Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€25 - €30
Υπάρχουν χύμα και χύμα, ντιζαϊνάτα και ντιζαϊνάτα, άλλα σε κουράζουν ή σε κρυώνουν με την αποστασιοποιημένη ψυχρότητά τους, και άλλα είναι αληθινό περιβόλι, άναρχο, ναΐφ γοητευτικό bric-à-brac. Τα "Άργουρα" ανήκουν σαφώς στη δεύτερη κατηγορία και όλο αυτό το χάος με τα δεκάδες πράγματα, που σκεπάζουν τους τοίχους, γίνονται ντεκόρ σε νιπτήρες, στολίζουν ψυγεία και μπουφέδες, φωτίζεται από το buzz του κόσμου που το γεμίζει ασφυκτικά καθημερινά και από έναν πολύχρωμο κήπο ολάνθιστων λουλουδιών που κάνουν ιδιόρρυθμα χαριτωμένο αυτό το ούτως ή άλλως sui generis μαγαζί. Πιο απρόσμενα "Λαός και Κολωνάκι", ή και Πολιτεία αν θέλετε, δεν γίνεται, αν κρίνω από το crowd του σαββατόβραδου που το επισκέφτηκα. Μεγάλες και μικρότερες παρέες κάθονται στα πιο διαφορετικά τραπέζια και τις πιο ποικίλες καρέκλες: από ξυλόγλυπτες τραπεζαρίες του ’50 και του ’60 με τις ανάλογες καρέκλες, μέχρι ιδιοκατασκευές από "άγριο" ξύλο και πανσπερμία καθισμάτων ταβέρνας.
Στον μεν εξωτερικό "αίθριο" χώρο περικυκλώνεσαι από έναν φουλ του χρώματος "ανθώνα", ενώ στη μέσα σάλα από μύριους όσους πίνακες και καδραρισμένες φωτογραφίες, ναΐφ ζωγραφιές, αλλά και ένα έργο του Ν. Σταθόπουλου με ιδιόχειρη αφιέρωση στα "Άργουρα", γκλίτσες, καδραρισμένα σπάνια βινύλια 78 στροφών, καπέλα, μυθιστορήματα, μικροαγαλματίδια και πλείστα όσα άλλα μικροπράγματα. Έξω πιο ζεν, μέσα πιο γουσουρούμ χάος, αλλά μ’ εκείνη τη συναισθηματική φόρτιση μιας προσωπικής συλλογής ενθυμίων. Εγώ βολεύτηκα στο τελευταίο τραπέζι, στη γαλαρία όπως την αποκαλεί ο Νίκος Μιχαήλ, και δεν μετακινήθηκα όταν μου το πρότειναν επειδή άδειασε τραπέζι μπροστά, παρατηρώντας μερικές άλλες ξεχωριστές λεπτομέρειες που αργότερα θα τις έβρισκα στα πιάτα. Εννοώ μπόλικα βάζα με λογής λογής τουρσιά, με τα οποία η κουζίνα "κεντάει" τα πιάτα.
Λογικά πρέπει να ήμουν ο πρώτος που έγραψε πριν από 12 χρόνια για τα "Άργουρα", με τίτλο "Ένα διαμαντάκι στην Καλλιθέα", αλλά και σήμερα το βρίσκω σε μεγάλη φόρμα. Ο Μιχαήλ είναι από εκείνους τους αντισυμβατικούς εξερευνητές της γαστρονομίας που εξελίσσει τις θαλασσινές γεύσεις με out of the box τρόπους. Διότι πείτε μου πού αλλού μπορείς να απολαύσεις την τολμηρή και σέξι θαλασσινή μεταλλικότητα ωμών, παρακαλώ, μυδιών, συνδυασμένων με το φινετσάτο ιώδιο ωμών στρειδιών και τη γλύκα αχινού σ’ ένα γουλιά και συχώριο ελαφρύ λαδολέμονο με τα νερά των οστράκων και φύκια; Ή ακόμη, ανάμεσα στα τόσο δημοφιλή και διαδεδομένα ωμά, πόσο εύκολα μπορείς να βρεις μπακαλιάρο; Εδώ γεύεσαι την απίθανη, βουτυράτη και κρούστη σάρκα του, αληθινή αποκάλυψη στην ωμότητά της, συνοδεία μιας έξυπνης κρύας σκορδαλιάς. Έχεις καταλάβει ήδη ότι κάτι αλλιώτικο τρέχει εδώ, και θα σου πρότεινα να συνεχίσεις με ωμά, διότι ο αρχηγός της κουζίνας είναι μετρ του είδους.
Οι σαρδέλες, λόγου χάρη, έχουν εκφραστικότητα και γευστική καθαρότητα που θα τη ζήλευε sushi chef πρώτης γραμμής, και σερβίρονται πάνω σ’ ένα στρώμα λεμονάτης ελληνικότητας μαγειρεμένων σέσκουλων, πασπαλισμένες με τον χλωροφυλλέ εξωτισμό σπάνιων χιώτικων τσίκουδων. Δοκίμασα ακόμη φαγκρί μαριναρισμένο με μυρωδάτα εσπεριδοειδή, γοητευτική λίτσα με δροσιστικά τουρσιά και αρακά, και λαβράκι με αγριωπή νοστιμιά και λίγη ρίγανη. Καθώς παρήλαυναν οι μεζέδες από το τραπέζι, σκεφτόμουν την αντίστιξη ανάμεσα στο χύμα που λέγαμε και τα μοντέρνα πιατικά που έρχονταν στο τραπέζι· ακόμη και τσιμπίδα σου φέρνουν, προχώ αξεσουάρ τελευταία λέξη της μόδας.
Περνώντας στα ζεστά, μετά τη βελούδινη θαλπωρή της ψαρόσουπας του καλωσορίσματος σε εμαγιέ κύπελλο, ήρθαν δύο μεζέδες τεφαρίκια: καπνιστό χέλι του Γείτονα με σχαρισμένη βελούδινη μελιτζάνα με ρουστίκ πέλος και σπάνια συκωτάκια χελιού, απολαυστικά dirty σαν απίθανα θαλασσινά νεφράκια. Να 'μαστε, λοιπόν, γεμάτοι από μια αίσθηση γαστρονομικού μερακλαντάν που ίπταται πέρα από το κοινότοπο, πολύ περίεργοι για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η συνέχεια. Ήμασταν τυχεροί, καθώς υπήρχε εξαιρετικό κωνσταντινουπολίτικο καλκάνι που ήρθε ψημένο άψογα, πεντανόστιμο, ζουμερό, με απαλές τις ζελατίνες του και τραγανούτσικη την πέτσα του. Οι γκόγκλιες, το αρβανίτικο ζυμαρικό που δεν συχνάζει στα εστιατόρια, έχουν σαν ατού τη χειροποίητη πληθωρικότητά τους, αλλά η συνταγή με καραβίδες και ντοματένια σάλτσα δεν είχε το νακ που χειροκροτούσα μέχρι τώρα. Το κατάμαυρο γυαλιστερό ριζότο με μελάνι ήταν καλό και το ξύσμα του λεμονιού έδινε εύστοχη σπιρτάδα, έχασε όμως πολλούς πόντους διότι η σουπιά μέσα του ήταν παραμαγειρεμένη.
Για επιδόρπιο, η αλλιώτικη μπουγάτσα, μετεγγραφή κολοκυθόπιτας με σταφίδες σε μορφή μιλφέιγ με χοντρό τραγανό φύλλο και νοσταλγία από καραμέλες κανέλας MEZ, ήταν ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Φεύγοντας, χάζευα το δάσος των φυτών στη φάτσα του μαγαζιού και σκεφτόμουνα ότι δικαίως έχει εξελιχθεί σε cult στέκι εκλεκτικής ψαροφαγίας, ανοιχτό στην αρμονική συνύπαρξη όλων, μακριά από κάθε υποψία ποζάτου αποκλεισμού.
Η επίσκεψη του κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 16/4.
Ωράριο λειτουργίας: Κυρ. μόνο μεσημ.
Τιμή: € 25-28 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ).
Πρόσβαση ΑμεΑ: Όχι.
Παρκινγκ στους γύρω δρόμους.