Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€20 - €50
Επειδή περνάω συχνά από την Αρχελάου, μου έκανε καλή εντύπωση ότι το "Lost" έχει μονίμως σχεδόν πάρτι, με πολύ κόσμο στα τραπέζια του αλλά και με κάποιους να μοιράζονται αργά το φινάλε ενός μπουκαλιού κρασιού, όρθιοι στη βεράντα του. Το μαγαζί μετά την ολική του ανακαίνιση έχει γίνει σαφώς πιο cosy. Δεν είναι πια οι ασοβάντιστες κολόνες με την οικειότητα ενός φθαρμένου μπλουτζίν που δίνουν τον τόνο, αλλά η εναλλαγή των χρωμάτων, όπως το πράσινο της ελιάς στα μεταλλικά στοιχεία και την εντυπωσιακή σκάλα που οδηγεί στον ημιώροφο, τα πολλά χαλιά πάνω στο βιομηχανικό δάπεδο που ζεσταίνουν την ατμόσφαιρα, ο χαμηλός φωτισμός, τα πολλά μεγάλα μοναστηριακά τραπέζια και κυρίως η μεγάλη κατάφωτη λευκή κουζίνα όπου μαγειρεύουν 6-7 γυναίκες και μόνο.
Δίνει άλλη αύρα στο "Lost", πιο οικεία σε σχέση με την ωραία, πιο ντιζαϊνάτη προηγούμενη περίοδο. Στο μαγαζί κυριαρχεί η νεολαία, με διαφορετικές παρέες να μοιράζονται το ίδιο μοναστηριακό τραπέζι, κάτι που δεν βλέπεις συχνά· εκπέμπουν ωραία ενέργεια με ροκ ως επί το πλείστον υπόκρουση. Εκτός από τα τραπέζια, μπορείς να φας και να πιεις στο νέο μπαρ και στα ψηλοκάβαλα σταντ. Εκείνο που έχει αλλάξει πιο ριζικά είναι το πατάρι, όπου στην άπλα του αβανταδόρικα ψηλοτάβανου χώρου απολαμβάνεις την πιο ήσυχη και φωτεινή πλευρά του μαγαζιού, με τα χαλιά απλωμένα να γράφουν εδώ σαν γοητευτικό κρεσέντο χρώματος. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, οι γιγάντιες φωτογραφίες ελληνικών τοπίων βοηθούν στο να αποκτήσουν έκφραση και μέτρο οι διαστάσεις του χώρου.
Ο Βασίλης Στεφανάκης και η σεφ Ελένη Σαράντη έχουν φανταστεί τη νέα εκδοχή του "Lost" σαν κυριακάτικο τραπέζι και ομολογώ ότι η αλλαγή του ντεκόρ εκφράζει αυτή την κατεύθυνση με σύγχρονο τρόπο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την κουζίνα. Είναι αληθινό κυριακάτικο καλωσόρισμα η πιατέλα με τις ορεκτικές αλοιφές στα μπολάκια και μαζί τους μια αφράτη κυψελωτή φοκάτσια με αρκετό λάδι· ξεχωρίζω ιδιαιτέρως μια πικάντικη τυροκαυτερή με χαρίσα, δυναμικό ταραμά με λεμόνι κονφί και homemade πίκλες, οι οποίες είναι αιχμηρές και με γλύκα. Άλλοτε τα πιάτα έχουν μια δωρική λιτότητα, στηριγμένη εμφατικά στην ποιότητα των πρώτων υλών, όπως η γευστικότατη ντομάτα ποικιλίας μπελαντόνα, σερβιρισμένη με ξινή κόντρα από τσαλαφούτι και ανθότυρο Ναυπάκτου, με λάδι βασιλικού να σκορπάει γενναιόδωρα το άρωμά του. Άλλοτε πάλι επικρατεί πληθωρισμός και η αφαίρεση μοιάζει ενδεδειγμένη κίνηση· είναι τόσο μεζεκλίδικα επαρκές το μαριναρισμένο σαρδελάκι από μόνο του πάνω σε αφράτη τραγανή λαδένια, που θα του αρκούσαν μόνο τα λευκά κρεμμύδια της συνοδείας του, διότι η ωραία γκρεμολάτα μυρωδικών τελικά το παραφορτώνει. Μου άρεσε η παραλλαγή της Αθηναϊκής όπου η ελαφρά καπνιστή τσιπούρα με το ωραίο δάγκωμα, ανακατεμένη με μαγιονέζα, κάθεται πάνω σε ψητή μελωμένη πατάτα με αντίστιξη από πιπεράτα φύλλα εξαιρετικής ρόκας μικρού παραγωγού και δεν θα έλεγα όχι στην προσθήκη λίγης κάππαρης σ’ αυτή την αφαιρετική εκδοχή.
Ακόμη περισσότερο, όμως, μου άρεσαν δύο comfort σπεσιαλιτέ για τη βαθιά καθησυχαστική τους γεύση: ένας λαχανοντολμάς με λάχανο savoy, γεμιστός με την ένταση από σιγομαγειρεμένο χοιρινό κότσι και πανσέτα, που με την προσθήκη μπόλιας και ωραίου αβγολέμονου τείνω να τον αποκαλέσω τσιγερολαχανοντολμά, και μια κρεμώδης μοσχαρόσουπα μπλανκέτ με ντελικάτη γεύση, τρυφερό κρέας, καρότα που κρατάνε ευχάριστα και μανιτάρια. Γλυκοφάγωτο το κουσκουσάκι με κολοκύθα, αλλά χρειάζεται περισσότερη κόντρα από μπέικον Δράμας για να γίνει πιο ερεθιστικό. Δύο διαφορετικά ζυμάρια νομίζω πως θέλουν βελτίωση. Από τη μια, τα μανιάτικα σαΐτια που το φύλλο τους χρειάζεται περισσότερη χάρη –είναι πολύ στεγνά– για να κολακευτεί η μυρωδάτη γέμισή τους από χόρτα και από την άλλη το σκληρό φύλλο ραβιολιών μαντί, με σάλτσα γεμάτη έντονα ανατολίτικα μπαχαρικά. Κορυφαίο πιάτο ένας ψητός μπακαλιάρος υγράλατος, πολύ σωστά ζουμερός, που σερβίρεται με μια λεμονάτη σάλτσα βουτύρου με κάππαρη και αρωματικά βότανα, αληθινή γουλιά και συχώριο. Το κυριακάτικο πνεύμα το εξέφρασε πολύ πληθωρικά κι ένα μοσχαράκι μπουργκινιόν με νεωτερισμό από κρέμα πολέντας μαζί με καπνιστή μελιτζάνα. Ζήλεψα ένα επιβλητικό σνίτσελ με καμένο βούτυρο που προσγειώθηκε σε διπλανό τραπέζι και το σημείωσα για την επόμενη επίσκεψη.
Τα γλυκά κινούν το ενδιαφέρον, αλλά χρειάζονται άμεσες διορθωτικές κινήσεις για να συντονιστούν με το επίπεδο του φαγητού. Πρέπει να αποκτήσει περισσότερη χάρη το σιρόπιασμα του μπαμπά για να δέσει με φυσικότητα με λευκή σοκολάτα, κάρδαμο και τόνκα. Είναι πολύ έξυπνη ιδέα το μιλφέιγ με κρέπες, αλλά χρειάζεται περισσότερο τραγάνισμα-καραμέλωμα απ’ αυτό που υπάρχει για να νιώθεις παιχνίδισμα φύλλων και συναρπαστικό ερέθισμα. Επιπλέον ατού του "Lost Athens", το σέρβις με γνώση και αγάπη και οι πολύ γλυκές τιμές. Ενδιαφέρουσα η λίστα των φυσικών κρασιών και ήπιας γενικά οινοποίησης, όπως και τα κοκτέιλ. Υπ' όψιν ότι το μαγαζί ξεκινάει από το πρωί με καφέ και breakfast και συνεχίζει το μεσημέρι με επιλογή πιάτων του μενού. Πέντε με έξι το απόγευμα μην πάτε, τρώει σαν οικογένεια όλο το προσωπικό…
Η επίσκεψη του κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 13/2.
Τιμή: € 25-35 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ).
Πρόσβαση ΑμεΑ: Όχι.
Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους.