Κρεατόφιλη πρόταση με ενδιαφέρον και σφραγίδα παράδοσης στην ποιότητα
Αν το εστιατόριο εξακολουθούσε να ονομάζεται «Ρένα της Φτελιάς», οι άπειροι φίλοι της ιστορικής Ρένας Τόγια που θα το επέλεγαν για την έξοδό τους,, θα πίστευαν ότι χτύπησαν «λάθος πόρτα.» Κατά συνέπεια, ορθά ο εν λόγω παραδοσιακά ποιοτικός χώρος εστίασης περνώντας στα χέρια της επόμενης γενιάς (η Μπέσυ και η Τζίνα είναι οι κόρες της Ρένας), το πρώτο πράγμα που άλλαξε ήταν το όνομα. Barabicu λοιπόν. Η λέξη για όποιον μιλάει τη γλώσσα των Tainos (λαός της Αμερικάνικης ηπείρου με παρουσία στην Κούβα) σημαίνει περίπου barbecue και εκφράζει απόλυτα τη γευστική πρόταση που κάνει το (κυριολεκτικά)νέο εστιατόριο. Λέω «κυριολεκτικά» γιατί εκτός από όλα τα άλλα, η αισθητική πλέον είναι σύγχρονη με άφθονο γυαλί, ζεστά χρώματα και ανάλογη γενική επίπλωση.
Το νέο σύνολο, φαγητό/περιβάλλον, φαίνεται να κινείται σε τροχιά επιτυχίας αν κρίνω από την πληρότητα του Κυριακάτικου μεσημεριού που επέλεξα για την επίσκεψή μου. Σε επίπεδο φαγητού, το Barabicu τιμά με το παραπάνω, το όνομά του και κάνει μια κρεατοφαγική πρόταση άξια προσοχής. Το menu διανθίζεται από καμιά δεκαριά ορεκτικά και σαλάτες, τα οποία με βάση όσα δοκίμασα, ντύνουν επαρκώς το κύριο θέμα του καταλόγου. Τόσο οι τραγανές φωλιές (κατσικίσιο τυρί, φυστίκι Αιγίνης) όσο και τα χειροποίητα πιτάκια (γέμιση με πικάντικο κιμά και σος πάπρικα) γίνονται ευχάριστα δεκτά στο στόμα. Με προβλημάτισαν αντίθετα οι τηγανητές πατάτες με το ανάρμοστο κατά τη γνώμη μου κοντράστ. Τραγανό και πικάντικο εξωτερικό περίβλημα και εσωτερική υφή που παραπέμπει περισσότερο σε βράσιμο και λιγότερο σε τηγάνι ή φούρνο.
Πικάντικος και νόστιμος είναι επίσης ο χοιρινός γύρος. Σε ό,τι αφορά το κυρίως θέμα (το κρέας), το πρόσημο είναι επίσης θετικό. Σωστά ψησίματα, βάθος γεύσης και τρυφερότητα είναι παρόντα με κάποιες εξαιρέσεις. Στο γενικό κανόνα υπακούουν η ταλιάτα από Black Angus και το περίπου ενός κιλού (σίγουρα για δύο άτομα) Tomahawk steak. Προτείνονται και τα δύο. Στις εξαιρέσεις θα βάλω, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δική μου εμπειρία, την επίσης ευμεγέθη Bisteca Fiorentina, η οποία δεν ήταν πλήρως σιτεμένη και υστερούσε σε γευστικό πλούτο.
Στα παρελκόμενα του δείπνου (ή του γεύματος) δηλαδή τη wine list και τα επιδόρπια η εικόνα είναι επαρκής στο πρώτο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χρειάζονται κάποιες βελτιωτικές πινελιές. Στα επιδόρπια ενδιαφέρον είναι το μιλφέιγ με τη λεμονάτη κρέμα ενώ τα υπόλοιπα καλύπτουν απλά τις ανάγκες για κάτι γλυκό μετά από μια έντονη κρεατοφαγία. Συνολικά, αν κρίνω από παλαιότερα σχόλια συναδέλφων, το Barabicu κινείται ανοδικά σε επίπεδο ποιότητας. Το φαγητό είναι καλό και σίγουρα με βάση την οικογενειακή εμπειρία μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερο. Σε ό,τι με αφορά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση.