Νέος σεφ και γευστική κατεύθυνση για το χαλαρωτικό lounge restaurant στην κορυφή του «Radisson Blu Park» με το φοβερό αστικό πανοραμίκ. Σύγχρονη διεθνής κουζίνα, τζαζ μουσικές προτιμήσεις και άπλετη θέα…
Αν το lobby στο ισόγειο του «Radisson Blu Park» είναι ζεστά γήινο, με τους κορμούς των δέντρων και τα φύλλα στην οροφή, το εστιατόριο στον όγδοο όροφο του ξενοδοχείου είναι... ουράνιο. Μπαίνεις, κάθεσαι και ριλαξάρεις, τριγυρισμένος από τη νυχτερινή Αθήνα. Κάτω από την έναστρη οροφή του «St’ Astra» με τους τρεις χαρακτηριστικούς πολύχρωμους πολυέλαιους από κρύσταλλα Murano, βουλιάζεις σε αναπαυτικές ανθρακί πολυθρόνες και καναπέδες, χαζεύοντας Λυκαβηττό, φωτισμένη Ακρόπολη κι ένα ολόκληρο χαλί από αθηναϊκά κτίρια κάτω από τα πόδια σου, με lounge, jazz και bossa nova να σου χαϊδεύουν τα αυτιά. Όσο για την κουζίνα, η οποία ύστερα από διάφορες γευστικές φάσεις, τα τελευταία χρόνια είχε στραφεί προς την Ανατολή (τότε λεγόταν «St’ Astra East»), έχοντας πλέον στο τιμόνι της τον ωραία εξελισσόμενο Γιάννη Λιόκα, προτιμά μια πιο διεθνών τόνων προσέγγιση με δημιουργικές πινελιές. Δεν μπορώ να πω ότι το συγκεκριμένο εστιατόριο κινείται στην τροχιά του hip, αν όμως θέλετε ένα χαλαρό, ήσυχο βράδυ, με διακριτική περιποίηση, είναι καλή επιλογή.
Τα ελαφρά πουδραρισμένα με φύκι νόρι χτένια είναι ορεκτικό δείγμα της γευστικής γραφής του καινούργιου σεφ. Tο συνοδευτικό κουνουπίδι έρχεται σε δύο διαφορετικές μορφές, ήτοι βελούδινος, φινετσάτος πουρές και κρατσανιστό ταρτάρ, κι ο αχινός κεντάει ιωδιούχα ένταση στο κάθε χτένι. Το πιάτο με τα μπουκετάκια μπρόκολου, μεγάλα κομμάτια κοτόπουλου σοτέ, crispy bacon, χοντρούτσικες φλοίδες παρμεζάνας και βινεγκρέτ αντσούγιας –μια αποδομημένη σαλάτα Caesar’s με μπρόκολο στην ουσία– μπορεί να μη διεκδικεί εύσημα λεπτότητας, αλλά είναι μια νόστιμη απόδοση ενός πασίγνωστου γευστικού συνδυασμού: oικείο πράγμα, μοντέρνο πνεύμα.
Περνώντας στα κυρίως πιάτα ξεχωρίζω το πολύ σωστά ψημένο λαβράκι με τον φανταστικό πουρέ αγκινάρας και τον κρεμώδη μαύρο ταραμά με μελάνι σουπιάς (λίγο λιπαρός πάντως, με το λάδι να κάνει παραπάνω από όσο θα ήθελα αισθητή την παρουσία του) και κονφί ντομάτας, αν και εδώ που τα λέμε η σιγομαγειρεμένη πανσέτα, που καραμελώνει όμορφα με soy sauce και συνοδεύεται από λευκό καρότο (parsnip) σε δύο υφές, τσιπς και πουρέ, και πίκλες από εσαλότ γεμιστές με κόκκους μουστάρδας, είναι ένα εξίσου αξιόλογο πιάτο. Από εκεί και πέρα, το sushi bar της East περιόδου του εστιατορίου παραμένει στη θέση του στην άκρη της σάλας, κινούμενο σε κλασικό στιλ, με τα nigiri, τα maki και τα inside out rolls του επαρκή σε γενικές γραμμές, αν και δεν θα τα έλεγα συναρπαστικά.
Η λίστα κρασιών, η οποία αριθμεί γύρω στις σαράντα γνώριμες ετικέτες από τον ελληνικό αμπελώνα, θα μπορούσε να εμπλουτιστεί κι άλλο. Δίνει πάντως λύσεις σε αρκετά καλές τιμές, ενώ υπάρχουν και επτά επιλογές με το ποτήρι. Φτάνοντας στα επιδόρπια, η πυκνή μπάρα σοκολάτας με την πινελιά έντονα αλμυρής καραμέλας είναι πολύ επιτυχημένη –μόνο το παγωτό βανίλια Μαδαγασκάρης που τη συνοδεύει τη ρίχνει λίγο–, ενώ η δροσερή μους γιαουρτιού με λάιμ, ζελέ από θυμαρίσιο μέλι, φουντούκι και γρανίτα από καφέ είναι ένα πραγματικά γοητευτικό, ισορροπημένο πάντρεμα γεύσεων και υφών με ελληνικό πρόσημο.
Η επίσκεψη της κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 6/1.