«Δεν θέλω να είμαι αιχμάλωτος καμίας αισθητικής, μια από τις πιο σημαντικές αρχές για εμένα είναι η μεγάλη ελευθερία», είναι μία από τις κουβέντες που έχει εκφράσει δημόσια ο Bertrand Lavier, ο Παρισινός καλλιτέχνης που αρνούμενος να βάλει την τέχνη του σε κουτάκια κέρδισε μια θέση στους πιο εφευρετικούς και επιδραστικούς καλλιτέχνες της γενιάς του: με τα χοντρομπογιατισμένα ψυγεία, τραπέζια και λοιπά καθημερινά αντικείμενα που έβαφε αμφισβήτησε την απόσταση ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, σωματοποίησε το φικτιόν φτιάχνοντας έργα που απεικονίζονταν σε ένα στριπάκι της Disney, παρουσίασε τρακαρισμένα αμάξια ως «ready-destroy» (αντί για ready-made) γλυπτά και έφτιαξε πολλές νέον συνθέσεις που μαγνητίζουν το βλέμμα.
Δίνοντας το εικαστικό «παρών» από τη δεκαετία του ’70, ανάμεσα στις αναρίθμητες εκθέσεις που αναγράφουν το όνομά του συμπεριλαμβάνεται αναδρομική στο Κέντρο Πόμπιντου, παρουσίαση στο Musée d'art moderne de la Ville de Paris, συμμετοχές σε διάφορες Μπιενάλε ενώ εδώ και λίγες ημέρες πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στην Αθήνα, στη γκαλερί Bernier/Eliades. Για τον ίδιο, κάθε έκθεση δεν είναι απλώς παρουσίαση της δουλειάς του αλλά μια δημόσια δήλωση· πρόκειται για το πεδίο που υπάρχει ως εικαστικός, ο χώρος και το φορμά που σχηματίζει αλλά και αναπτύσσει τη δημιουργική του φύση.
Ο Bertrand Lavier δεν πέρασε από εικαστικές σπουδές. Σπούδασε κηπουρική στις Βερσαλλίες και η υβριδικότητα που χαρακτηρίζει όλη την καλλιτεχνική του ταυτότητα πηγάζει από εκεί. «Αν συνδυάσεις ένα πορτοκάλι με ένα μανταρίνι, παίρνεις ένα τάντζεριν· είναι πραγματικά ένα πενήντα-πενήντα μιξ των δύο φρούτων», είχε πει ο ίδιος παρομοιάζοντας τα έργα του με αυτό το εσπεριδοειδές-διασταύρωση. Μισός ζωγράφος και μισός γλύπτης, μισός υπέρ της αναπαράστασης και μισός υπέρ της αφαίρεσης, μισός pop-artist και μισός εννοιολογικός καλλιτέχνης, ο Bertrand βρίσκεται πάντα κάπου στη μέση, πέρα από τις συμβατικές κατηγορίες.
Αυτό που κρατάει στον πυρήνα του ο Bertrand σε κάθε φάση της καλλιτεχνικής του πορείας, σε όποιο έργο ή σειρά έργων έφτιανε, είναι η ανατροπή των κλισέ.
Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε από τη δεκαετία του ’80, όταν ξεκίνησε να εφαρμόζει την «τεχνική Van Gogh» όπως την αποκαλεί ο ίδιος: με μια χοντρή βούρτσα άρχισε να περνάει πηχτές στρώσεις ακρυλικής μπογιάς σε καθημερινά αντικείμενα. Φωτογραφικές κάμερες, τραπέζια, ψυγεία και μεγάλα πιάνα με ουρά (βλ. το διάσημο «Steinway and Sons» του 1987) ξαναβάφονταν στο χρώμα που είχαν εξαρχής και από τετριμμένα μετατρέπονταν σε έργα υψηλής αισθητικής. Η ρευστότητα της επίστρωσης τα έκανε να μοιάζουν εξιδανικευμένα, παραμυθένια και κάπως ονειρικά, ενώ στον πυρήνα τους παρέμεναν χοντροκομμένα αντικείμενα-παιδιά της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας που εισχωρούσαν στις γκαλερί ως εκθέματα – γεγονός που από μόνο του αποτελεί πολιτική δήλωση κατά την μεταπολεμική περίοδο, όπως είχε αποδείξει πρώτος ο Duchamp.
Η διαφορά με τον μεγάλο Γάλλο προκάτοχό του είναι πως ο Bertrand εξέθεσε αντικείμενα στα οποία εγγραφόταν εμφανώς ένα επιπλέον σχόλιο, μια εμφανής ερώτηση που ξεπερνούσε την ουδετερότητα του καπιταλιστικού προϊόντος. Στη «Giulietta», για παράδειγμα, ένα τρακαρισμένο, στραπατσαρισμένο Άλφα Ρομέο που ανέσυρε από μια μάντρα το 1993, εισήγαγε την έννοια του «ready-destroy», έδωσε δραματικότητα και εξέφρασε ανοιχτά την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντί του.
Άλλες δουλειές που είναι χαρακτηριστικές για τον Bertrand είναι τα έργα-συγκερασμός δύο ready-made αντικειμένων –με διασημότερο παράδειγμα τον καναπέ Boca Sofa (τον καναπέ-κόκκινα χείλια του Νταλί) που τον τοποθέτησε πάνω σε ένα λευκό ψυγείο–, οι παιχνιδιάρικες και υπαινικτικές νέον συνθέσεις καθώς και τα «Walt Disney Productions», μια σειρά που ξεκίνησε από ένα στριπάκι της Disney. Σε μια από τις ιστορίες του κόμικ, ο Μίκι και η Μίνι επισκέπτονται το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, στα καρέ της οποίας απεικονίζονται διάφορα αφαιρετικά έργα. Αν και περισσότερο φαν του Τεν Τεν, ο Bertrand, γοητευμένος από τη γραμμή τους, τα αναπαρήγαγε σε φυσικά μεγέθη, μετατρέποντας τη μυθοπλασία σε πραγματικότητα.
Αυτό που κρατάει στον πυρήνα του ο Bertrand σε κάθε φάση της καλλιτεχνικής του πορείας, σε όποιο έργο ή σειρά έργων έφτιανε, είναι η ανατροπή των κλισέ. Αναμειγνύοντας διαφορετικά στιλ και ρεύματα, υλικά και αντικείμενα, λεκτικούς κώδικες και αναγνωρίσιμα εικάσματα, επιχειρεί να δηλώσει στο θεατή πως αυτό που βλέπει μπορεί να μοιάζει οικείο αλλά δεν είναι. Η διεργασία που κάνει αυτόματα ο εγκέφαλος μόλις αντικρίζει μια εικόνα, προσπαθώντας να την κατατάξει σε συγκεκριμένες κατηγορίες σύμφωνα με τα εμπειρικά του δεδομένα, σε δεύτερο χρόνο ανατρέπεται. Σαν οπτικές και λογικές παγίδες, τα έργα του αμφισβητούν την οπτική μας ρουτίνα.
Στην πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα, που πραγματοποιείται έως 21 Νοεμβρίου στη γκαλερί Bernier/Eliades, ο Bertrand Lavier παρουσιάζει μια σειρά από καινούργια γλυπτά και ζωγραφικά έργα, στα οποία περιλαμβάνονται αρκετές από τις αναγνωρίσιμες τεχνικές που αναφέρθηκαν, προσαρμοσμένες στα εγχώρια δεδομένα και την ελληνική γλώσσα.
Bernier/Eliades | Έως 21/11 | Τρ.-Παρ.: 10.30 π.μ.-6.30 μ.μ., Σάβ.: 12 μ.-4 μ.μ. | Είσοδος ελεύθερη