Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€25 - €35
Τα είκοσι χρόνια συμπλήρωσε πέρσι το δημοφιλές ρεστοράν του Κουκακίου και αυτό, σε μια Αθήνα που τείνει να ξεχνάει τα παιδιά της, δεν είναι αυτονόητο ούτε και εύκολο. Στο πέρασμα όλων αυτών των χρόνων έχω ανέβει αρκετές φορές τη σκάλα που οδηγεί στον όροφο του νεοκλασικού που το στεγάζει και έχω καταλήξει πως μου ταιριάζει πολύ περισσότερο ο μπροστινός του χώρος. Ειδικά τα κυριακάτικα μεσημέρια, που το ηλιακό φως εισβάλλει απρόσκοπτα από τις μεγάλες τζαμαρίες, μου δημιουργεί την αίσθηση ότι τρώω σε φιλικό σπίτι, παρά σε εστιατόριο - κι ας είναι σταθερά δύσκολη υπόθεση η ανεύρεση τραπεζιού, μια και το "ΜάνηΜάνη" τιμούν τόσο οι Αθηναίοι όσο και οι ξένοι επισκέπτες της πόλης.
Η προ τριετίας περίπου μεγάλη ανακαίνιση του εστιατορίου κάνει αυτήν την αίσθηση ακόμα πιο βαθιά, καθώς έβαψε τους τοίχους σε ζεστό τσαγαλί χρώμα, έβαλε στις εσοχές τους μεγάλα κολονάτα κηροπήγια, κρέμασε σιδερένια φωτιστικά που φέγγουν γλυκά και έπλεξε ανάμεσά τους όμορφους πίνακες με φωτογραφικά ενσταντανέ από το αρχετυπικό μανιάτικο τοπίο. Στην καρδιά του χώρου δεσπόζει η "τραπεζαρία" με το μεγάλο τραπέζι που περιστοιχίζεται από αναπαυτικές, πολυθρονέ καρέκλες. Πιστεύω πως με αυτές θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν και εκείνες των υπόλοιπων τραπεζιών, που παραμένουν οι παλιές, σε στιλ προσεγμένου καφενείου, αλλά πλέον κοντράρουν τον υπόλοιπο χώρο ο οποίος έχει γίνει πιο αμπιγιέ.
Είναι ένα ήρεμο, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι βρήκα να παρκάρω χωρίς καμία προσπάθεια, βράδυ καθημερινής, στα τραπέζια οι παρέες λιγοστές και στα αυτιά μου φτάνουν γλυκά σαξόφωνα από τα jazzy tunes που ακούγονται στα ηχεία. Ανοίγοντας τον κατάλογο έρχομαι αντιμέτωπος με τον νέο αέρα που έχει φυσήξει εδώ και λίγο καιρό στο εστιατόριο, καθώς ο Ανέστης Ποιμενίδης έχει πλέον παραλάβει τα ηνία της γεύσης από τον σεφ μέχρι πρότινος αλλά και συνδημιουργό του "ΜάνηΜάνη", Αλέξανδρο Φουρούλη. Από τα παλιά, χαρακτηριστικά πιάτα του προκατόχου του, αναγνωρίζω μονάχα τη μανιάτικη μακαρονάδα τσουχτή και την πορτοκαλόπιτα, όμως καθώς δοκιμάζω τα καινούργια συνειδητοποιώ πως ο νέος σεφ, που προέρχεται από την ομάδα των στενών συνεργατών του βραβευμένου Αλέξανδρου Χαραλαμπόπουλου, έχει επιλέξει να μείνει πιστός στη γνώριμη πλεύση του εστιατορίου.
Αυτή δηλαδή που σε πηγαίνει προς μια comfort κουζίνα με μανιάτικες και ευρύτερα ελληνικές αναφορές, που ψάχνεται ως προς τα υλικά της, και που επιτρέπει στον εαυτό της εδώ κι εκεί ορισμένες δημιουργικές τσαχπινιές χωρίς όμως να λοξοδρομεί από την κύρια αρτηρία της οικειότητας και της απλότητας. Μπροστά μου έχω σαν αντιπροσωπευτική στιγμή της, την τραβηχτή πίτα Μάνης με ελληνικό τυρί μπρι από την Εύβοια, σφέλα και λεπτοκομμένες φέτες αχλαδιού που πάνω της πέφτει καλό μέλι από τη Λακωνία. Το ζυμάρι σκέτος αφρός, το παιχνίδι με τις υφές και τις εντάσεις εύστροφο και ιδού ένα ενδιαφέρον πιάτο που στέκεται και σαν επιδόρπιο για όσους δεν θέλουν τα γλυκά τους να είναι πολύ γλυκά.
