Όταν το 2009 η 17χρονη Rupi Kaur ανέβασε για πρώτη φορά ποίημά της στο Instagram πιθανότατα δεν είχε φανταστεί ότι θα εγκαινίαζε ένα νέο είδος ποίησης, το οποίο θα δημιουργούσε τάση στα social media, με κείμενα μικρής έκτασης τα οποία συνήθως εμφανίζονται σε ειδικά πλαίσια που ενίοτε είναι διακοσμημένα με σκίτσα, γεωμετρικά σχέδια, φωτογραφίες από τη φύση κ.λπ. Η Ινδοκαναδή εμπνεύστρια του instapoetry που έγινε γνωστή μέσα από αποφθέγματα και στίχους αντλεί υλικό από την νοτιοασιατική καταγωγή της, τη μετανάστευση, τη γυναικεία ταυτότητα, τα παιδικά της χρόνια, την αγάπη αλλά και πανανθρώπινες αξίες.
Αρκετά επιτυχημένα έχει σχολιαστεί ότι οι στίχοι της θυμίζουν εκείνους στην πίσω πλευρά των παλιών ημερολογίων ("Ήσυχο ήσυχο το ποταμάκι, αργοκυλάει στο γαλάζιο το νεράκι"). Με αυτή τη φαινομενικά όχι τόσο πολύπλοκη συνταγή η Kaur έχει σήμερα 4,5 εκατομμύρια followers. To 2015 εξέδωσε σε βιβλίο την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο "Milk and honey" η οποία αναδείχθηκε σε νούμερο ένα best seller στους New York Times, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 40 γλώσσες και πούλησε πάνω από 4,5 εκατομμύρια αντίτυπα. Δύο χρόνια μετά κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική της συλλογή, με τίτλο "The sun and her flowers". Σε τρεις μήνες πούλησε περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.
Γιατί έχουν τόσο μεγάλη επιτυχία οι στίχοι της Rupi Kaur; Πολλοί πιστεύουν ότι η ποίησή της υπερτιμημένη – αρκετοί δεν τη θεωρούν καν ποίηση. Σαφέστατα δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε για πλάκα με την Emily Dickinson –παρότι μέρος του κοινού της τη θεωρεί επίγονό της– και αρκετοί υποστηρίζουν ότι δεν λέει κάτι φοβερό πέρα από κοινοτοπίες που όλοι λίγο πολύ έχουμε σκεφτεί. Ωστόσο, όποιος έχει προσπαθήσει να γράψει δημόσια γνωρίζει καλά ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να έχεις απήχηση σε τόσο ευρύ κοινό το οποίο μάλιστα προέρχεται από εντελώς διαφορετικά πολιτιστικά υπόβαθρα. Ίσως η ποίησή της να μην θεωρείται λογοτεχνικό επίτευγμα, όμως η Kaur έχει σαφώς μεγάλο ταλέντο στην επικοινωνία.
Η τάση που συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους instapoets ανά τον κόσμο, άλλαξε την ποίηση – ή μήπως όχι; Τα social media είναι το εξαιρετικά γρήγορο όχημα για τη διάχυσή της σε ένα ευρύτατο κοινό, το οποίο ίσως να μην έχει άμεση επαφή με το βιβλίο. Αυτό σε πολλές περιπτώσεις βέβαια μπορεί να σημαίνει ότι απευθύνεται σε ένα κοινό όχι τόσο απαιτητικό. Αν οι instapoets γράφουν καλά, μέτρια ή κακά κρίνεται κατά περίπτωση. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με όσους εκδίδουν με τον κλασικό τρόπο. Άλλοι γράφουν βαθιά πολιτικούς και κοινωνικούς στίχους και άλλοι θυμίζουν ατυχείς απομιμήσεις σπουδαίων ποιητών ή life coaches που ρέπουν στην τοξική θετικότητα. Αυτή τη στιγμή είναι δεκάδες οι instapoets που βλέπουν τις μετοχές τους να ανεβαίνουν μεταφορικά και κυριολεκτικά, καθώς οι χιλιάδες ή εκατομμύρια followers τους πέρα από τη χαρά της αποδοχής, αποτελούν πηγή σημαντικού εισοδήματος.
