Κι ενώ το περίπλοκο θέμα της επιστροφής των ελγινείων μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο απασχόλησε την επικαιρότητα των τελευταίων ημερών, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού μας επιφύλασσε μια άλλη είδηση-καλωσόρισμα για τη νέα (εκλογική) χρονιά. Το φωτορεαλιστικό σκίτσο της επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και της διασύνδεσής του με το Ακροπόλ με τη βαριά υπογραφή των αρχιτεκτονικών γραφείων David Chipperfield Architects και Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη Α.Ε., το οποίο επέλεξε η διεθνής επιτροπή που είχε συσταθεί για το σκοπό αυτό από το υπουργείο, υπόσχεται να φέρει νέο αέρα στην περιοχή του Μουσείου. Στα πέριξ της λεωφόρου Πατησίων, άλλωστε, μπορείς να δεις ήδη τα (επενδυτικά) σημάδια –θέατρα, εστιατόρια, μπαρ και hubs– που προοιωνίζονται ένα νέο μέλλον.
Πολλά θα ειπωθούν για τη μελέτη αυτή καθαυτή και τη σχέση της με το υπάρχον κτίριο, σε μια εποχή που οι "αθόρυβες" ανακαινίσεις έναντι των μεταμοντέρνων αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων-statements άλλων εποχών κερδίζουν έδαφος διεθνώς, σίγουρα πάντως ένα αρχιτεκτονικό ξεσκόνισμα του περιβάλλοντος χώρου θα ανοίξει νέους δρόμους για το εμβληματικότερο μουσείο της πόλης και την ευρύτερη γειτονιά του.
Τα μουσεία, αρχαιολογικά και σύγχρονα, έχουν πολύ σημαντικό ρόλο να παίξουν τόσο στην ευημερία των πολιτών όσο και, προφανώς, στον τουρισμό και την εικόνα της χώρας. Το 2022 μας αποχαιρέτησε με τα εγκαίνια του πολλά υποσχόμενου Πολυκεντρικού Μουσείου Αιγών στη Βεργίνα, το οποίο, με εικαστική και εννοιολογική θα έλεγε κανείς μουσειολογική προσέγγιση, φαίνεται να διηγείται μια ποικιλοτρόπως παραγνωρισμένη ιστορία και να σε προκαλεί να συνδεθείς μαζί της με έναν φρέσκο, συν-αισθηματικό τρόπο. Το βάζουμε στα οπωσδήποτε για επίσκεψη και ελπίζουμε να αναδειχθεί με το κατάλληλο marketing σε προορισμό για Έλληνες και ξένους επισκέπτες, όπως τα αντίστοιχα μουσεία ανά τον κόσμο που προβάλλονται διεθνώς ως λόγος να επισκεφτείς έναν τόπο.
Ανοιχτά στο κοινό, προσβάσιμα και χωρίς αποκλεισμούς, τα μουσεία του σήμερα οφείλουν, όπως επιβεβαιώνει και ο νέος ορισμός των μουσείων που πρότεινε ύστερα από 50 χρόνια το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), να προάγουν την ποικιλομορφία και τη βιωσιμότητα, να λειτουργούν και να επικοινωνούν ηθικά, με επαγγελματισμό και με τη συμμετοχή κοινοτήτων, προσφέροντας εμπειρίες-ευκαιρίες για εκπαίδευση, απόλαυση, προβληματισμό και ανταλλαγή γνώσεων. Φυσικά, υπάρχουν παραδείγματα (και) δημόσιων ελληνικών μουσείων που με διαφορετικούς τρόπους έχουν εδώ και χρόνια παράγει σημαντικό έργο σε αυτή την κατεύθυνση, όχι πάντα με τους ανάλογους πόρους και αναγνώριση. Οπότε είναι σημαντικό που η σχετική συζήτηση αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην ατζέντα, που η πολιτεία επενδύει, ακόμη και επικοινωνιακά, στα μουσεία και τις πινακοθήκες, και δίνει τα κατάλληλα κονδύλια για να υποστηριχθούν ορισμένα από αυτά και να μπορούμε να έχουμε μουσεία talk of the town όπως το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ).
Τα στοιχήματα είναι πολλά, από την ίδια τη μουσειολογική αφήγηση, τις δράσεις, την εξωστρέφεια μέχρι τα πωλητήρια, τα (ανύπαρκτα ακόμη επί της ουσίας) εστιατόρια, την εκπαίδευση, την ανάπτυξη κριτικής σκέψης και την ψυχαγωγία. Ελπίζουμε η αρχή που φαίνεται να έχει γίνει να μην εξαντληθεί σε κινήσεις βιτρίνας και εντυπωσιασμού, όσο αναγκαίες κι αν είναι αυτές, αλλά να ανοίξει ο δρόμος για να υποστηριχθούν όσο περισσότερες αξιόλογες προσπάθειες γίνονται συχνά με προσωπικό κόπο και μεράκι αρχαιολόγων και εργαζομένων. Αν τα μουσεία μπορούν να παίξουν όντως έναν κομβικό ρόλο στο μέλλον, τόσο σε επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας όσο και ανάπτυξης, πού αλλού μπορεί να γίνει αυτό αν όχι εδώ;