Τέσσερα χρόνια μετά τον αλήστου μνήμης άγονο διαγωνισμό για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας (ΕΜΣΤ), ο διαγωνισμός για την επιλογή διευθυντή/διευθύντριας του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης (MOMus) έχει προκαλέσει συζητήσεις στον κόσμο της τέχνης και αναδεικνύει για ακόμη μία φορά τα προβλήματα που επιμένουν και πρέπει να λυθούν. Ο εν λόγω διαγωνισμός βρίσκεται στο τελικό στάδιο, η επιτροπή έχει καταλήξει στην πρότασή της και, μετά τον σχετικό χρόνο που δίνεται για ενστάσεις, αναμένουμε την τελική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του μουσείου μες στις επόμενες εβδομάδες. Σύμφωνα με όσα μας λέει το ρεπορτάζ μας, οι off the record συζητήσεις, αλλά και οι ανακοινώσεις των δύο μελών της επιτροπής αξιολόγησης που παραιτήθηκαν πριν από λίγο καιρό (προκαλώντας συζητήσεις σχετικά με το αν η συνέχεια της διαδικασίας με την υπόλοιπη επιτροπή θα ήταν νόμιμη), υπάρχουν σημαντικά προβλήματα με τη νομοθεσία για τους διαγωνισμούς αυτούς, τα οποία πρέπει να λυθούν άμεσα αν θέλουμε να έχουμε αξιοπρεπείς διαγωνισμούς στο μέλλον.
Ήδη από το 2019, όταν ο διαγωνισμός για το ΕΜΣΤ είχε κηρυχτεί άγονος –ενώ στους υποψήφιους περιλαμβάνονταν και οι δύο προηγούμενες διευθύντριές του!–, αποκαλύφθηκε το προβληματικό πλαίσιο των αντίστοιχων διαγωνισμών, οι περιορισμοί της διαδικασίας μέσω ΑΣΕΠ για τη συγκεκριμένη θέση και η ανάγκη να αναληφθεί δράση σε μια κατεύθυνση εκσυγχρονισμού της διαδικασίας με βάση (και) τις συνθήκες που επικρατούν στο χώρο. Παρ’ όλα αυτά, τέσσερα χρόνια μετά, τα προβλήματα παραμένουν και στιγματίζουν τους σχετικούς διαγωνισμούς, πλήττοντας ταυτόχρονα τις όποιες προσπάθειες γίνονται, του Υπουργείου Πολιτισμού συμπεριλαμβανομένου, για την κατοχύρωση της επαγγελματικοποίησης του πεδίου της σύγχρονης τέχνης γενικότερα.
Το βασικό πρόβλημα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο βαθμολογούνται οι θέσεις ευθύνης και οι ξένες γλώσσες και, κατά δεύτερον, τα υπόλοιπα πτυχία και δραστηριότητες. Σε μια χώρα με τόσο λίγα σχετικά ιδρύματα, η νομοθεσία για τις θέσεις ευθύνης φέρνει σε μειονεκτική θέση τους σημαντικότερους freelance επιμελητές έναντι εκείνων που δουλεύουν στα λιγοστά μουσεία. Η αξιολόγηση καταντά σε μεγάλο βαθμό μια "ρομποτική" διαδικασία, που θα μπορούσε να γίνεται κι από… αλγόριθμο, αφού η συνέντευξη, το όραμα των υποψηφίων για το μουσείο, αλλά και σημαντικές, σύμφωνα με διεθνή κριτήρια, επιμέλειες, θέσεις ευθύνης και δημοσιεύσεις υποβαθμίζονται σε σχέση με μικρότερης σημασίας εγχώριες δράσεις και άρθρα. Όταν κάποιες από τις σημαντικότερες επιμελήτριες που έχουμε στην Ελλάδα δεν πληρούν τα κριτήρια, είναι σαφές ότι υπάρχει πρόβλημα. Κάτι που εξηγεί και τις τόσο λίγες συμμετοχές, ενώ στο μέλλον, αν δεν αλλάξει κάτι, θα αποθαρρύνει ακόμη περισσότερο τις αιτήσεις.
Όπως αναφέρουν τα μέλη που παραιτήθηκαν στην επιστολή τους οι παράδοξες διατάξεις περί γλωσσομάθειας και η ιδιάζουσα μοριοδότηση που προβλέπεται περί Θέσεων Ευθύνης είχαν ως αποτέλεσμα μία μόνο νόμιμη υποψηφιότητα και για τα δύο μουσεία και μάλιστα το ίδιο πρόσωπο (να θυμίσουμε ότι την ίδια στιγμή τρέχει διαγωνισμός για Διευθυντή/Διευθύντριας του Πειραματικού Κέντρου Τεχνών, ο οποίος φαίνεται να έχει παγώσει). Αντίστοιχες παρατηρήσεις εντόπισαν και μέλη της επιτροπής που παρέμειναν ως τέλος, θέλοντας παρόλα αυτά να υποστηρίξουν καταρχήν τη διαδικασία των διαγωνισμών, ειδικότερα μια που η επιτροπή έχει δουλέψει μήνες γι αυτήν. Διαφορετικά φαίνεται ότι οι αναθέσεις θα είναι η μόνη λύση κάτι που αποτελεί υπαναχώρηση σε μια εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον πιο δημοκρατική και διαφανή διαδικασία όπως είναι οι διαγωνισμοί, οι οποίοι κατά τη γνώμη μας για αντίστοιχες θέσεις θα έπρεπε στο μέλλον να είναι και διεθνείς. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ πάντως, το Υπουργείο Πολιτισμού έχει τη διάθεση να ασχοληθεί με το θέμα στο μέλλον.
Για να γίνουν πιο εξωστρεφή και ανταγωνιστικά τα μουσεία και να συμμετέχουν στη χάραξη πολιτιστικής πολιτικής, είναι απαραίτητο να φτιαχτεί ένα περιβάλλον που δεν θα βάζει τρικλοποδιές σε νέους ή καταξιωμένους επαγγελματίες, αλλά θα θωρακίζει και τον επαγγελματισμό των δρώντων στη σύγχρονη τέχνη γενικότερα. Ειδικοί υπάρχουν, πρέπει να αναγνωριστούν και να τους δοθεί το βήμα να παραμείνουν επαγγελματίες.