Σύμφωνα με προ τριμήνου άρθρο του Business Insider, εκατό χιλιάδες followers αποφέρουν κέρδος εκατό δολαρίων στους influencers – τα χρήματα αυτά δίνονται από τους σπόνσορες των προφίλ τους στο Instagram. Κάπως έτσι έχουν ξεφυτρώσει δεκάδες διαδικτυακά άρθρα με συμβουλές σχετικά με το πώς να επιτύχεις ως instapoet. Μεταξύ των βημάτων που πρέπει κάποιος να κάνει είναι να γράφει χωρίς να σκέφτεται ότι θα εκτεθεί, άλλωστε αυτό είναι ζητούμενο στην τέχνη. Η Charly Cox είναι ένα τέτοιο παράδειγμα· γράφει ανοιχτά για τα θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει και οι αναγνώστες τη θαυμάζουν για το θάρρος της να μοιράζεται ακόμη και τις πιο άβολες στιγμές της.
Τα τελευταία χρόνια τα social media έχουν δημιουργήσει ισχυρές κοινότητες στις οποίες έχουν αναδείξει θέματα που αφορούν το φύλο, την αναπηρία, το body-positivity, την εθνοτική ταυτότητα ενώ έχουν δώσει φωνή στα θύματα κακοποιήσεων και έχουν στηρίξει κινήματα όπως το #MeToo. Η Monika Radojevic, η οποία κατάγεται από τη Βραζιλία και το Μαυροβούνιο και ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτοπροσδιορίζεται ως φεμινίστρια ποιήτρια και δημοσιογράφος και τους στίχους της απασχολούν κυρίως θέματα ταυτότητας, φύλου και ψυχικής υγείας. Η Αμερικανίδα trans και non-binary ποιήτρια Parker Lee γράφει κυρίως για την αγάπη και τα ψυχικά θέματα. Ζει με την επίσης instapoet σύζυγό της Amanda Lovelace η οποία έγινε παγκοσμίως γνωστή μέσα από το Tumblr και τo Instagram, με έργα της που προσεγγίζουν τα παραδοσιακά παραμύθια από τη φεμινιστική σκοπιά.
Ο Βρετανοκαναδός Atticus ο οποίος ζει στην Καλιφόρνια γράφει κυρίως για την αγάπη, τις σχέσεις και τις περιπέτειες της ζωής και τινάζει την μπάνκα στον αέρα – τα βιβλία του έχουν γίνει best seller. Όπως δηλώνει, θεωρεί επιρροές του τον Ζακ Κέρουακ, τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Στις φωτογραφίες του φοράει πάντα μάσκα ή ποζάρει με το πρόσωπο στο ημίφως, καθώς επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του έπειτα από την τραυματική εμπειρία του θανάτου ενός στενού του φίλου από υπερβολική δόση ναρκωτικών. O Ινδός Atish Chintalwar, ο οποίος γράφει κυρίως αποφθέγματα για τη ζωή στα ινδικά και στα αγγλικά είναι ανερχόμενη δύναμη. Ο Fred T. Williams, η Najwa Zebian, η Lang Leav, η Nikita Gill, ο Trygve Skaug θεωρούνται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του instapoetry.
Ο Αμερικανός Tyler Knott Gregson είναι από τους πρώτους ποιητές παγκοσμίως που χρησιμοποίησαν τα social media για να κάνουν γνωστό το έργο τους και δημοσιεύει κυρίως στο Instagram, στο Tumblr, το Twitter και στο –παλαιολιθικό πλέον, όπως ισχυρίζονται οι νεότεροι– Facebook. Στο μήνυμα που του έστειλα για να μιλήσουμε ήταν θετικός κι έτσι είχα την ευκαιρία να μάθω από πρώτο χέρι πώς σκέφτεται.
Το προφίλ του Gregson στα social media είναι πολύ σαφές. Είναι άνθρωπος της γενιάς του (με ροπή προς το ρετρό), που μεταφέρει τα στοιχεία του δικού του κόσμου στην ψηφιακή εποχή. Έτσι, μια σειρά ποιημάτων του είναι γραμμένα με γραμματοσειρά γραφομηχανής και το φόντο παραπέμπει σε πολυκαιρισμένο χαρτί. Οι στίχοι του έχουν να κάνουν με τα εσωτερικά αδιέξοδα, τις σχέσεις και τις κοινωνικές συνθήκες. Στην ερώτηση πώς θα περιέγραφε τη δική του εμπειρία ως instapoet απαντά ότι νιώθει κάπως άβολα με αυτό τον όρο και ότι πολλοί ποιητές ομαδοποιούνται σε αυτή την κατηγορία μόνο και μόνο επειδή μοιράζονται τη δουλειά τους και στα social media. "Γράφω ποίηση από δώδεκα χρόνων. Πιστεύω ότι οι πραγματικοί instapoets είναι εκείνοι που γράφουν κυρίως λίγους στίχους και αποφθέγματα τα οποία ανταποκρίνονται περισσότερο στον αλγόριθμο που εξυπηρετεί κάποιο θέμα ή ιδέα ή ακόμη και λέξη-κλειδί. Δυσκολεύομαι να αποκαλέσω αυτό το είδος ποίηση. Το 95% των ποιημάτων μου είναι μεγάλης φόρμας και δεν πιστεύω ότι ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι τα social media βοήθησαν πάρα πολύ στο να στραφεί το ενδιαφέρον στην ποίηση και αυτό είναι πολύ σημαντικό", λέει.
Ο Gregson εξηγεί πώς λειτουργούν τα προφίλ που είναι προσανατολισμένα στον αλγόριθμο: οι στίχοι που δημοσιεύουν αποτελούν στην πραγματικότητα ένα παζλ από λέξεις-κλειδιά που γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα φέρουν κλικ. "Υπάρχουν instapoets αυτή τη στιγμή που προσλαμβάνουν ομάδες ολόκληρες για να κάνουν αυτή την έρευνα. Κι έτσι οι στίχοι τους αν παρατηρήσετε είναι φτιαγμένοι από συγκεκριμένες λέξεις που επαναλαμβάνονται. Τουλάχιστον όσοι αναγνώστες συναντούν αυτές τις λέξεις συνεχώς ας γνωρίζουν ότι ο κόσμος της ποίησης είναι πολύ μεγαλύτερος και πλουσιότερος" τονίζει.
Εξηγεί επίσης ότι τα ποιήματα μικρής φόρμας δεν έχουν καμία σχέση με το instapoetry το οποίο κυρίως αποτελείται από αποφθέγματα που θα μπορούσαν να υπάρχουν πάνω σε στίκερ ή t-shirts. Τον ρωτώ αν η ποίησή του επηρεάζεται από τον αριθμό των like που παίρνει στα social media. "Ποτέ. Γράφω μόνο για να διοχετεύσω την έντασή μου, τον πόνο και τη θλίψη μου. Δεν με αφορά τι συμβαίνει στο ποίημα μετά τη δημοσίευσή του. Δεν ασχολούμαι ποτέ με τις θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις, το μόνο που με σκέφτομαι κάθε φορά είναι ότι ο δικός μου ρόλος είναι να γράφω και μέχρι εκεί" απαντά.
Ο Wilson Oryema, Λονδρέζος με καταγωγή από την Ουγκάντα, είναι πολυσχιδής προσωπικότητα: συγγραφέας, ποιητής, ακτιβιστής για το περιβάλλον και μοντέλο που έχει συνεργαστεί με τους οίκους Stella McCartney Versace, Calvin Klein, Grace Wals Bonner και Timberland. Το 2019 η βρετανική Vogue τον συμπεριέλαβε σε άρθρο με τους ανερχόμενους instapoets. Βασικό θέμα της ποίησης του Oryema είναι ο καταναλωτισμός στη δυτική κοινωνία και τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Τα ποιήματά του είναι γραμμένα στο χέρι, κάτι που ενισχύει την εικόνα του χειροποίητου και σχεδόν συγκινεί σε έναν κόσμο που ολοένα και ψηφιοποιείται.
Στην επικοινωνία που είχαμε έκανε λόγο για εκδημοκρατισμό της ποίησης μέσω των social media. "Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι παλιότερα ενθαρρύνονται να γράψουν και να μοιραστούν όσα σκέφτονται, χωρίς να ανησυχούν σχετικά με το αν θα εκδοθεί η δουλειά τους. Η πρώτη μου επαφή με τα social σε ό,τι αφορά τη δική μου ποίηση ήταν όταν ανάρτησα την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Έπειτα από αυτό άρχισα να χρησιμοποιώ πιο συχνά τις διαδικτυακές πλατφόρμες, κάτι που προσωπικά λειτούργησε εξαγνιστικά. Θα έλεγα ότι μου άλλαξε τη ζωή καθώς με βοήθησε να χαλαρώσω και να μοιραστώ με ένα ευρύτερο κοινό θέματα που με απασχολούσαν" λέει.
Τον ρωτώ πώς γράφει ένα ποίημα και απαντά ότι επεξεργάζεται στο μυαλό του για ώρα μια ιδέα και μετά του παίρνει το πολύ 15-20 λεπτά για να αποτυπωθεί στο χαρτί. Ζητώ να μάθω αν επηρεάζουν τη γραφή του οι αντιδράσεις των αναγνωστών, καθώς στα social media είναι άμεσες. "Παλιότερα υπήρξαν φορές που ένιωσα ότι έπρεπε να ακολουθήσω κάποια συνταγή επιτυχίας για να έχουν τα ποιήματά μου την αναγνώριση που έβλεπα σε άλλα. Σύντομα αντιλήφθηκα ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να μιλήσω για όσα πραγματικά νιώθω και σκέφτομαι", εξηγεί.
Αλήθεια, στην Ελλάδα τι συμβαίνει με το instapoetry; Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρίσκει κανείς πλαίσια με στίχους του Ρίτσου, του Καρυωτάκη, της Πολυδούρη, του Ελύτη, του Σικελιανού ή ακόμη και της Μυρτιώτισσας να συνοδεύονται από σκίτσα ή φωτογραφίες των ποιητών ή φωτογραφίες τοπίων. Στην πραγματικότητα δηλαδή χρησιμοποιείται η φόρμα παρουσίασης του instapoetry για τη διάδοση της παραδοσιακής ποίησης. Ωστόσο και παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας πολύς κόσμος γράφει, είχα την αίσθηση ότι συγκριτικά δεν είναι πολλοί οι instapoets και οι ποιητές που μοιράζονται τη δουλειά τους στα κοινωνικά δίκτυα.
Αναζήτησα τον Δημήτρη Τσιάμη, ο οποίος έχει πιο σαφή εικόνα λόγω της ενασχόλησής του με το αντικείμενο – ο ίδιος αναρτά την ποίησή του στα social. "Στην Ελλάδα η ποίηση και η λογοτεχνία βρίσκεται σε περίοδο άνθησης, έτσι το instapoetry έχει πάρα πολλούς εκπροσώπους και σε κάποιες περιπτώσεις το επίπεδο είναι εξαιρετικά υψηλό, αλλά ενώ υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι ποιητές απλά δεν θα εκδοθούν ποτέ, άλλοι από άποψη και άλλοι γιατί αρνούνται να μπουν στο αλισβερίσι των μέτριων κυρίως "ποιητών” με τους εκδοτικούς, που πληρώνουν όσα όσα για τη ματαιοδοξία τους, ανοίγοντας την όρεξη των εκδοτών που βλέπουν την ποίηση σαν ευκαιρία για έσοδα, χωρίς να τους απασχολεί το τελικό αποτέλεσμα" λέει.
Όπως εξηγεί η ανταπόκριση του ελληνικού κοινού είναι συγκινητική και το κριτήριό του αλάνθαστο: "καθώς αυτοί που διαβάζουν ποίηση είναι συνήθως μυημένοι που αν δεν τους αγγίξει αυτό που γράφεις απλά δεν ανταποκρίνονται (αυτό αφορά και τις εκδόσεις) και η κριτική είναι ουσιαστική, εποικοδομητική και όχι ελαφρά τη καρδία". Ο ίδιος δεν περιορίζεται από συγκεκριμένες θεματικές. "Άλλες φορές γράφω αποστασιοποιημένα απλά επειδή μου αρέσει περισσότερο αυτή η προσέγγιση κι άλλες βιωματικά και έντονα αντικατοπτρίζοντας την ψυχική μου κατάσταση και συγκεκριμένες στιγμές της ζωής μου. Και στις δύο περιπτώσεις γράφω αυθόρμητα. Έτσι, μπορεί να είμαι τρυφερός, χυδαίος, ρομαντικός, ρεαλιστής, ερωτικός, απαισιόδοξος και ό,τι άλλο μου κάνει κέφι, γιατί η κάθε μου έκφανση βγαίνει από μέσα μου και είναι γνήσια αποτύπωση της στιγμής που γράφω, χωρίς να σκέφτομαι τίποτε άλλο, γι’ αυτό και τα ποιήματά μου είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους".
Σε ό,τι αφορά τη διάδοση της ποίησης, θεωρεί ότι τα social media προσφέρουν τη δυνατότητα να υπάρχει μία μεγαλύτερη αναγνωστική βάση για όλους και κυρίως για όσους δεν έχουν εκδώσει, δίνοντας έτσι το βήμα να εκτεθούν και να πάρουν feedback για την ποίησή τους. "Άλλο ένα θετικό είναι ότι αργά ή γρήγορα ξεχωρίζει η ήρα από το σιτάρι, άσχετα αν έχεις εκδώσει κάτι ή όχι αποκτάς το κοινό σου και μέσα απ' όλη αυτή τη διαδικασία της έκθεσης εξελίσσεσαι και βελτιώνεσαι. Επίσης δίνει την ευκαιρία σε ποιητές να βγουν από την αφάνεια και την εσωστρέφεια και στους εκδότες να ανακαλύψουν νέα ταλέντα, αν βέβαια τους αφορά κάτι τέτοιο" συμπληρώνει.
Ο Ιωάννης Χανδράκης γνωστός και ως Ιχνηλάτης άρχισε να ανεβάζει ποίηση στα social το 2014, την εποχή που πολύ λίγοι στην Ελλάδα το έκαναν – αναφέρει τον Γιάννη Πολίτη, την Ιφιγένεια Βήττα, τη Ρενέ Στυλιαρά και τον Δεγαμινιώτη. Το πρώτο του βιβλίο ήρθε το 2015. Προσπαθώ να εντοπίσω τι είναι αυτό που έλκει το κοινό και απαντά: "Τους αρέσει να διαβάζουν κάτι που νιώθουν ότι έχουν βιώσει και εκείνοι. Φαίνεται ότι όλοι μεταξύ μας μοιραζόμαστε αν όχι παρόμοιες εμπειρίες, παρόμοια συναισθήματα κι έτσι μπορούμε να νιώθουμε όσα γράφει ο άλλος" λέει εξηγώντας ότι οι αναγνώστες ήταν πολύ θερμοί μαζί του εξαρχής
Τον ρωτώ αν τον επηρεάζει η κριτική που δέχεται από τους αναγνώστες. Όπως εξηγεί: "Τα τελευταία τέσσερα χρόνια είμαι ενεργειακός θεραπευτής και δουλεύω με υποσυνείδητες πληροφορίες. Σε αυτό το πλαίσιο είχα μελετήσει λίγο τον εαυτό μου, πώς αντιμετώπιζα την κριτική του κόσμου. Όμως δεν είμαστε πατάτες τηγανιτές για να αρέσουμε σε όλους. Η ικανότητα κάποιου να εκτιμήσει, να συνειδητοποιήσει, να συνδεθεί με κάτι δεν έχει να κάνει με τη δική μου αξία ή αυτού που γράφω αλλά με τη δική του ικανότητα να μπορεί να το κάνει".
Η Μαίρη Σάμου ζει στα Γιάννενα. Άρχισε να δημοσιεύει quotes και στίχους στο Instagram πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, έχοντας ήδη εκδώσει το πρώτο της βιβλίο ενώ το δεύτερο κυκλοφόρησε λίγο καιρό μετά. "Το προφίλ μου στο Instagram αποτελεί για μένα προέκταση της συγγραφικής μου ιδιότητας αφού μέσω των quotes "φλερτάρω” με την ψυχοσύνθεση της απήχησης βάσει των συναισθημάτων που προκαλούν κάθε φορά οι σκέψεις κι οι λέξεις μου".
