Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€55 - €65
Ένα εμβληματικό εστιατόριο της Αθήνας διατηρεί την αύρα και τη γοητεία της ατμόσφαιράς του, αλλά η κουζίνα του, δυστυχώς, είναι πολύ πεσμένη εν συγκρίσει με το παρελθόν.
Ο ορισμός του cult: Παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου καθισμένος στην υπέροχη βεράντα αυτού του ιστορικού εστιατορίου. Μερικούς από αυτούς τους ξέρω: συνταξιούχοι και μη διαφημιστές, επιχειρηματίες, καλοβαλμένο παλαιό χρήμα αλλά και νέα ζευγάρια και κάποιοι ξένοι. Το καταλαβαίνεις αμέσως –φαίνεται και από την επαφή τους με τους σερβιτόρους– ότι για πολλούς το «L’Abreuvoir» είναι στέκι, για κάποιους ίσως και δεύτερο σπίτι. Μόνο εδώ και στη «Ράτκα» το έχω δει τόσο απτά αυτό το φαινόμενο, που το ζηλεύουν πολλοί. Η αλήθεια είναι ότι το σκηνικό είναι γοητευτικό. Όσο ο καιρός είναι καλός τρως έξω, κάτω από τις καταπράσινες μουριές.
Η επίπλωση στιβαρό φερφορζέ, πάνω στα τραπέζια ασημένια μαχαιροπίρουνα και το σέρβις με ασημένιες καμπάνες. Η πατίνα του χρόνου πάνω στο ασήμι εκπέμπει γλύκα και συναίσθημα. Παρόμοια η αίσθηση και στη σάλα, αλλά εκεί η πολυτέλεια είναι πιο εμφανής, με γκρίζες ταπετσαρίες στους τοίχους, μπεζ βελούρ στους καναπέδες και στις καρέκλες, ματ χρυσό στις κολόνες, στα κηροπήγια και στους καθρέφτες. Βάλε και το σέρβις-ιεροτελεστία από σερβιτόρους με κολλαριστά λευκά γιλέκα και παπιγιόν κι έχεις ένα old fashioned εστιατόριο που καταφέρνει να υπερασπίζεται το ρόλο της κλασικής αξίας.
Κουρασμένες γεύσεις: Το «L’Abreuvoir» άνοιξε στις 18 Μαρτίου 1965 και τότε μπροστά του περνούσε χωματόδρομος, ενώ στους πρόποδες του Λυκαβηττού βοσκούσαν πρόβατα! Σε αυτό το ρομαντικά φυσιολατρικό σκηνικό το πρώτο γκουρμέ εστιατόριο της Αθήνας έκανε τομή στα γευστικά πράγματα. Από τότε σερβίρει περίπου την ίδια κουζίνα –γαλλική προβενσάλ μαζί με κάποιες πιο αστικές σπεσιαλιτέ–, που πάντα είχε κυρίως bistrot χαρακτήρα, αλλά στην Αθήνα φάνταζε τότε ως υπέρτατη πολυτέλεια. Στις επιτυχίες του καταγράφεται, μάλιστα, ότι κατάφερε να δημιουργήσει σχολή, αφού και άλλα εστιατόρια μιμήθηκαν το στιλ του.
Έκτοτε βέβαια η γαλλική κουζίνα έκανε τη μεγάλη επανάσταση της nouvelle cuisine και στη συνέχεια εκσυγχρονίστηκε κι άλλο, αποτελώντας μία από τις κορυφαίες του κόσμου. Το «L’Abreuvoir» διέσχισε «αβρόχοις ποσίν» όλες αυτές τις τόσο σημαντικές εξελίξεις, παρακάμπτοντάς τις και συνεχίζοντας σταθερά την πορεία του. Η νοσταλγία για τις πολύ κλασικές γεύσεις μάς πιάνει όλους κι έτσι στην πρόσφατη επίσκεψή μου διάλεξα ένα μπιτόκ αλά ρους και… δυστυχώς βρέθηκα μπροστά σε μια οδυνηρή έκπληξη. Είχα χρόνια να φάω τόσο κακό μπιφτέκι!
Το μπριάμ λαχανικών δίπλα του και τα πάντοτε άψογα τηγανητά πατατάκια ήταν πολύ καλύτερα από το κυρίως θέμα. «Κάτι συμβαίνει εδώ», σκέφτηκα αμέσως αναλογιζόμενος και κάποια παράπονα φίλων για το εστιατόριο το τελευταίο διάστημα. Μου το επιβεβαίωσε η τερίνα φουαγκρά. Πολύ ρουστίκ για μια ευγενή σπεσιαλιτέ, σερβιρισμένη με συμβατικό ψωμί του τοστ αντί για μπριός και μια τόσο αταίριαστη γαρνιτούρα (σαλατικά και ντοματάκι) που χαλούσε τη γαλλική αύρα. Από την άλλη, υπάρχουν πάντα τα σωστά τηγανισμένα σκορδάτα βατραχοπόδαρα (skinny frog legs τα χαρακτήρισε ο Ελληνοαμερικανός φίλος, που έχει συνηθίσει να τα τρώει πιο παχουλά στο Σικάγο), αλλά και αυτά δεν ήταν πάρα ένα σωστό καθημερινό πιάτο. Θέλοντας κάτι πιο ψαγμένο, ζητήσαμε γαρίδες μιλφέιγ. Μας ήρθαν σε καλό φύλλο σφολιάτας, αλλά χωρίς ιδιαίτερη γεύση, παρά μόνο με τη γλύκα μαγειρεμένων πράσων.
Η φραγκόκοτα με τρούφες, πάλι, φάνταζε ενδιαφέρουσα πρόταση, όμως η σάλτσα της ήταν τόσο αλμυρή που έπαθα σοκ. Καλά, δεν τη δοκίμασε κάποιος προτού τη βάλει στο πιάτο; Και δεν ήταν μόνο αυτό, η έντασή της ήταν κουραστική, τουλάχιστον για εμάς που περιμέναμε μια πιο φινετσάτη σάλτσα από τα κόκαλά της, και οι φετούλες της τρούφας πάνω στο σωστά ψημένο κρέας δεν είχαν καμία –μα καμία– μυρωδιά. Περιττό να σας πω ότι και η σάλτσα café de Paris στο επόμενο πιάτο είχε ακριβώς το ίδιο ελάττωμα με την προηγούμενη, υπερβολικό αλάτι δηλαδή. Το πήρα με αντρεκότ αντί για φιλέτο επειδή ο σερβιτόρος το πρότεινε ως πιο νόστιμο, αλλά τελικά η γεύση του ήταν αδιάφορη. Έπειτα από τόσο μελάνι που έχει χυθεί γύρω από τα εξαιρετικά κρέατα τα τελευταία χρόνια, λόγω του ότι έχουν εξελιχτεί σε μόδα διαρκείας, θα περίμενε κάποιος να βρει εδώ καλύτερη πρώτη ύλη.
Τα επιδόρπια κινούνται σε καλύτερο επίπεδο. Κρεπ Σουζέτ αξίζει να πάρετε, διότι η παρασκευή της είναι ολόκληρο σινεμά, καθώς φτιάχνουν τη σάλτσα μπροστά σας, αλλά και γιατί είναι συμπαθέστατες με την πυκνή, καραμελωμένη πορτοκαλένια σάλτσα τους. λίγο ξύσμα πορτοκαλιού, πάντως, την τελευταία στιγμή θα της έδινε άλλον αέρα. Άλλο ένα από τα κλασικά επιδόρπια του εστιατορίου, οι μαρέγκες με κρέμα φρούτα του δάσους και τη σάλτσα τους, είναι ακόμη καλύτερο. Με δυο λόγια, ένα τόσο ιστορικό εστιατόριο, με τόσες περγαμηνές, είναι κρίμα να δείχνει τόσο κουρασμένο. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα το ξαναβρούμε βελτιωμένο.
Η επίσκεψη του κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 5/10.
L’ABREUVOIR Ξενοκράτους 51, Κολωνάκι, 2107229106. Ωράριο λειτουργίας: Και μεσημέρι. Τιμή: € 50-60 (το άτομο χωρίς ποτά και κουβέρ). Πρόσβαση ΑμεΑ: Όχι. Πάρκινγκ: Στους γύρω δρόμους.