Η πρώτη σκέψη που γεννιέται στο μυαλό του αναγνώστη απλώς και μόνο κοιτώντας το εξώφυλλο του νέου μυθιστορήματος του Γιάννη Καλπούζου "Καλντερίμι – 99 χρόνια στη Σαλονίκη", από τις εκδόσεις Ψυχογιός, είναι ότι ο συγγραφέας ίσως να επιδίωξε ο τίτλος του πονήματός του να θυμίζει τα "100 χρόνια μοναξιά", το περίφημο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Άλλωστε, και στο ένα, και στο άλλο, η εξιστόρηση των πράξεων μιας οικογένειας πιάνει σχεδόν έναν αιώνα, αν δηλαδή μπεις στον κόπο να βάλεις κάτω τις ημερομηνίες, τα χρονικά ορόσημα της δράσης των πρωταγωνιστών.
Όμως, οι ομοιότητες με το πόνημα του Κολομβιανού συγγραφέα και δημοσιογράφου τελειώνουν εδώ: ο Μαρκές τοποθετεί την δράση στη Λατινική Αμερική, στο φανταστικό, με κάθε ένννοια, χωριό Μακόντο, ενώ ο Καλπούζος τραγωδεί τα πάθη των δικών του "Μπουενδία" στην πραγματική πρωτεύουσα των Βαλκανίων, στη μοναδική κι ανεπανάληπτη, πολυφυλετική και πολυσυλλεκτική, πολύχρωμη και πολυσήμαντη Θεσσαλονίκη.
Και βέβαια, η λογοτεχνία που παράγει ο Καλπούζος δεν είναι μαγικός ρεαλισμός, αλλά ρεαλιστικότατος ρεαλισμός, κεκοσμημένος ωστόσο με πολλά εκφραστικά υφολογικά στολίδια. Θα έλεγε κανείς πως όλα αυτά τα ποικίλματα είναι κάπως σαν τα γιορντάνια σε έναν αλαβάστρινο γυναικείο λαιμό: λίγο –και λίγα- τα χρειάζεται, γιατί είναι από τη φύση του όμορφος. Ή, για να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο, τα έντονα, φανταχτερά καλολογικά στοιχεία στο λόγο του Καλπούζου είναι σαν μια φαντεζί κορνίζα σε ένα μεγάλο, λεπτομερή, ψιλοδουλεμένο πίνακα – δεν τη χρειάζεται. Αλλά, γούστα είν’ αυτά. Βέβαια, εδώ πρέπει να επισημανθεί πως ο συγγραφέας δούλεψε πολύ τη γλώσσα του, εμπλουτίζοντάς την με ωραίες, άγνωστες λέξεις, από τις διάφορες κουλτούρες που τις χρησιμοποιούσαν στην πόλη κατά καιρούς – το "Γλωσσάρι και Τοπωνύμια" στο τέλος του βιβλίου διευκολύνουν τον αναγνώστη.
Πράγματι, το έπος των καθημερινών ανθρώπων που υμνωδεί ο Καλπούζος σε συνεπαίρνει. Κι αυτό γιατί εκτός από τα κύρια πρόσωπα του δράματος, τον Παράσχο, τον Αντίπα, τον Κλεάνθη, τον Λιέζερ, τον Στόικο, τη Μόρφω, την Ιόνη, το Λυγίζο, τον Πέπο, τον Τράικο, τον Μπεκτάς, τη Δροσιά, τη Ζιζή, τον Χρήστακα, την Ηλιάνα, και τόσους άλλους, εκτός λοιπόν από αυτές κι αυτούς, ο Καλπούζος έχει βάλει κι άλλους δύο ομότιμους ήρωες να συμπρωταγωνιστήσουν στο βιβλίο του: την ίδια την πόλη, τη Θεσαλονίκη, και την Ιστορία (της). Η πόλη είναι κυρίαρχη, παρίσταται, και οχι μόνο ως καμβάς, ως φόντο. Αυτό το καλντερίμι, αυτή η λιθόστρωτη γραμμή, συμβολίζει την πορεία αυτής της πόλης, την αδιάλειπτη ομιλία της, την ακτινοβολία της στους αιώνες.
Η πόλη λοιπόν συμπορεύεται με τους ανθρώπους, αλλάζει, μεστώνει, απλώνεται, ασθενεί, υποφέρει, σπαράσσεται, αλλά και χαίρεται, γλεντά, βακχεύεται όπως ακριβώς κάνουν όλοι αυτοί. Τα πάθη και τα λάθη όλων τους, τα όνειρα κι οι εφιάλτες τους, οι μικροϊστορίες τους συνθέτουν αυτή την υπέροχη ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης, όπως ξετυλίγεται από τον Καλπούζο στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και τις πρώτες του εικοστού αιώνα.
Ο συγγραφέας πράγματι φιλοτεχνεί ένα τεράστιο fresco, μια εκτεταμένη, δαψιλή νωπογραφία, της οποίας η δράση εξελίσσεται στο χώρο και στο χρόνο. Θυμίζει κάποια ανεπανάληπτα πλάνα του Αγγελόπουλου, όπου χρόνια πολλά περνούν μέσα σε λίγη ώρα. Έλληνες, Οθωμανοί, Εβραίοι, Βούλγαροι και Φράγκοι, τίμιοι και άτιμοι, πόρνες και παρθένες, μάρτυρες και δολοφόνοι, νταβατζήδες και σοβαροί οικογενειάρχες, τρελοί και λογικοί, παθιασμένοι και απαθείς, νέοι και γέροι, φτωχοί και πλούσιοι, φίλοι και εχθροί, όλοι τους, απεικονισμένοι με παραστατικότητα και σφρίγος, σπρώχνουν με τα δάκρυα, τα γέλια και το αίμα τους την Ιστορία της πόλης και του κόσμου (urbi et orbi) παρακάτω. Πόλεμοι και πυρκαγιές, ευημερία και ένδεια, γιορτές και πένθη, πολιτική και θρησκείες, οικοδόμηση και καταστροφή: ο Καλπούζος, εξαντλώντας το φάσμα των αντιθέσεων, κατάφερε να συνθέσει το βασικό άρωμα, την ίδια τη ψυχή της πόλης, και να την κλείσει στις 561 σελίδες του μυθιστορήματός του. Και βέβαια δεν γίνεται να μην αναφερθεί η εμπεριστατωμένη, η ενδελεχής έρευνα που έκανε ο συγγραφέας σε πολλά αρχεία, για να τεκμηριώσει τα πραγματολογικά στοιχεία του μύθου του. Κατά κάποιον τρόπο, διαβάζοντας το "Καλντερίμι", ξαναθυμάσαι, ή μαθαίνεις τη ιστορία της Θεσσαλονίκης, αλλά με τον καλύτερο, τον πιο ελκυστικό τρόπο: μέσα από τα λυρικά έπη των ανθρώπων που την κατοίκησαν.