Όπως επισημαίνει: "Αυτό που παρατηρώ μέσα από τις αναρτήσεις μου είναι πως υπάρχει μεγάλη απήχηση με κυρίαρχη την ανάγκη του κοινού να ταυτιστεί με τα δικά σου βιώματα που όμως είναι προφανώς και δικά τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που υπάρχουν σχόλια σε δημοσιεύσεις του τύπου "Λες αυτό που έχω στο μυαλό μου”. Η ανταπόκριση του κοινού είναι feedback για ανεξάντλητη έμπνευση. Η αλληλεπίδραση λειτουργεί θετικά τόσο για μένα ως δημιουργό όσο για τους αποδέκτες που είναι οι followers και κατ’ επέκταση οι αναγνώστες".
Για την ποίηση λέει ότι είναι η πύλη σε έναν κόσμο όπου αξίζει να χάνεσαι και να περιπλανιέσαι. "Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η ποίηση είναι το αρχαιότερο λογοτεχνικό είδος. Μαγεύει και ξέρει να επικοινωνεί με ξεχωριστό τρόπο ιδέες και αντιλήψεις". Είναι ενήμερη για το έργο άλλων ποιητών που δημοσιεύουν στα social. "Θαυμάζω τους Tyler Knott Gregson και Robert. M Drake. Πιστεύω πως είναι πρωτοπόροι στο κομμάτι του instapoetry με την κάθε τους ανάρτηση να είναι πιο εμπνευσμένη από τη προηγούμενη". Προσθέτει: "Παρακολουθώντας τους instapoets του εξωτερικού οι οποίοι μάλιστα χαίρουν μεγάλης απήχησης, διαπιστώνεις πως οι περισσότεροι από αυτούς δεν παρουσιάζουν κάτι επιτηδευμένο ή δύσκολο σε περιεχόμενο. Μιλούν αληθινά, μέσα από την καρδιά τους για κάθε ζήτημα και πλευρά της ζωής, κι ίσως αυτό τελικά να είναι το μυστικό αν θέλετε, του instapoetry και της απήχησης που έχει στο κοινό".
Η Esperanza γράφει από μικρή. "Άρχισα να γράφω στίχους, συνέχισα με ιστορίες τύπου σενάριο και η ποίηση ήρθε τελευταία στη ζωή μου γύρω στα 17-18, πριν από τέσσερα χρόνια δηλαδή. Τότε ήταν που άρχισα να δημοσιεύω στο Instagram. Μέχρι τότε δεν είχα δημοσιεύσει τίποτα ούτε είχα δείξει σε κανέναν αυτά που γράφω. Η πρώτη φορά που κάποιος ήρθε σε επαφή με αυτά που γράφω ήταν μέσω Instagram και ακόμα μόνο εκεί δημοσιεύω" λέει.
Πιστεύει ότι το Instapoetry στην Ελλάδα έχει αρκετό κοινό εδώ και χρόνια. "Υπάρχουν αρκετές σελίδες που ασχολούνται με αυτό και κάποιες έχουν πολύ μεγάλη απήχηση, γεγονός που δείχνει πως αρέσει στον κόσμο" λέει και συμπληρώνει ότι τα social media δίνουν τη δυνατότητα σε όλους να έρθουν σε επαφή με την ποίηση. Όπως σημειώνει: "Συχνά παρατηρώ ότι υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ποιήματα που αφορούν την απογοήτευση ή την απόρριψη από ό,τι π.χ. κάτι πιο inspirational και αυτό φαίνεται έντονα στα likes. Εγώ μπορεί να συνεχίζω να γράφω και τα δύο είδη αλλά θα ανεβάζω πιο συχνά αυτό που ξέρω πως προτιμά το κοινό μου. Βέβαια, πολλές φορές όταν κάτι μου αρέσει πολύ ή είναι πολύ σημαντικό για εμένα, το ανεβάζω ακόμα κι αν πιστεύω ότι δεν θα πάει καλά σε απήχηση γιατί μέσα από τη τέχνη εκφράζουμε πρωτίστως τον εαυτό μας".
Ο Άγγελος Ήβος ζει στο Αγρίνιο. Άρχισε να γράφει ποίηση όταν ήταν παιδί. Η πρώτη του συλλογή εκδόθηκε όταν ήταν 19 ετών το 1980. Όταν άρχισε να ανεβάζει ποιήματα στo Facebook είχε ήδη διαμορφώσει το στιλ του. Στην Αγγλία έκανε το διδακτορικό του στην προϊστορική αρχαιολογία και στην εθνολογία και με την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε με την εκπαίδευση.
Μιλήσαμε τηλεφωνικά για τη δική του εμπειρία. "Νομίζω ότι το βιβλίο είναι σε σχετική παρακμή και η ποίηση δεν έχει ποτέ μεγάλο κοινό. Τώρα με τα social ασχολούνται περισσότεροι αλλά δεν ξέρω αν διαβάζουν ή απλώς κοιτάνε. Ξέρεις τι με έχει παραξενέψει; Ότι πολλές φορές ανεβάζω ένα ποίημα και μέσα σε ελάχιστο χρόνο παίρνει like. Μα πότε πρόλαβαν και το διάβασαν;" λέει.
Τι πρόβλημα αντιμετωπίζει κάποιος που θέλει να δει τα ποιήματά του σε βιβλίο; Απαντά: "Τα λεφτά, τα πεταμένα λεφτά. Έχω βγάλει δέκα ποιητικές συλλογές, όλες ήταν πληρωμένες από μένα. Δεν δοκίμασα ποτέ να πουλήσω γιατί δεν έχει νόημα. Αν διαλέξεις επώνυμο εκδοτικό οίκο –αν ποτέ τα καταφέρεις να εκδώσεις εκεί χωρίς να έχεις μέσο–, το βιβλίο θα θαφτεί. Είναι τζάμπα χρόνος, τζάμπα κόπος, τζάμπα ελπίδες".
Συζητάμε για ποίηση: "Έχω καταπιεί πολύ Εμπειρίκο, Έκτορα Κακναβάτο, αρκετό Καρυωτάκη, Εγγονόπουλο. Πιο κοντά νιώθω στους σουρεαλιστές. Γενικά δεν τα πάω καλά με εκείνους που λένε πολύ ποιητικά πράγματα και χρησιμοποιούν φκιασιδωμένες λέξεις – αυτούς που αντί για άλογο λένε άτι". Ο ίδιος ήθελε πάντα να ασχολείται με τα πανανθρώπινα, όχι μόνο τα ελληνικά θέματα, εξ ου και οι σπουδές του στην προϊστορική αρχαιολογία. "Με ενδιαφέρει πάντα το παγκόσμιο του ζητήματος. Προσπαθώ, δεν ξέρω τι έχω καταφέρει".
Για κλείσιμο κρατώ ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματά του.
"ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΚΑΖΑ ΜΠΛΑΝΚΑΣ"
Μου αρέσει ο Κλαρκ Γκέιμπλ,
μου αρέσουν γενικά τα κλαρκ,
ιδίως τα πορτοκαλί,
κι ίσως πολύ-πολύ
τα κλαρκ
κατακαναρινί.
Ας μην φορούν δαντελωτό τιμόνι
κι ας μην έχουν
καθόλου βαζελίνη στην ταχύτητα
του οργασμού.
Μου αρέσουν τα σπασμένα μου
ωμά αυγά
στη σύγκρουση με την αριστερή σου άλω
και τη ρώγα,
ο κρόκος έως να λιμνάζει αφαλού
με κύριο νούφαρο
μια Τεύτα εξ Ιλλυρίας
και το ασπράδι,
α,
το ασπράδι να κυλά
στα χαμηλά
χώρας των Λαιστρυγόνων,
ή όπως λεν στο Τρίκερι,
στην άγια Κυριακή,
Καραβοτσάκι
κι όλα πνιγμός
παραμονή
του απραγματοποίητου
όταν χορεύει το Μαχρέμπ σαν κόμπρα
κάθε που η νήσος Οκινάουα
βγάζει το κιμονό της.