ, τον Ανδρέα, ο οποίος αφηγείται σε κάποια Ευδοκία, την ιστορία κάποιου Δημοσθένη. Μόνο στο τέλος μαθαίνουμε ποια ακριβώς είναι η σχέση του Ανδρέα και της Ευδοκίας, και μια που μιλάμε για τέλος, να πω πως το μυθιστόρημα καταλήγει σε ένα γκροτέσκο, διπλό φινάλε, τεκμηριώνοντας ακριβώς αυτή την πολύσημη ρευστότητα της πραγματικότητας, που ήταν η εξαρχής πρόθεση του συγγραφέα να προσδώσει στο βιβλίο του.

Τώρα, η ζωή και η πορεία του Δημοσθένη και η ταραχώδης σχέση του με τον παιδικό και εφηβικό του φίλο Μιχάλη και την Ελένη, που θα γίνει η μητέρα του παιδιού του, όπως ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου μας δίνει πληροφορίες για τη ζωή του ίδιου του Ανδρέα, η οποία, με τη σειρά της, υπαινίσσεται γεγονότα, σκέψεις και αισθήματα που αφορούν τον Δημιουργό όλων, τον συγγραφέα.

Μπαίνοντας στο μύθο του "Απάλλαξέ με" είναι σαν να μπαίνεις στο δωμάτιο με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες στο λούνα παρκ, που κάνουν τους καθημερινούς ανθρώπους να φαίνονται αστείοι, παράξενοι,αλλά και τρομαχτικοί. Ο Κάγιος δομεί αφηγηματικά επίπεδα, περνώντας με άνεση από το ένα στο άλλο, συνομιλώντας με τους πάντες, ακόμα και με τον εαυτό του, όπως προκύπτει από τις αναφορές στους τίτλους των προηγούμενων βιβλίων του. Κι όχι μόνο συνομιλεί, παρά και και συγκρούεται με τους εαυτούς του, και τους ήρωές του βιβλίου του, με ένα σκοπό κοινό για όλες και για όλους: τη λύτρωση.

Όμως, για να φτάσει εκεί, ο Κάγιος ξεκινά από πολύ μακριά: από την υποσαχάρια Αφρική, από την Ταγκανίκα, όπου ο γενάρχης της ιστορίας , ο κύπριος μηχανικός Οδυσσέας, καθώς εργάζεται στην κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής, γνωριζει, ερωτεύεται παράφορα και παντρεύεται μια καλλονή απο τη φυλή των Μασάι, την Καχένα. Η κόρη της Αφρικανής είναι η μητέρα του Δημοσθένη, του βασικού ήρωα, αλλά σημαντικότατο ρόλο στη ζωή του, και στην πνευματική και ψυχική ωρίμανσή του, θα παίξει η αδελφή της μητέρας του, η θεία του, μια πολύ μελαχρινή, σχεδόν μαύρη, ισχνή και μικρόσωμη γυναίκα με τεράστιες φωνητικές δυνατότητες, η περίφημη Αλέκα, η "Μαύρη Ρεμπέτισσα".

Αυτή η Πιαφ της καθ’ ημάς Ανατολής, αφού φάει με το κουτάλι τησκοτεινή, βίαιη και βρόμικη πλευρά της κοινωνίας, αφού περάσει από σαράντα κύματα που λένε, θα αράξει τελικά στο Μεταξουργείο, ιδρύοντας ένα περίφημο μαγαζί, το "Ραντεβού στη Μεσόγειο", όπου όλοι οι ψυχωμένοι ήχοι της εσωτερικής μας θάλασσας, από τα ρεμπέτικα και τα φάντος, μέχρι τους αμανέδες και τα αφρικάνικα τραγούδια θα ακούγονται απρόσκοπτα και ισότιμα. Πραγματικά, εδώ ο Κάγιος συνθέτει ένα ηχητικό και ποιητικό σύμπαν, με στίχους από τα σουαχίλι και τον Ελύτη, μέχρι την Ουμ Καλσούμ και τον Καββαδία, που ακομπανιάρει τέλεια τον ιδανικό του κόσμο: ένα πολύχρωμο υπερεθνικό τόπο αλληλοσεβασμού, ανεκτικότητας και συμπερίληψης, όπως είναι ο τρέχων νεολογισμός για ό,τι χαρακτηρίζει τους ανοιχτόκαρδους και τους ανοιχτόμυαλους ανθρώπους.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ήρωας, που φλέγεται από ομοερωτικές επιθυμίες, προσπαθεί να πείσει εαυτόν και αλλήλους πως είναι καραστρέιτ, άντρακλας σωστός και πρόσβαρος. Και για να το καταφέρει αυτό, καταφεύγει στον αυτοτραυματισμό, τη μπουρδελότσαρκα, την πολιτική και τη θρησκεία, πλην όμως φευ - η λαγνεία για τους άντρες δεν χάνεται, ούτε και ο υφέρπων έρωτας για τον φίλο του τον Μιχάλη, αυτόν τον δακτυλοδεικτούμενο αλμπίνο, που κι αυτός γίνεται βορά του αγριεμένου πλήθους, όπως άλλωστε και ο "λικνιστός" φίλος του, ο Δημοσθένης.

Ο Κάγιος είναι γλαφυρός όταν γράφει γι’ αυτά: "Ήταν, τότε, τέλη του 1961, εποχή που η φτώχια απλωνόταν σαν αράχνη πάνω σ’ όλη την Ελλάδα. Μα κάτω από τους ιστούς της στέρησης και της ανέχειας, όλα έλαμπαν από παστράδα και ασβέστη. Κι ας έκαναν οι άνθρωποι μπάνιο μια φορά τη βδομάδα σε σκάφες κι οι ανομολόγητες επιθυμίες τους και τ’ απαγορευμένα πάθη τους, χύνονταν με τα βρομόνερα στους χωματόδρομους...", λέει, εξειδικεύοντας τα αντικείμενα αυτών των επιθυμιών στους "ημίγυμνους ημίθεους που ανεβοκατέβαιναν μεντενεκέδες στους ώμους τις σκαλωσιές των οικοδομών", ή στους θαμώνες των τσοντοσινεμά, που με το ένα χέρι έτρωγαν ένα σάντουιτς, και με τ’ άλλο αυτοεξυπηρετούνταν βλέποντας τα δρώμενα στη μεγάλη οθόνη!

Ωστόσο στη ζωή του ήρωα θα μπει θριαμβευτικά μια γυναίκα, η Ελένη. Θα αγαπηθούν, θα παντρευτούν, θα κάνουν παιδί, αλλά ο Δημοσθένης θα ζει σαν αμφερωτικό άτομο, σαν μπάι, ενδίδοντας στην ηδονή απ’ όπου κι αν προέρχεται... Διότι το σημαντικό εντέλει δεν είναι το βιολογικό ή το κοινωνικό φύλο του ατόμου, αλλά η ψυχή του. "Σφιχταγκαλιασμένοι να διασχίσουμε τη μοναξιά του πλήθους" λέει κάπου, και σ’ αυτή τη φράση συμπυκνώνεται ολόκληρη η κοσμοθεωρία του συγγραφέα.

Το διπλό φινάλε του βιβλίου είναι ένα παραληρηματικό κρεσέντο. Εδώ ο συγγραφέας απογειώνεται εντελώς, ή μάλλον καταβυθίζεται στο "μαύρο αδιέξοδο, την άβυσσο του νου", που έλεγε κι ο Καρωτάκης, σ’ αυτό το ζόφο που όλοι, άρα και οι ήρωες του Κάγιου, κουβαλάμε μέσα μας. Αλλά, ο συγγραφέας ξέρει καλά πως η Τέχνη δεν δίνει λύσεις – δείχνει μόνο, όμορφα, την Αλήθεια, με το "φέγγος μιας παλιάς λάμψης". Κι γι’ αυτό μας είναι απολύτως απαραίτητη: "η τέχνη είναι εκείνη που μπορεί να φανερώσει της Αλήθειας το Ανυπόστατο. Αν ούτ’ αυτό δεν το μπορεί, τί διάολο τη θες;", αναρωτιέται ο συγγραφέας, κι αυτή η Τέχνη είναι ο μόνος τρόπος, το μόνο μέσον για να γλιτώσουμε από τον πόνο που δεν ξεχνά, τον "μνησιπήμονα πόνο" του Αισχύλου. "Απάλλαξέ με/ πιο πολύ κι από μένα αντεξέ με...", που λέει και το τραγούδι.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Τέχνες

Η σύγχρονη γυναικεία δημιουργία συνομιλεί με την παράδοση στο "Υφαίνοντας το Μέλλον VII"

Στην Ύδρα η έκθεση "Υφαίνοντας το Μέλλον VII ή Παραδοσιακές Πρακτικές- Σύγχρονο Τραύμα" για τα δικαιώματα των γυναικών και την έμφυλη βία.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
16/07/2024

Δύο ιδιότυπες ηχητικές περφόρμανς στο Ηραίο Περαχώρας

Γλυπτά και έργα ηχητικής μυθοπλασίας συμβιώνουν στον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου Περαχώρας, με αφορμή την έκθεση "Otherlands".

Στη ζωγραφική του, ο Δημήτρης Εφέογλου εξερευνά το άγνωστο

Η έκθεση "On Vanishing Land" θα παρουσιαστεί στη Baraka Art Space, στο παλαιό λιμάνι των Σπετσών.

Ένα διαφορετικό σινεμά στήνεται στη μαγευτική ταράτσα του ΕΜΣΤ για την οποία μιλάει όλη η πόλη

Κορυφαία έργα βιντεοτέχνης επιχειρούν να μας κάνουν να γυρίσουμε την πλάτη μας στη φωτισμένη Ακρόπολη.

Στην έκθεση "Futures Garden" στα Ιωάννινα το παρελθόν διασταυρώνεται με το παρόν και τις υποσχέσεις του μέλλοντος

Ένα πλούσιο αισθητηριακό ταξίδι μέσω έργων από ποικίλα πεδία, όπως η γλυπτική, η μουσική, το σχέδιο, η φωτογραφία, η εγκατάσταση και οι νέες τεχνολογίες.

Ένα φωτογραφικό road trip μας κάνει να νοσταλγούμε τα ελληνικά καλοκαίρια

Η Ροζίτα Σπινάσα κάνει μια φωτογραφική διαδρομή περιπλάνησης και αυτογνωσίας στο νομό Ηλείας.