Διεύθυνση:
Tηλ:
Τιμές:
€85 - €110
Για τρίτη συνεχή χρονιά ο Jean-Charles Metayer προσθέτει ραφινάτους γαστρονομικούς πόντους σε ένα από τα πιο προνομιούχα locations της πόλης – το κάδρο της Ακρόπολης από την κορυφή του «Intercontinental» είναι μαγικό.
Mπορεί η διακριτικά πολυτελής σάλα του «Premiere», με το κόκκινο γλυπτό του Γιώργου Λάππα στα αριστερά της εισόδου και τα έργα των Κουτρούλη και Χριστοδούλου στους τοίχους, να έχει καλλιτεχνική αύρα, αλλά η θέα από το δέκατο όροφο του «Athenaeum Intercontinental» κλέβει την παράσταση. «Φωτισμένη Ακρόπολη σε σκοτεινό νυχτερινό ουρανό» με μια δόση αθηναϊκού urbanism για πλαίσιο, ευγενική χορηγία των κτιρίων και της ροής της κίνησης σε Συγγρού και Καλλιρρόης. Η βεράντα, ένα από τα πιο δυνατά σημεία του εστιατορίου, τώρα το χειμώνα λειτουργεί σαν σκηνικό με τα ελαιόδεντρα στις γλάστρες στολισμένα με γιορτινά φωτάκια – Xmas olive trees.
Το εσωτερικό περιβάλλον με το μπεζ δέρμα στα έπιπλα, τα μπορντό runners στα τραπέζια και το διακριτικό φωτισμό είναι αρκετά άνετο. Οι ραφιέρες πάντως με τις φιάλες κρασιού, που έχουν τοποθετηθεί φαντάζομαι για να δημιουργήσουν μια αίσθηση ιδιωτικότητας χωρίζοντας σε σειρές τα τραπέζια, είναι κάπως αμήχανες. Θεωρώ ότι δεν θα ήταν άσχημη μια ανανέωση όσον αφορά το χώρο, του λείπει λίγο ο χαρακτήρας. Από την άλλη βέβαια, ζυγίζοντας όσα έχει βαλθεί να σου δείξει ένας σεφ που συνδυάζει το γευστικό κύρος της κλασικής σχολής με μια σύγχρονη, φρέσκια ματιά και τον Παρθενώνα σε πρώτο πλάνο, δεν μπορώ να πω ότι δεν έχεις πού να ακουμπήσεις το βλέμμα σου.
Στον τρίτο χρόνο του σε αυτό το εστιατόριο ο Γάλλος Jean-Charles Metayer –με θητεία στο παρισινό «Le Divellec», στο βρετανικό «Fleur de Sel» και στο κοσμικό «Calypso» στην Ελούντα– προσθέτει πολύ ενδιαφέρουσες σελίδες στη γαστρονομική του ιστορία. Οι υπέροχα ζουμερές, αέρινες καραβίδες Χαλκίδας συνδυασμένες με λεπτοκομμένο, πολύ εκφραστικό καρπάτσιο χταπόδι, παπαρδέλες με μαύρο σουσάμι σε σούπερ αυστηρό, τέλειο al dente κι έναν αφρό θυμαριού είναι ένα πιάτο πολύ γοητευτικό και δύσκολο από άποψη ισορροπίας. Το φουαγκρά έρχεται τυλιγμένο σε μια ζελατίνα ινδικού καφέ, σε μια παιχνιδιάρικη σύνθεση όμορφη σαν ζωγραφιά, με φραγκοστάφυλο, ατόφιο και σε ζελεδάκι, ένα αρωματικό, τραγανό crumble και πινελιές σοκολάτας. ωστόσο το ίδιο το φουαγκρά τελικά είναι γευστικά λίγο πιο αδύναμο από τα στοιχεία που το πλαισιώνουν.
Το μπαρμπούνι, άψογο, πάνω σε λεπτό, κρατσανιστό φύλλο τραχανά με ζουμερό, μυρωδάτο κανελόνι λαχανικών με καραβίδα, αφήνει την αύρα μιας εκλεπτυσμένης ελληνικής νοστιμιάς. Στην ίδια λογική της κομψότητας και της αρμονίας κινούνται τόσο η σιγοψημένη πανσέτα που λιώνει στο σώμα με πινελιές μήλου και –ωραία έκπληξη– στακάτα κυβάκια από black pudding που πάνε το πιάτο αλλού όσο και το υποδειγματικά ψημένο αρνάκι πάνω σε mousseline πατάτας με βούτυρο ροζ σκόρδου και απίθανες μικρές γεμιστές ντομάτες με κιμά από συκωτάκια και μια «μυρωδιά» ρυζιού. Στα επιδόρπια, τέλος, το καταπράσινο εκλέρ με γέμιση από φιστίκι και καραμελωμένα αμύγδαλα με καρπάρτσιο μάνγκο και παγωτό φιστίκι-βατόμουρο είναι μια οπτικά και γευστικά ενδιαφέρουσα βεντάλια του κεντρικού του υλικού, αν και η υφή της ζύμης του εκλέρ θα μπορούσε να είναι καλύτερη (παραείναι μαστιχωτή), ενώ η πιο λιτή οπτικά σούπα σοκολάτας με παγωμένο εσπρέσο και κροκάν αλμυρής καραμέλας γράφει φινάλε με ισορροπία κι επίπεδο.
Η επίσκεψη της κριτικού στο εστιατόριο έγινε στις 13/12.