Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€30 - €45
Το κοντράστ ανάμεσα στην γκράντε αρχοντιά της εισόδου του "Παρνασσού" και στο μoβ νέον που βάφει το "τούνελ" ακριβώς δίπλα του είναι μεγάλο. Η καλλιέπεια του 19ου αιώνα στέκεται δίπλα σε μια έντονη εικόνα της εποχής μας, που οδηγεί σ’ ένα χώρο εντελώς απρόσμενο. Για την ακρίβεια, σ’ ένα απρόσιτο, μέχρι πρότινος, αίθριο, όπου φάσεις της αρχιτεκτονικής ιστορίας της Αθήνας συναντιούνται μ’ έναν πολύ γλυκό τρόπο∙ εκεί δηλαδή όπου ο 19ος αιώνας κάνει παρέα με τον Μεσοπόλεμο και την πολυκατοικία του σήμερα.
Το αίθριο έχει αναπαλαιωθεί λιτά, στα χρώματα του μπεζ της άμμου και του λαδί, με λίγα φυτά να θυμίζουν γειτονιά της παλιάς Αθήνας και δύο βρομοκαρυδιές να έχουν ψηλώσει τόσο πολύ –για να βρουν το φως μάλλον– που μοιάζουν με λεπτόκορμους φοίνικες και παραμυθένια φλαμίνγκο. Στη δεξιά στεγασμένη πλευρά βρίσκεται το μπαρ· η μπάρα του από λευκό μάρμαρο έχει υφή άγριου χαρτιού, που σε κάνει να κολλάς έτσι κι ακουμπήσεις το χέρι πάνω της. Απέναντι, τραπεζάκια και μεταλλικές καρέκλες (οι μικρές είναι κάπως άβολες) ολοκληρώνουν ένα σκηνικό ήσυχο, παρεΐστικο, για κουβέντα και όχι έξαλλα vibes.
Δεν μέτρησα τα βήματά μου στο "τούνελ", αλλά το 34 του ονόματος λένε ότι είναι ο αριθμός τους για να καταλήξεις σ’ αυτή την κρυμμένη αυλή στην πλατεία Καρύτση. Ο πολύς κόσμος δεν ξέρει ακόμα αυτό το bar-restaurant, και το τιμούν λίγοι προς το παρόν για κουβεντούλα, τσιμπολόγημα και φαγητό. Παρ’ όλα αυτά, πέσαμε και σε μια μεγάλη πολυεθνική παρέα ξένων. Η μουσική είναι καλοδιαλεγμένη, κυρίως με latin και funk ακούσματα. Έχει τις προδιαγραφές για να γίνει στέκι αυτός ο χώρος, αλλά, για να κερδίσει το στοίχημα, πρέπει να αποκτήσει πιο ξεκάθαρη ταυτότητα το φαγητό του.
Ο Τάσος Δέμπης προτείνει τα πιάτα του καταλόγου που τα μαγειρεύει ο Γιάννης Πλατανιανάκης, σε μια λογική μοντέρνων γεύσεων στις οποίες ενσωματώνονται ελληνικά στοιχεία. Για παράδειγμα, το ψητό χταπόδι χάνει τη γευστική πρωτοκαθεδρία από τα ρεβίθια∙ εκεί όμως που θα περίμενες τη νοστιμιά μιας μελωμένης ρεβιθάδας, κεντημένη με το κύμινο και το πορτοκάλι της συνταγής, το miso που προτείνει ο σεφ μαζί με τα υπόλοιπα μυρωδικά μένει με τον μοντερνισμό του ξεκρέμαστο, διότι δεν πατάει στο umami ενός σωστά μαγειρεμένου οσπρίου. Στο fish & chips ο μπακαλιάρος είναι τραγανός αλλά άνοστος, και προτίμησα το μυρωδάτο τσαγανό της τηγανητής πατάτας. Αλλά και ο άλλος ψητός μπακαλιάρος με σάλτσα ξηρής μαγιάς και καλά καρότα τουρσί, παρότι καλύτερος, έρχεται στεγνός και με ατυχή γαρνιτούρα από παραμαγειρεμένα χόρτα. Ούτε τα ραβιόλια μού είπαν κάτι ιδιαίτερο, περίμενα πολύ περισσότερο γραμμένη γεύση από το συνδυασμό γκοργκοντζόλας και αρακά στη σάλτσα τους.
Τι ξεχώρισα; Το σωστά κομμένο ταρτάρ ψαριού, που είχε ορεκτική και νόστιμη γεύση με μαρμελάδα ντομάτας, κάππαρη και παπαρουνόσπορο, παρότι το "γάλα τίγρης" της περιγραφής ήταν αόρατο στο πιάτο. Μου άρεσε ακόμη το συμπαθητικό, μαμαδίστικο χεράκι αρνιού με πουρέ πατάτας αρωματισμένο με λουίζα, αλλά σκέφτηκα αμέσως ότι παρόμοιου στιλ εδέσματα τα έχω φάει αλλού μαγειρεμένα καταπληκτικά. Χρειάζεται λοιπόν να αποκτήσει περισσότερη ουσία η μαγειρική στο "34 Athens" για παίξει δυνατά στην αθηναϊκή σκηνή. Τα clarified κοκτέιλ του Άγγελου Ζεϊμπέκη είναι αέρινα, ενώ τα γλυκά είναι σε καλύτερο επίπεδο από την πλειοψηφία των φαγητών, με το αποδομημένο τιραμισού με ανθό αλατιού να ξεχωρίζει.
Η επίσκεψη του κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 6/6.
34 ATHENS Πλατεία Καρύτση 8, κέντρο, 2103227477. Ωράριο λειτουργίας: Κλειστά Δευτ. Τιμή: € 30-45 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ). Πρόσβαση ΑμεΑ: Όχι. Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους.