Ο Φίλιπ Ροθ, ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα ο οποίος πέθανε σε ηλικία 85 ετών, δεν ήταν ακριβώς υπέρ της προσπάθειας εντοπισμού αυτοβιογραφικών στοιχείων στο συγγραφικό του έργο, της ιδέας ότι η μυθοπλασία είναι απλώς ένα πέπλο πίσω από το οποίο κρύβεται γυμνή η «αλήθεια» του συγγραφέα. Κάτι τέτοιο, είχε πει με κάπως αινιγματικό τρόπο σε μια από τις σχετικά πρόσφατες συνεντεύξεις του, «ακυρώνει την υπόσταση της αφήγησης και μειώνει ακριβώς την τέχνη που κάνει τους αναγνώστες να πιστεύουν ότι το έργο δεν μπορεί παρά να είναι αυτοβιογραφικό».
Ο Ροθ μας προτρέπει εμμέσως να δούμε τους κεντρικούς χαρακτήρες του ως alter ego ενός εαυτού που πραγματεύεται τις περιδινήσεις του συγγραφικού βίου, την ατομική ή συλλογική Αμερικανοεβραϊκή εμπειρία και τον αντισημιτισμό, τις σεξουαλικές φαντασιώσεις που συχνά αγγίζουν τα όρια της παροδικής παραφροσύνης.
Από την άλλη, θα μπορούσαμε εύλογα να θεωρήσουμε ότι ο ίδιος ο Ροθ μας προτρέπει εμμέσως να δούμε τους κεντρικούς χαρακτήρες του, τουλάχιστον στα πιο γνωστά έργα του, ως alter ego ενός εαυτού που πραγματεύεται τις περιδινήσεις του συγγραφικού βίου, την ατομική ή συλλογική Αμερικανοεβραϊκή εμπειρία και τον αντισημιτισμό, τις ωμές και ενοχικές ερωτικές και σεξουαλικές φαντασιώσεις που συχνά αγγίζουν τα όρια της παροδικής παραφροσύνης (για παράδειγμα, στο «Το Σύνδρομο Πόρτνοϊ», μτφ. Α. Κυριακίδης, εκδ. Πόλις, στο «Η Αντιζωή» μτφ. Χ. Ντόκου, εκδ. Πόλις, και στο «Ο Καθηγητής του Πόθου», μτφ. Ν. Παναγιωτόπουλος, εκδ. Πόλις). Δηλαδή, ως έργα για τη δίνη της ύπαρξης που προς στο τέλος της ζωής του ο ίδιος θα περιγράψει ως «αμφιταλαντευόμενη διττότητα μεταξύ ματαίωσης και ελευθερίας, έμπνευσης και αβεβαιότητας, αφθονίας και κενότητας». Σε άλλες φάσεις της ζωής του πάλι, ο Ροθ θα απομακρυνθεί από τη αιώρηση μεταξύ του αφανούς συγγραφέα και της αντανάκλασής του σε συγκεκριμένους ήρωες. «Το κοινό για το οποίο γράφω είμαι εγώ» είχε πει στον Robert McCrum του Observer, «είμαι τόσο απασχολημένος προσπαθώντας να βγάλω άκρη, που το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι τι θα σκεφτεί ο τάδε ή ο δείνα».
Ωστόσο, ο Ροθ, που είχε τιμηθεί με το Πούλιτζερ και το Μπούκερ καθώς και πάμπολλα βραβεία και διακρίσεις εντός και εκτός ΗΠΑ, κάθε άλλο παρά εγκλωβισμένος ήταν στους δαιδάλους της αυτοαναφορικότητας ή της καταγραφής της ιδιαιτερότητας του προσωπικού βιώματος. Αντίθετα, στα έργα του καταπιάνεται και με ζητήματα της πρόσφατης ιστορίας της χώρας του, με τις αναπότρεπτες και απρόβλεπτες συνέπειες της «φωτιάς της ιστορίας» και τον «καπνό που φτάνει σε κάθε σπίτι». Σε ένα δοκίμιο του, το «Writing American Fiction» (1960), γράφει ότι η πραγματικότητα, την «οποία ο συγγραφέας […] προσπαθεί να κατανοήσει, να περιγράψει και να καταστήσει πειστική», είναι «τρελή σε σημείο που ξεπερνά τη φαντασία του συγγραφέα», ζήτημα που θα τον απασχολήσει, ως σύγκρουση μεταξύ εξιδανίκευσης και πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και στο «Αμερικανικό Ειδύλλιο» (μτφ. Τ. Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις).
Με το συγγραφικό του έργο να ξεπερνάει τα 30 βιβλία, ο Ροθ θα αποσυρθεί από το γράψιμο το 2012 καθώς διανύει μια περίοδο που στους New York Times περγράφει ως «σταδιακή βύθιση μέρα με τη μέρα στην τρομερή κοιλάδα της σκιάς» - χωρίς αυτό να τον εμποδίζει από το να ξυπνάει κάθε πρωί χαμογελώντας με την σκέψη «έβγαλα ακόμα μια νύχτα». Στα τελευταία του έργα, «Καθένας» (μτφ. Α. Κυριακίδης, εκδ. Πόλις), στο τελευταίο βιβλίο της σειράς του περίφημου ήρωα Νέιθαν Ζούκερμαν, «Φεύγει το Φάντασμα» (μτφ. Κ. Σχινά, εκδ. Πόλις) και το «Νέμεσις» (μτφ. Κ. Σχινά, εκδ. Πόλις), πραγματεύεται τη θνητότητα, τον φόβο του θανάτου, τις τύψεις, τον Θεό, το σώμα που τελικά θα προδώσει μια ψυχή που παραμένει ακαταλάγιαστη. Στην ίδια συνέντευξη στους Times είχε αποκλείσει κάθε πιθανότητα επιστροφής: «Κάθε ταλέντο έχει τους όρους του – τη φύση του, το εύρος του, την ενέργειά του, αλλά και τη θητεία του, τη χρονική του περίοδο, τη διάρκεια ζωής του. Δεν μπορούν όλοι να είναι για πάντα παραγωγικοί».
Πολλά από τα έργα του Φίλιπ Ροθ κυκλοφορούν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, Χατζηνικολή, και Γράμματα.