Οταν είχα πρωτοπεράσει πριν ενάμιση και βάλε χρόνο έξω απ’ το μαγαζί, την προσοχή μού τράβηξε το μενού που διαιρούσε τα φαγητά, όχι σε ορεκτικά, κύρια και γλυκά, αλλά «με το χέρι», «με πιρούνι και κουτάλι», «με πιρούνι», «με πιρούνι και μαχαίρι», «με κουτάλι». Έξυπνο, σκέφτηκα. μου άρεσε και ο χώρος που τον μισοείδα απ’ την τζαμαρία, καθώς το «Lost Athens» ήταν κλειστό, και το έβαλα στα υπ’ όψιν. Μετά το opening, τα κάπως υπερβολικά είναι η αλήθεια εγκώμια που διάβασα μου εξήψαν την περιέργεια· στην πρώτη μου επίσκεψη, όμως, το φαγητό ήταν μέτριο.
Κάμποσους μήνες μετά τσιμπολόγησα κάτι πολύ καλύτερο, που δεν είχε σχέση με την προηγούμενη εμπειρία, οπότε επανέρχομαι. Ίσως να είναι το πιο ντιζαϊνάτο από τα μαγαζιά στα οποία έχω βρεθεί τελευταία, αλλά χωρίς να το φωνάζει. Το υπαινίσσεται με έναν πολύ φυσικό τρόπο. Κυριαρχούν οι καρέκλες καφενείου, ξύλινες και μεταλλικές, με κάποιες φθαρμένες πολυθρόνες ενδιάμεσα, σαν να θέλουν να σου πουν πως ό,τι βλέπεις δεν είναι προφανές. Οι ασοβάντιστες κολόνες αποπνέουν την οικειότητα ενός φθαρμένου μπλουτζίν. Το μαγαζί γεμίζει ωραίο νεανικό κόσμο από αυτόν που μαζεύει το Παγκράτι, και ειδικά η Αρχελάου, ανάμεσά τους καλλιτέχνες, σεφ-περσόνες, χαρούμενες μεγάλες παρέες και ζευγάρια. Το «Lost Athens» έχει ωραία ενέργεια από τα γεμάτα τραπέζια του στο πεζοδρόμιο, τη βεράντα του και τις παρυφές της μικρής πλατείας με την οποία γειτονεύει.
Ο αβανταδόρικος ψηλοτάβανος χώρος που γεμίζει κι αυτός, είναι «καρυκευμένος» με τις αφαιρετικά κυβιστικές τοιχογραφίες του καλλιτέχνη #boemlifestyle (το σπουργίτι δίπλα στη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι είναι η προτίμησή μου). Στο χώρο υπάρχουν κι άλλες ωραίες εικαστικές παρεμβάσεις –του Boem και του βολιώτικου Circus Design Studio που επιμελήθηκε τη διαμόρφωση– οι οποίες ενισχύουν ωραία την αρτίστικη διάθεση του εστιατορίου. Μιλάω για το κρεμαστό δαχτυλίδι από κόκκινο νέον που γράφει «the chill journey», ή την πανέξυπνη μικρή ταινία «a change may be just around the corner» στην κολόνα, που, λόγω μεγέθους, πρέπει να πλησιάσεις για να τη διαβάσεις. Οι τσιμεντόλιθοι παίζουν με διάφορους τρόπους σαν βάση της πολύ λειτουργικής χαμηλής μπάρας, ή ακόμη για να στηρίξουν τραπέζια και πάγκους. Ο ήχος πάντως χρειάζεται βελτίωση, διότι η μουσική ακούγεται σαν ροκ βαβούρα χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις τι κομμάτι ακούς.
Στα του φαγητού τώρα, τα homemade ανοιχτά και μαλακά tacos με τη μεστή γεύση αξίζει να τα δοκιμάσεις. αυτό με τον ωραίο τόνο, γκουακαμόλε, κρεμμύδι και τσίλι μου άρεσε περισσότερο από το νόστιμο σιγομαγειρεμένο αρνάκι που θυμίζει λίγο φρικασέ. Όλα τα πιάτα ημέρας βασίζονταν στο ψάρι και ήταν πολύ καλά. Ξεκινώντας από μαγιάτικο σε sashimi με βουτυράτη αλαβάστρινη σάρκα και σάλτσα ponzu με χυμό αγγουριού, προχωρήσαμε στο ίδιο ψάρι, άψογα ψημένο πάνω σ’ ένα πεντανόστιμο, πλούσιο και ισορροπημένο φρικασέ ραδικιών. Η νοστιμιά είναι κλειδί στην κουζίνα του «Lost Athens» και διατρέχει όλα τα πιάτα του. την ένιωσα ν’ αφήνει την υπογραφή της και στο al dente πικάντικο κριθαρότο, μαγειρεμένο με ζωμό ψαριού και ντομάτα confit και έχοντας πάνω του ωραιότατο μπακαλιάρο.
Το ίδιο αβίαστα γράφει και πάνω στο ορεκτικό flatbread, με τραγανή ζύμη αρτυμένη με τυρί taleggio, που λιώνει όμορφα και συνδυάζεται πολύ ταιριαστά με φρέσκο σύκο και τη μαρμελάδα του. Ένα έξυπνα conceptual πιάτο που παίζει με την ιδέα της καρμπονάρα δεν καταφέρνει να πετύχει τη γεύση της· για τα τρυφερά ραβιόλια μιλάω, που το καπνιστό χέλι της γέμισής τους καταπιέζεται από το πεκορίνο και δεν «ακούγεται» καθόλου, ενώ ο μαριναρισμένος σφιχτός κρόκος δεν ενώνεται με το umamiσιο ζουμί για να δημιουργήσει τελικά σάλτσα καρμπονάρα. Δίνω όμως όλη την προσοχή μου στο πιάτο με τα γλυκοφάγωτα ψητά παντζάρια (κίτρινο και κόκκινο) συνδυασμένα πολύ αρμοστά με κρέμα κατσικίσιου τυριού, φράουλες, τραγανά και μυρωδάτα κράκερ φουντουκιού, μα πάνω απ’ όλα με κρέμα-γκασπάτσο παντζαριού που ανέβασε πολύ στην εκτίμησή μου την ομάδα της κουζίνας (Γιώργος Ζαχείλας και Στράτος Βλασσόπουλος).
Το έτερο δυνατό χαρτί του μαγαζιού είναι ο pastry chef Αλέξανδρος Κονιάρης που έχει δουλέψει στο μισελενάτο «Trinity Restaurant» στο Λονδίνο. Και τα τρία επιδόρπιά του –η «μαργαρίτα» με κρέμα dulcey, κρεμέ σοκολάτας, passion fruit και σορμπέ μάνγκο, το φιστίκι Αιγίνης με λευκή σοκολάτα, ροδόνερο και σορμπέ βατόμουρου, και το ροδάκινο με γιαούρτι και λάιμ και το φρούτο σε κομπόστα και σορμπέ– φυσάνε. Εν κατακλείδι, το «Lost Athens» βρίσκεται πλέον ενάμισι βαθμολογικό σκαλοπάτι πάνω από την πρώτη μου επίσκεψη και στο κατώφλι ακόμα μεγαλύτερης ανόδου.
Η επίσκεψη του κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 23/9.