Από την Ακρόπολη, τις λεωφόρους και τη νυχτερινή ζωή της πόλης, στα σοκάκια και τις λαϊκές αθηναϊκές συνοικίες, τις βιτρίνες καταστημάτων και τα διαμερίσματα των Αθηναίων, η νέα έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης μάς παρασέρνει σε ένα ταξίδι τριών δεκαετιών κάνοντας μία καλλιτεχνική καταγραφή της ελληνικής πρωτεύουσας. Το μεγάλο διακαλλιτεχνικό εγχείρημα "Αστυγραφία / Urbanography. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970" ανοίγει για το κοινό την Τετάρτη 21/6 και λίγο πριν τα εγκαίνια, η επιμελήτρια και διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ Συραγώ Τσιάρα μάς έδωσε την ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στην Αθήνα μίας άλλης εποχής.
Η έκθεση χωρίστηκε σε επτά ενότητες: Θέαμα, Σκηνογραφία, Γιαπί, Νοσταλγία, Κοντινό Πλάνο, Όνειρα και Συγκρούσεις & Υλικότητες. Εξερευνώντας τες, ανακαλύπτουμε πως οι καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Ελλάδας βίωσαν την αστικοποίηση και το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της πρωτεύουσας. Τη Συραγώ Τσιάρα ενδιέφερε ο τρόπος που οι εικαστικοί καλλιτέχνες αναπαριστούν και ερμηνεύουν την πόλη, γιατί δεν είναι ιστορικοί ή τεκμηριωτές, απλώς συνθέτουν μία δική τους εικόνα του αστικού τοπίου, άλλες φορές ρεαλιστική κι άλλες εξιδανικευτική. Όμως, εικόνες της Αθήνας του ’50, του ’60 και του ’70 συναντάμε και στον κινηματογράφο, ειδικά τη λεγόμενη "χρυσή εποχή" του. Δεν εννοούμε μόνο εξωτερικά πλάνα που γυρίστηκαν σε κάποια αθηναϊκή συνοικία, αλλά σκηνές και χαρακτήρες που μαρτυρούν τις κοινωνικές συνθήκες, ήθη, αντιλήψεις και συμπεριφορές από αυτές τις περιόδους. Έτσι προέκυψε η συνεργασία με την Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Αντί να περιοριστεί στις εικαστικές τέχνες (ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, εγκαταστάσεις, φωτογραφία, σχέδια και αφίσες), η "Αστυγραφία" φέρνει λοιπόν στο προσκήνιο και τον κινηματογράφο.
78 δημιουργοί και 202 εικαστικά έργα, 22 ταινίες (4 μεγάλου μήκους και 18 αποσπάσματα) χαρτογραφούν την έννοια του αστικού βιώματος στη μεταπολεμική Αθήνα. Με την "Αστυγραφία" ξεκινάει η υλοποίηση του εκθεσιακού προγράμματος που η Τσιάρα σχεδίασε όταν πρωτοανέλαβε τη διεύθυνση της ΕΠΜΑΣ. Σταδιακά, άρχισε να αναζητά τρόπους οικειοποίησης της συλλογής, του κτιρίου αλλά και των ανθρώπων πίσω από την Εθνική Πινακοθήκη. Τελικά όμως, η "Αστυγραφία" εξελίχθηκε εν μέρει σε μία ιστορική καταγραφή του χώρου. Έχοντας εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα μόλις το περασμένο καλοκαίρι, άρχισε να αναζητά τρόπους που θα βοηθούσαν στην κατανόηση του περιβάλλοντος όπου ζει.
Επτά στάσεις στην Αθήνα του παρελθόντος
Με αυτά τα σχόλια από την επιμελήτρια ξεκίνησε η ξενάγηση στη διακαλλιτεχνική και διαθεματική έκθεση της Πινακοθήκης. Στην είσοδο μάς καλωσορίζει η εγκατάσταση "Arrivederci – Willkommen" του Βλάση Κανιάρη που εισάγει το φαινόμενο της μετακίνησης προς την πόλη, μετά τον πόλεμο. Τριγύρω βρίσκονται πίνακες που στην πλειονότητά τους απεικονίζουν την Αθήνα από ψηλά, ενώ όσο προχωράμε στην έκθεση αρχίζουν να ξετυλίγονται κι άλλες πτυχές του αστικού βιώματος. Όπως είπε και η Συραγώ Τσιάρα, η πόλη δεν είναι μόνο απόλαυση, ξενύχτια και βόλτες, αλλά αποκλεισμοί, περιορισμοί και ανισότητες.
Ο σχεδιασμός της έκθεσης έγινε με την ιδέα να δημιουργηθεί μία ανοιχτή θέαση στα έργα, σαν να περιπλανόμαστε στις γειτονιές της Αθήνας. Έτσι ο θεατής είναι ελεύθερος να κάνει τις δικές του συνδέσεις ανάμεσα στα εκθέματα, χωρίς να τον περιορίζουν οι επτά θεματικές.
Προχωρώντας στη δεκαετία του ’60 και την ενότητα "Όνειρα και Συγκρούσεις", βλέπουμε πως καλλιτέχνες εστιάζουν στις κοινωνικές ανισότητες και υιοθετούν έναν κριτικό ρεαλισμό στην τέχνη τους. Κάθε στάση κρύβει κι έναν σημαντικό Έλληνα καλλιτέχνη: Γαΐτης, Μπότσογλου, Φασιανός, Παπασπύρου, δημιουργοί που συνδιαλέγονται με έργα λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών, ενώ από τα σαγηνευτικά αλλά συχνά εφιαλτικά, ποπ αρτ έργα του Γιώργου Ιωάννου μεταφερόμαστε στα γεμάτα σεβασμό για τη γυναίκα πορτραίτα του Χρόνη Μπότσογλου. Οι αφηγήσεις δεν είναι μονόπλευρες, ούτε αφοσιώνονται σε μία μόνο αισθητική του αστικού βιώματος.
Σημαντικό είναι επίσης ότι η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει γυναίκες δημιουργούς που αποτύπωσαν τη μεταπολεμική Αθήνα. Δυστυχώς τόσο στις τέχνες όσο και στο σινεμά τα έργα γυναικών καλλιτεχνών παραμένουν πολύ λιγότερα. Ωστόσο έχουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε δημιουργίες των Ρένα Παπασπύρου και Χρύσα Ρωμανού ή της σκηνοθέτριας Τώνιας Μαρκετάκη, και ταυτόχρονα να γνωρίσουμε καλλιτέχνιδες όπως την Αριστέα Κριτσωτάκη (στην έκθεση περιλαμβάνεται το χαρακτικό της έργο "Απεργία"), η οποία είχε αγαπηθεί σε Ιταλία και Γαλλία, όχι όμως σε ίδιο βαθμό και στην Ελλάδα.
Η Τσιάρα φαίνεται ότι εργάστηκε σχολαστικά για το στήσιμο της μεγάλης αυτής έκθεσης, θέλοντας να κατασκευάσει μία πιο συμπεριληπτική εικόνα της μεταπολεμικής Αθήνας. Η λογική ήταν να περιηγηθούμε από πανοραμικά σε πιο κοντινά "πλάνα", δηλαδή να δούμε τη θέα της Αθήνας από ψηλά, να περπατήσουμε στα σοκάκια και τα μαγαζιά της και τελικά να μπούμε μέσα στα σπίτια μιας άλλης εποχής, βλέποντας στιγμές από την καθημερινότητα των Αθηναίων. Σύμφωνα με την επιμελήτρια, αυτή είναι μία πιο κινηματογραφική προσέγγιση που υιοθετήθηκε για να στηθούν τα έργα στον χώρο. Γι’αυτό και το κόνσεπτ του σινεμά μετατράπηκε σε μία ολόκληρη ενότητα για την έκθεση.
Ταινίες συναντάμε σε τρία σημεία της έκθεσης, άλλες ολόκληρες (κυρίως μικρού μήκους) και άλλες με μερικά αποσπάσματα που υπενθυμίζουν πώς ήταν η Αθήνα εκείνα τα χρόνια. Κλασικά φιλμ όπως η "Στέλλα" του Κακογιάννη, "Συνοικία το όνειρο", "Θεία απ’ το Σικάγο" και "Λαός και Κολωνάκι" συνομιλούν με κινηματογραφικά έργα που λίγοι γνωρίζουν. Εξάλλου, ο στόχος ήταν όχι να ξαναδούμε για πολλοστή φορά τη "Στέλλα", αλλά να γνωρίσουμε την πόλη μέσα από το σινεμά. Η τελευταία στάση της έκθεσης είναι και η πιο κινηματογραφική, αφού τα αποσπάσματα στην οθόνη διαρκούν συνολικά μία ώρα (μέσα στα οποία βρίσκεται και μία εικοσάλεπτη συνέντευξη με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο), οπότε η ομάδα έστησε εκεί ένα περιβάλλον χαλαρής θέασης.
Με αφορμή τις κινηματογραφικές αφηγήσεις της "Αστυγραφίας", η Συραγώ Τσιάρα μάς αποκάλυψε ότι θα διοργανωθεί κι ένα μεγάλο αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη με ταινίες του ελληνικού σινεμά. Επίσης, το φθινόπωρο θα ξεκινήσει και το δημόσιο πρόγραμμα της Εθνικής Πινακοθήκης για την έκθεση, με ομιλίες, εκπαιδευτικά προγράμματα, ξεναγήσεις κ.α.
Μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια(;)
Η διαμόρφωση της σύγχρονης Αθήνας φαίνεται να απασχολεί ολοένα και περισσότερο καλλιτέχνες, θεωρητικούς και όχι μόνο. Να ‘ναι ο ραγδαία αυξανόμενος εξευγενισμός, το ότι η πόλη έχει πήξει πλέον στα Airbnb, τα μικρά μαγαζιά στο κέντρο που σταδιακά εξαφανίζονται ή αγαπημένα σινεμά που κινδυνεύουν να κλείσουν; Η Αθήνα έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει και ο κόσμος της τέχνης προσπαθεί, είτε για λόγους νοσταλγίας ή εξερεύνησης της εξέλιξης του αστικού τοπίου, να αιχμαλωτίσει μέσα από εικόνες την Αθήνα διάφορων περιόδων. Το είδαμε στη Στέγη Ωνάση με τις μελέτες του Δοξιάδη για τη μεταπολεμική Αθήνα αλλά και πιο σύγχρονες έρευνες πάνω στην πόλη, στο Μπενάκη με τις χαρτογραφήσεις του Rick Lowe να μιλούν για τη μετακίνηση και τα εμπόδια που δημιουργεί μια πόλη σε κατοίκους και επισκέπτες, ενώ ο ΟΠΑΝΔΑ ταξιδεύει ακόμα πιο πίσω, κάνοντας αφιέρωμα για την Αθήνα της Μπελ Επόκ. Όποια και να ‘ναι η προσέγγιση κάθε φορά, αυτό που βλέπουμε είναι ότι επικρατεί μία νέου τύπου νοσταλγία αλλά και μια διάθεση εξερεύνησης και επαναπλαισίωσης μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια ή ίσως να μην υπάρχει στο μέλλον.
Περισσότερες πληροφορίες
Αστυγραφία / Urbanography. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970
Μία πρωτότυπη σύλληψη που παρακολουθεί τρεις δεκαετίες ραγδαίου μετασχηματισμού της μεταπολεμικής Ελλάδας και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην αστικοποίηση και τον τρόπο που ο άνθρωπος συμμετέχει ή αντιστέκεται στη νέα συνθήκη που του υπαγορεύει το ολοένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον του. Για την ανίχνευση της ανθρώπινης εμπειρίας του αστικού βιώματος η έκθεση φέρνει σε συνομιλία τις εικαστικές τέχνες –ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, εγκαταστάσεις, φωτογραφία, σχέδια και αφίσες– με αποσπάσματα από τον δημοφιλή ελληνικό κινηματογράφο, τις ταινίες κριτικού ρεαλισμού και τις έκκεντρες αφηγήσεις. Παρουσιάζοντας 77 δημιουργούς, 202 εικαστικά έργα και 21 ταινίες, η "Αστυγραφία" επιχειρεί να χαρτογραφήσει το συνολικό εύρος της έννοιας "αστικό βίωμα" σκιαγραφώντας το κοινωνικό υποκείμενο εντός της πόλης, με όλη τη γοητεία που μπορεί να του ασκεί αλλά και με όλους τους περιορισμούς ή και τους αποκλεισμούς που τη συνοδεύουν, "με την εκθεσιακή αφήγηση να μετακινείται διαρκώς από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο", όπως εξηγεί η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ και επιμελήτρια της έκθεσης, Συραγώ Τσιάρα. Σύμφωνα με το επιμελητικό σκεπτικό, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αστικοποίηση, η ανοικοδόμηση και η μετανάστευση –εσωτερική και εξωτερική– προσδιορίζουν καθοριστικά το πλαίσιο των ραγδαίων αλλαγών που συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία. Το αστικό τοπίο μεταβάλλεται ριζικά με την αντιπαροχή και τη σταδιακή εξαφάνιση της μονοκατοικίας. Η καθημερινή ζωή αλλάζει με την εξάπλωση της αστικής κουλτούρας, την ανάδυση της κοινωνίας του θεάματος και της κατανάλωσης, τις νέες εμπειρίες που προσφέρει η πόλη. Η πόλη γίνεται το κατεξοχήν πεδίο συγκρότησης ταυτοτήτων για εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες, ενώ η κλίμακα, ο ορίζοντας και η αίσθηση αλλάζουν δραματικά με την κατασκευή πολυκατοικιών και σύγχρονων εμπορικών καταστημάτων, τη διάνοιξη δρόμων, τη δημιουργία πλατειών, την πύκνωση της κυκλοφορίας ανθρώπων και οχημάτων. Διαμορφώνονται καινούργιες σχέσεις ανάμεσα στο μητροπολιτικό κέντρο, τη συνοικία, το προάστιο, τις προσφυγικές γειτονιές, την εκτός σχεδίου αυθαίρετη δόμηση. Ενώ το μέσο βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται, ταυτόχρονα εμφανίζονται νέοι κοινωνικοί διαχωρισμοί και αποκλεισμοί. Οι καλλιτέχνες ερμηνεύουν τις αλλαγές που συμβαίνουν στο αστικό τοπίο, την ανθρωπογεωγραφία και τη διασύνδεση υλικού και έμψυχου περιβάλλοντος, παρελθόντος και παρόντος. Αρχικά κυριαρχούν η νοσταλγία, οι στερεοτυπικές ή εξιδανικευτικές αφηγήσεις μιας ιδιαίτερης αστικής ταυτότητας που αλλοιώνεται μαζί με τα νεοκλασικά σπίτια που καταπίνουν οι οικοδομές, ενώ η τέχνη προσπαθεί να διασώσει την πόλη που εξαφανίζεται. Καθώς οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του αστικού μετασχηματισμού συλλαμβάνουν ένα νοερό παλίμψηστο εμπειριών και συναισθημάτων σε μια φαντασιακή συνύπαρξη διαφορετικών εποχών, το έργο τέχνης αποκτά σκηνογραφική διάσταση. Η πόλη επινοείται ως σκηνικό, οι δημιουργοί επιλέγουν την οπτική γωνία και συνθέτουν το κάδρο αντλώντας αναφορές από την πραγματικότητα, τη μνήμη και την επιθυμία. Κατά τη δεκαετία του 1960 αναδεικνύεται η ρεαλιστική πρόθεση ορισμένων δημιουργών να επισημάνουν τα προβλήματα και τις αντιθέσεις της καθημερινής ζωής στη μεγαλούπολη με κριτική ματιά. Προς το τέλος της ιστορικής περιόδου που εξετάζει η έκθεση, η υλικότητα αποκτά καινούργιο νόημα στο έργο καλλιτεχνών που εξετάζουν εννοιολογικά τη διάσταση του αστικού βιώματος. Η έκθεση περιλαμβάνει 200 εικαστικά έργα, εκ των οποίων τα μισά προέρχονται από τη Συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης και τα υπόλοιπα συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση κατόπιν δανεισμού από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Στην έκθεση προβάλλονται 21 κινηματογραφικές ταινίες (αποσπάσματα από 17 ταινίες μεγάλου μήκους και 4 πλήρεις ταινίες μικρού μήκους). Αρθρώνεται σε 7 ενότητες που φέρουν τους τίτλους: "Σκηνογραφία", "Νοσταλγία", "Γιαπί", "Κοντινό Πλάνο", "Θέαμα", "Όνειρα και Συγκρούσεις", "Υλικότητες".