Βαδίζοντας πλέον στο έτος 2022, αφήνουμε πίσω την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την ελληνική επανάσταση –με ένα αίσθημα ανικανοποίητου βέβαια, όχι για το γεγονός ότι η πανδημία ανέκοψε πολλές από τις εορταστικές εκδηλώσεις, αλλά διότι φάνηκε ξεκάθαρα ότι δεν είχαμε κάποια πρόθεση ουσιαστικής ανασκόπησης ως έθνος, κάποια επιθυμία κριτικής στάσης απέναντι στο παρελθόν και το παρόν μας–, και ερχόμαστε ενώπιον μιας άλλης επετείου, μαύρης αυτή τη φορά, με βαθύ τραυματικό χαρακτήρα αλλά εξίσου πολλές πτυχές να ξεσκονίσουμε πέρα απ’ το βασικό αφήγημα: αναφερόμαστε φυσικά στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, πίσω απ’ την οποία υπήρξαν τρία χρόνια πολιτικής αναταραχής και πολεμικών διεκδικήσεων.
Μεταφερόμαστε στο καλοκαίρι του 1921 στην Κιουτάχεια, πόλη-κόμβος της βορειοδυτικής ασιατικής Τουρκίας και πρωταγωνίστρια της περιοδικής έκθεσης που συνεχίζεται στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης. Τότε σε αυτή την πόλη, παρουσία της νεοσύστατης κυβέρνησης του Δημήτρη Γούναρη και παρά τις αντιρρήσεις αρκετών αξιωματούχων, λαμβάνεται μια μοιραία απόφαση: μετά τη μερική επιτυχία των ελληνικών δυνάμεων και την υποχώρηση αντίστοιχα των κεμαλικών πέρα του Σαγγάριου ποταμού, αποφασίζεται η περαιτέρω επέλαση της επίθεσης έως την Άγκυρα. Ωστόσο, το απατηλό όνειρο για μια Ελλάδα "των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών" προσέκρουσε πάνω στα ανεφοδιασμένα στρατεύματα των Τούρκων, οδηγώντας τελικά στην ολέθρια έκβαση του διωγμού 1,5 εκατομμυρίου Ελλήνων.
Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος που η περιοδική έκθεση "Ενθύμιον Κιουτάχειας" ακτινοβολεί πιο έντονα, σχεδόν λυτρωτικά, το νέο έτος, μετά την παράταση που έλαβε έως 27 Μαρτίου. Με μακρά παράδοση στην αγγειοπλαστική και στο εμπόριο λόγω της στρατηγικής της θέσης, η πόλη στις παρυφές του όρους Πουρσούκ ήταν γεμάτη εργαστήρια και τεχνίτες ειδικά κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, όταν παρήκμασε η παραγωγή των περίφημων Ιζνίκ στην ομώνυμη πόλη. Τα κεραμικά αυτά, πέραν της θαυμαστής καλλιτεχνικής ταυτότητας που τα διακρίνει, υπήρξαν μάρτυρες της ιστορίας μέσα απ’ τα θέματα που απεικόνιζαν, γεγονός στο οποίο εστίασε κατά την έρευνά του ο επιμελητής της έκθεσης Ντίνος Κόγιας, ο οποίος θα πραγματοποιήσει ξενάγηση για το κοινό το Σάββατο 15 Ιανουαρίου στις 11.30 π.μ. (απαραίτητη η ηλεκτρονική αγορά εισιτηρίου).
"Η έρευνα εστιάζει στην μικροϊστορία, στις αφανείς πτυχές των μεγάλων γεγονότων", είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο "α" ο επιμελητής. Το στοίχημα ήταν το να εντοπιστούν κεραμικά αντικείμενα που θα λειτουργούσαν ως οδηγός ανάγνωσης του παρελθόντος και δη της εποχής που η πόλη τελούσε υπό ελληνική κατοχή (δηλ. το διάστημα 1921-1922).
Ανατρέχοντας σε όλες τις γνωστές ελληνικές και ξενόγλωσσες ιστορικές πηγές σχετικά με την οθωμανική κεραμική και ιδιαίτερα της Κιουτάχειας, σε βιβλία αλλά και σημαντικά αρχεία, προσωπικά ημερολόγια στρατιωτών, εμπορικούς οδηγούς και φυσικά στο διαδίκτυο, ο επιμελητής Ντίνος Κόγιας ξεδιάλεξε εξαιρετικά δείγματα κεραμικής που προέρχονται τόσο απ’ την Κιουτάχεια όσο κι από εργαστήρια άλλων περιοχών, όπου δούλεψαν κιουταχειώτες τεχνίτες, ενώ το σύνολο της έρευνάς του αποτυπώνεται στην έκδοση "Ενθύμιον Κιουτάχειας. Αποτυπώσεις της ιστορίας στην κεραμική της".
Πυρήνας της έκθεσης είναι τα "ελληνικά" ενθύμια της Κιουτάχειας, δηλαδή τα κεραμικά με τις ελληνικές επιγραφές που κατασκευάστηκαν στη βραχύβια περίοδο (δεκαπέντε μηνών) της ελληνικής κατοχής της πόλης. "Η ιδιαιτερότητα των αναμνηστικών κεραμικών με τις ελληνικές επιγραφές είναι ότι παράγουν διαρκώς νέες αφηγήσεις και ταυτόχρονα λειτουργούν ως οδηγός πρόσβασης στο παρελθόν, ξαναδίνοντας ανθρώπινο πρόσωπο στην ιστορία", είχε αναφέρει ο επιμελητής.
Σε αυτά πρωταγωνιστεί η φράση "Ενθύμιον Κιουτάχειας", ενώ σε μερικά εξ αυτών δεν υπάρχουν μόνο τα γεωμετρικά μοτίβα, τα πλουμιστά άνθη κι ο υπόλοιπος διάκοσμος της εποχής, αλλά κι η επιθυμία να δηλωθεί μέσω της λαϊκής τέχνης η ειρηνική υποδοχή του ελληνικού στρατού από τους κιουταχειώτες.
Επόμενες προγραμματισμένες ξεναγήσεις: Τετάρτη 06/02, 11.30 π.μ., Σάββατο 19/02, 11.30 π.μ., Κυριακή, 13/03, 11.30 π.μ., Κυριακή 20/03, 11.30 π.μ.