Το πηλιορείτικο σπετσοφάι με ψιλοκομμένο μανιάτικο λουκάνικο, κρέμα γραβιέρας και τραγανό κρεμμύδι κινείται στην ίδια λογική αποδίδοντας τη γεύση του κλασικού πιάτου σε μια εκλεπτυσμένη εκδοχή, με ωραία καψίματα από μπούκοβο να εκδηλώνονται κατά κύματα. Ο σεφ προτείνει επίσης ένα αλλιώτικο σαγανάκι-πύργος, που έχει ήπιο μαστιχωτό τυρί για βάση του, γλυκό, αφρατεμένο τσάτνει ντομάτας να ενισχύει τη γεύση από πάνω του κι έναν αρωματικό αφρό ρίγανης και μαστίχας στην κορυφή, χτίζοντας εντέλει ένα ενδιαφέρον σύνολο. Εκεί που το οικοδόμημα γκρεμίζεται είναι στην απόπειρα της σύζευξης του καγιανά με την κρέμα από μπουγιουρντί, γιατί η μία γεύση εξουδετερώνει την άλλη και το πιάτο χρειάζεται επειγόντως αναθεώρηση.
Επικροτώ, αντιθέτως, το κουσκουσάκι Λήμνου με γαρίδες, μύδια, αχιβάδες, καλαμάρι και ψιλοκομμένο αλλαντικό τσορίθο για το ωραίο του χύλωμα και τη νοστιμιά των θαλασσινών που φτάνει βαθιά μέσα του. Το αλλαντικό, που αναγράφεται μάλιστα πρώτο πρώτο στην εκφώνηση του πιάτου, δεν φαίνεται τελικά τόσο στο σύνολο, στα σημεία όμως που το πετυχαίνω η γεύση δυναμιτίζεται και ανεβαίνει επίπεδο. Πίσω στη στεριά, το πολύ καλό ορτύκι, με το μπούτι του κονφί και το στήθος σοτέ, βαδίζει στα χνάρια μιας γήινης comfort νοστιμιάς καθώς συνοδεύεται από σιτάρι μαγειρεμένο σαν ριζότο με ένα ωραίο μιξ άγριων μανιταριών. Η σάλτσα του κρέατος που έχει από κάτω, μολονότι νόστιμη, θυσιάζει ελαφρώς το χύλωμα του σιταρότου που εμφανίζεται πιο υδαρές από το ιδανικό.
Το γλυκό φινάλε έχει διαχρονικά στην καρδιά του μια από τις ωραιότερες πορτοκαλόπιτες της πόλης, ενισχυμένη με έξτρα δόσεις πορτοκαλιού σε κρέμα και ζελέ, συμπαθητική σοκολάτα με namelaka φουντουκιού και φρούτα του δάσους, αλλά και γαλατόπιτα ή γαλόπιτα όπως τη λένε και τη φτιάχνουν στην Πελοπόννησο, με την κρέμα της δηλαδή αφράτη και στακάτη, και την σάρκα αρπαγμένη τόσο όσο. Το παγωτό κανέλα που τη συνοδεύει καλοδεχούμενο αλλά όχι απαραίτητο. Υπογραμμίζω το πάντα ευγενικό και μελετημένο σέρβις από την ίδια ομάδα σταθερά στο πόστο της, γιατί σε μια Αθήνα που ψάχνει εξειδικευμένο προσωπικό με το τουφέκι, έχει κι αυτό τη σημασία του.
Η επίσκεψη του κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 14/11.
ΜΑΝΗΜΑΝΗ Φαλήρου 10 & Δημητρακοπούλου, Κουκάκι, 2109218180. Ωράριο λειτουργίας: Καθημ., μεσημ.-βρ. Τιμή: € 25-35 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ). Πρόσβαση ΑμεΑ: Όχι. Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους.