Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€65 - €80
Είχα καιρό να πάω σ’ αυτό το στιλάτο steakhouse του Κολωνακίου, που με το άνοιγμά του στο τέλος του 2021 έκανε μεγάλη αίσθηση. Και, με το που μπήκα ξανά, με χτύπησε η αύρα ενός μέρους όπου ο κόσμος καλοπερνάει, με μια πολύ αισθαντική τζαζ να χαϊδεύει τ’ αφτιά. "Stormy Weather" από την Etta James, "Speak Low" με Billie Holiday, "Cantaloupe Island" του Herbie Hancock είναι μερικά μόνο από τα εμβληματικά κομμάτια που κατά καιρούς συνθέτουν το soundtrack αυτού του πολύ ξεχωριστού ρεστοράν, που το έχω περιγράψει ως glam punk men’s club και θα εξηγήσω σε λίγο γιατί. Είναι αλήθεια ότι, στην αρχή της βραδιάς, η φασαρία που έκανε μια πολύ μεγάλη αντροπαρέα δημιουργούσε παράσιτα στην ατμοσφαιρικότητα∙ γι’ αυτό, μόλις έφυγαν, μπήκαν μ’ έναν μαγικό τρόπο τζαμάροντας στο soundtrack οι ήχοι των μαχαιροπίρουνων που χορεύουν στα πιάτα και οι συζητήσεις από τις παρέες. Είναι πολύ ιδιαίτερο και πολύ επιτυχημένο το look του "Brutus", διότι εκτός από τη λονδρέζικη αιρετική του πόζα, από τα χρυσά scratch στα λευκά πλακάκια των τοίχων, τις χρυσές πλάτες στις κλασικές κατά τα άλλα καρέκλες και τα κρανία με ημίψηλο, κορόνα ή χωρίς, σαν rocking skeletons and skulls, ζωγραφισμένα στα εντελώς ιδιοσυγκρασιακά του πιάτα, έχει ραμμένη στην ούγια του την οικειότητα ενός παριζιάνικου bistrot και τα vibes ενός νεοϋορκέζικου power room. Το σοφό ημίφως με αρκετό spotlight όμως στα τραπέζια για να βλέπεις τι τρως και να μην είναι μουντά τα πρόσωπα του κόσμου, δημιουργεί μαζί με το σκοτεινό/ φωτεινό ταβάνι μια αίσθηση υποβλητικά dark. Η ανοιχτή κουζίνα στο βάθος της μακρόστενης σάλας είναι ακόμη μία σκηνή που με την εμφανή της δράση δίνει στο εστιατόριο επιπλέον ζωντάνια. Το μόνο στοιχείο που κλοτσάει είναι ο φωτισμένος κόκκινος, εσωτερικός κήπος και τα σατέν κουρτινάκια στο τζαμωτό του, ειδικά δίπλα στις βελούδινες κουρτίνες της πλάτης του μαγαζιού που εκπέμπουν κύρος, θεατρικότητα και ταιριάζουν στο σκηνικό.
Μέσα στα δυόμισι χρόνια λειτουργίας του, το "Brutus Tavern" φαίνεται να ξεπέρασε τις παιδικές του ασθένειες και η κουζίνα του στέκεται στα πόδια της με μεγαλύτερη στιβαρότητα και πειθώ. Το άκουγα από φίλους που είχαν πάει προσφάτως και το διαπίστωσα και εγώ. Το εστιατόριο παραμένει ακραιφνώς κρεατοφαγικό, αλλά εκτός από τις ψαγμένες ράτσες και κοπές, ο σεφ που το επιμελείται εκ του σύνεγγυς, ο Μιχάλης Νουρλόγλου, έχει προσθέσει σπεσιαλιτέ με εξευγενισμένο γαλλικό αέρα. Το νιώθεις με το "καλημέρα", καθώς το πολύ καλό, αφράτο προζυμένιο ψωμί έρχεται μ’ ένα ωραιότατο εθιστικό βούτυρο με βαθιά μυρωδάτη γεύση από καραμελωμένα κρεμμύδια, πασπαλισμένο με ανθό αλατιού. Τη σκυτάλη παίρνει με άνεση το Bone, με τη φινετσάτη βελούδινη sui generis crème brûlée του από μεδούλι και φουαγκρά και καραμελωμένη κρούστα. Τη λέξη "κρούστα", όμως, την έχει εδώ κατοχυρωμένη το Crust, η viral κρεατόπιτα του εστιατορίου που αρχικά είχε κεντημένο ένα "Β" μόνο στην τραγανή κρούστα της· τώρα γράφει ένα αυτάρεσκα σόσιαλ-μιντιακό "B No posts on Instagram", σαν tattoo στην επιφάνειά της, ενώ τα ψήγματα από φύλλο χρυσού είναι απόντα. Το πιο ουσιαστικό, όμως, είναι ότι η βοδινή ουρά της είναι τρυφερή και με γεύση βαθιά και πιπεράτη και η πλούσια μπεσαμέλ της συντονίζεται με δυνατή γεύση τυριού comté.
Η προηγούμενη φάση των ελαφρώς ξενέρωτων γεύσεων είναι παρελθόν και αυτό καταγράφεται σαφώς στην άλλη εμβληματική σπεσιαλιτέ του "Brutus", το Besparmak. Σ’ αυτό το εκσυγχρονισμένο φαγητό της Κεντρικής Ασίας τα σιγομαγειρεμένα μάγουλα έχουν απολαυστική comfort νοστιμάδα, οι homemade malfadine του δίνουν al dente ζωηράδα μαζί με τις πίκλες κρεμμυδιού και η καλή ολαντέζ αγκαλιάζει το σύνολο με τη δέουσα τρυφερότητα. Τα slider, τα μικρά burgers, είναι όπως τα θυμάμαι, μια ευγενώς "dirty" λιχουδιά με την οποία κολλάς. Τελειώνοντας, λοιπόν, με τα πρώτα και έχοντας δοκιμάσει παλιότερα τις πολύ ωραίες κοπές του αμερικάνικου Greater Omaha, στράφηκα σε κάποια κρέατα που εισάγει το "Brutus". Το ουγγρικό χοιρινό Mangalica είναι σπάνιο και η φήμη του οφείλεται στο λίπος με το οποίο η φύση το προικίζει πλουσιοπάροχα, δίνοντάς του τον τίτλο "χοιρινό Wagyu". Η μπριζόλα του είναι φουλ της νοστιμιάς και της τρυφεράδας, ενισχυμένη από μια σάλτσα χοιρινού ζωμού που μοσχοβολάει μαντζουράνα. Το εξωτερικό διάφραγμα από σπανιόλικη Rubia Gallega είχε εκτόπισμα, αλλά ήθελε κι άλλο σίτεμα για να λάμψει. Αντιθέτως, το striploin της ισπανικής επίσης ράτσας Charra ήρθε άψογα σιτεμένο, ζουμερό και γευστικότατο, κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Επισημαίνω ότι οι τηγανητές πατάτες δεν ήταν ξεχωριστές και χρειάζονται βελτίωση, ενώ η μπεαρνέζ με καμένο βούτυρο φυσάει.
Από την αρχή τα επιδόρπια ήταν ιδιαιτέρως καλά εδώ, και η παράδοση συνεχίζεται. Μπορεί να μην υπάρχει πλέον το ωραίο βάσκικο lemon cheesecake, αλλά η άγλυκη κρέμα καραμελέ με καφέ, η τάρτα σοκολάτας γάλακτος με passion fruit και παγωτό κανέλα και το βελούδινο παρφέ φιστικιού Αιγίνης με βύσσινο είναι καλοφτιαγμένα, ενώ μόνο το αχλάδι που συνοδεύει το τελευταίο ήρθε σκληρό. Το είχα επισημάνει και όταν άνοιξε το εστιατόριο, ότι εδώ είναι ιδανικό μέρος για να αρχίσεις το γεύμα σου μ’ ένα κλασικό κοκτέιλ, όπως ένα Dry Martini ή ένα Negroni, δυστυχώς όμως δεν υπάρχει κανείς να σ’ το φτιάξει. Ο σομελιέ Γιώργος Δέδες πάντως κάνει πολύ καλή δουλειά στον τομέα του κρασιού.
Η επίσκεψη του κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 19/2.
BRUTUS TAVERN Λεβέντη 3, Κολωνάκι, 2107240453. Ωράριο λειτουργίας: Kαθημ. 7 μ.μ.-12 μεσάν. Τιμή: € 65-80 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ). Πρόσβαση ΑμεΑ: Όχι. Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους.