«Οι εικαστικοί δημιουργοί καλούνται ν’ αφουγκραστούν τους ήχους μιας ποίησης που με λέξεις-χρησμούς μεταφράζει τα μεγάλα και υψηλά αισθήματα, και να μεταφράσουν και αυτοί με τη σειρά τους τον ποιητικό λόγο σε εικόνες-παράθυρα ανοιγμένα στη ζωή», έγραφε πριν από μερικά χρόνια ο Γιάννης Ψυχοπαίδης. Το απόσπασμα είναι από το εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης που είχε κυκλοφορήσει πριν μερικά χρόνια με έργα πάνω στην «Οκτάνα» του Ανδρέα Εμπειρίκου.
«Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ήταν γεμάτο βιβλία, χωρίς ποτέ να προσπαθήσουν οι γονείς μου να επιβάλλουν αξίες ή να δείξουν με το δάχτυλο τι έχει σημασία και τι όχι», εξέφρασε ο ίδιος μόλις πήρε το μικρόφωνο στη συνέντευξη Τύπου της περασμένης Τετάρτης (9/10) για το αναδρομικό αφιέρωμα «Ποιητικά: Η ζωγραφική συναντάει την ποίηση» που εγκαινιάστηκε στο Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος». «Αυτό το σπίτι με βιβλιοθήκες έγινε η απαρχή μιας σχέσης που σταδιακά εξελίχθηκε και αποτέλεσε κομμάτι της ζωής μου και της ζωγραφικής μου τέχνης, φυσικά».
Πιο συστηματικά από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα, ο μεγάλος ζωγράφος και δάσκαλος Ψυχοπαίδης ασχολείται με τη σύνδεση ποίησης και ζωγραφικής. Όχι με έναν επιδερμικό, προβλεπόμενο τρόπο, όπως όριζε η μακρά παράδοση που ήθελε αυτές τις δύο «αδελφές τέχνες», αλλά με έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό και ευφάνταστο τρόπο. «Σαν δύο ποτάμια τα οποία τρέχουν παράλληλα και είναι καταδικασμένα να μην συναντηθούν ποτέ», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ίδιος, η ποίηση και η ζωγραφική παραμένουν αυθύπαρκτες τέχνες αλλά αντλούν υλικό από το ίδιο υπέδαφος: τις ευαισθησίες της ψυχής.
Το διάβασμα τροφοδοτούσε το έργο. Αμέτρητα πορτρέτα ποιητών, πίνακες που πάνω τους αναγράφονται στίχοι, σειρές-διάλογοι με ποιητικές συλλογές και έργα που επιχειρούν να αποδώσουν την εκάστοτε ποιητική ιδιοσυγκρασία στο χαρτί βρίσκονται στην πληθωρική και χαοτική παραγωγή του Γιάννη Ψυχοπαίδη, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα κρατώντας κεφάλαια για το μέλλον, όπως τον Τίτο Πατρίκιο. Δείγματα από όλα αυτά έχουμε δει αποσπασματικά σε εκθέσεις προηγούμενων χρόνων με αφορμή νέες εκδοτικές κυκλοφορίες ή ειδικά αφιερώματα σε χώρους τέχνης (βλ. τη σεφερική ενότητα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη το ’17 είτε η καβαφική του δουλειά παλιότερα στον Πολυχώρο Μεταίχμιο).
Τώρα, όλη αυτή η θεματική που διατρέχει την εικαστική πορεία του Ψυχοπαίδη συγκεντρώνεται για πρώτη φορά. Στον τέταρτο όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος, στον πλέον κατάλληλο χώρο δηλαδή για ένα τέτοιο κόνσεπτ, με τις ράχες των βιβλίων ορατές να βάζουν τους επισκέπτες στο κλίμα, περισσότερα από τριακόσια έργα –επιλεγμένα ως τα πιο ενδεικτικά από περίπου πεντακόσια που είχαν αρχικά προταθεί– παρουσιάζονται στο κοινό.
«Πρόκειται για μια πολυφωνική έκθεση, ασχέτως αν όλες τις φωνές τις κρατάει ένα χέρι, αυτό του Ψυχοπαίδη, μια και χωρίς όλους αυτούς τους ποιητές δεν θα υπήρχε έκθεση», σχολίασε ο Ντένης Ζαχαρόπουλος που υπογράφει το εισαγωγικό κείμενο του αφιερώματος «Ποιητικά». Ο ίδιος γνώρισε τον Ψυχοπαίδη τυχαία, το 1966, όταν βγαίνοντας από την έκθεση νταντά στο Ζάππειο, άγνωστοι ακόμη μεταξύ τους, έμειναν άφωνοι για αυτό που είχαν μόλις αντικρίσει, κοιτάχτηκαν και ξεκίνησαν να μιλούν, προχωρώντας μαζί προς το Βασιλικό Κήπο, όπου το επόμενο δίωρο τους βρήκε σε ένα παγκάκι να αναλύουν διάφορα περί τέχνης. Από τότε παρακολουθεί στενά τη δουλειά του.
Μόλις φτάσεις στο επίπεδο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, οι εκατοντάδες μικρού και μεσαίου μεγέθους πίνακες που βρίσκονται κρεμασμένοι στους τοίχους περιμετρικά ξεδιπλώνονται στο βλέμμα σου σαν ένα πολύχρωμο ποίημα που σε καλεί να το διαβάσεις στίχο-στίχο.
«Γενικότερα, τα περισσότερα πρόσωπα που βλέπουμε στα έργα του Ψυχοπαίδη είναι απρόσωπα, ασχέτως αν αναγνωρίζουμε πάρα πολλές πολιτικές ή κοινωνικές φιγούρες, ή απλώς μας τις θυμίζουν· υπάρχει αυτή η αμφισημία: θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας και ταυτόχρονα μοιάζουνε με κάποια αναγνωρίσιμη μορφή. Αυτές οι συναντήσεις μεταξύ γνωστών και αγνώστων είναι που χαρακτηρίζει την καθ’ αυτή δουλειά του Γιάννη Ψυχοπαίδη στο σύνολό της και στην έκθεση τώρα έχουν το ακριβώς αντίθετο. Όλοι αυτοί οι ποιητές, που είναι οι τελευταία ανορθολογικοί, του ξυπνούν τη νοσταλγία, του δίνουν τη δυνατότητα να διαισθάνεται ο δημιουργός ανθρώπους των οποίων έχουμε χάσει το πρόσωπό τους».
Μόλις φτάσεις στο επίπεδο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, οι εκατοντάδες μικρού και μεσαίου μεγέθους πίνακες που βρίσκονται κρεμασμένοι στους τοίχους περιμετρικά ξεδιπλώνονται στο βλέμμα σου σαν ένα πολύχρωμο ποίημα που σε καλεί να το διαβάσεις στίχο-στίχο. Εκπληκτικά έγχρωμα περιγράμματα αρχαιοελληνικών αγαλμάτων πάνω σε σελίδες της «Οδύσσειας» σε έκδοση του 1863, θλίψη και ηδονισμός γυμνών κορμιών πάνω σε χειρόγραφα από ποιήματα του Καβάφη, σουρεαλιστικά ποπ αρτ κολλάζ για τον Εμπειρίκο, μεθυστική «Μαρίνα των Βράχων» του Οδυσσέα Ελύτη μπροστά στο μπλε της θάλασσας, λιτά γκροτέσκα χαρακτικά για τον Παλαμά και τον Γιάννη Κοντό, «με το μηδέν με το άπειρο να συμφιλιώνεσαι» δίπλα στον ξαπλωμένο Καρυωτάκη, αφαιρετικά σχέδια με εσάνς Ισπανίας για τον Λόρκα, νοσταλγική ελληνικότητα για τον Ρίτσο, μακάβριος πόνος για τον Σαχτούρη.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το λεξιλόγιο του Ψυχοπαίδη. Χαρτιά από λογαριασμούς του ΟΤΕ, χαρτόνια, μιλιμετρέ, γραμματόσημα, φωτογραφίες, επιστολόχαρτα, πρωτόκολλα του κράτους, ντοσιέ, καρτ-ποστάλ, σελίδες εφημερίδων, ξεβρασμένα ξύλα, διαφημίσεις και γκραβούρες είναι μερικά από τα υλικά που αποκαλύπτονται μόλις ενδώσεις στο κάλεσμα των συνθέσεων και παρατηρήσεις σπιθαμή προς σπιθαμή τα έργα, ενώ οι γραμμές, τα χρώματα και το ύφος που χρησιμοποιεί αλλάζουν κάθε λίγο στην εκθεσιακή διαδρομή – από το λιτό της χαρακτικής που διδάχτηκε στην ΑΣΚΤ και τους πρώτους πειραματικούς εξπρεσιονισμούς μέχρι περισσότερο χειρονομιακά και αφαιρετικά βήματα.
«Αυτή τη σχέση ζωγραφικής και ποίησης προσπαθώ κάθε φορά να τη διαχειρίζομαι με έναν τρόπο ερασιτεχνικό και άδολο, με την έννοια ότι θέλω να κρατήσω την αθωότητα που διακρίνει έναν αναγνώστη όταν πλησιάζει ένα ποίημα», λέει ο ίδιος. Για να προσεγγίσει την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε ποιητή που αναφέρεται, ο Ψυχοπαίδης την πρακτική του παραλλάσει με αξιομνημόνευτη μαεστρία, τόσο που είναι αδύνατο να μην γοητευτείς σε κάποια από τις είκοσι δύο ενότητες που απαρτίζουν τη διαδρομή των «Ποιητικών».
Ωστόσο, το στήσιμο που επιλέχθηκε δεν προσθέτει κάτι στη δυναμική των έργων (επιμ.: Λίλη Πεζανού). Πέρα από μερικούς διασκορπισμένους κωδικούς QR με αφηγήσεις ποιημάτων από τους ηθοποιούς Αμαλία Μουτούση και Νίκο Κουρή, τα «Ποιητικά» εξαντλούνται στα καθ’ αυτά ζωγραφικά και χαρακτικά του Ψυχοπαίδη, χωρίς κάποια πρωτοτυπία ή τόλμη, χωρισμένα απλώς ανά ποιητή ή κάποια άλλη στερεοτυπική κατηγορία. Ο ποιητικός λόγος, που είναι φύσει φορτισμένος και θα μπορούσε να δώσει περισσότερη συναισθηματική ένταση στον επισκέπτη, απουσιάζει –πόσοι έχουν την τεχνολογική γνώση ή την προθυμία να σκανάρουν κωδικούς;–, ενώ οι τρόποι να είχε σταθερή παρουσία, ηχητική ή οπτική, οικοδομώντας μια περισσότερο αισθητηριακή εμπειρία, είναι πολλοί.
Το παράλληλο πρόγραμμα της έκθεσης, από την άλλη, έχει ξανά δυναμική παρουσία, όπως και στην προηγούμενη μεγάλη έκθεση που είχε φιλοξενήσει το Κέντρο Πολιτισμού με έργα του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Μέχρι τις 12 Ιανουαρίου του επόμενου έτους, όταν και ολοκληρώνεται το αφιέρωμα «Ποιητικά: Η ζωγραφική συναντάει την ποίηση», παιδικά εργαστήρια γλυπτικής, σχεδίου και χαρακτικής, παιχνίδια με χρώματα και αρώματα, υλικά και τεχνικές, ξεναγήσεις και σειρά διαλέξεων για μείζονες Έλληνες ποιητές βρίσκονται στο πρόγραμμα.'
«Ποιητικά: Η ζωγραφική συναντάει την ποίηση» | ΚΠΙΣΝ (ΕΒΕ, 4ος όροφος) | Έως 12/1 | Δευτ.-Κυρ.: 8.30 π.μ.-10 μ.μ. | Είσοδος ελεύθερη