Κατέβαινα την Ιερά Οδό, πηγαίνοντας προς το Βοτανικό. Ήταν Τρίτη βράδυ. Μόλις είχε βρέξει, άκουγα το "Farewell Transmission" του Τζέισον Μολίνα στο κινητό και πήγαινα να συναντήσω κάτι φίλους σ’ ένα θέατρο. Σταμάτησα στις ράγες της Κωνσταντινουπόλεως. Το τρένο ερχόταν. Τα τρένα μάς φοβίζουν πια.
Ο φύλακας κατέβασε την μπάρα και μετά μπήκε στο σπιτάκι του. Φορούσε ένα κίτρινο γιλέκο εργασίας και ήταν σίγουρα πάνω από πενήντα χρονών. Το σπιτάκι είχε το μέγεθος δημόσιου αποχωρητηρίου που κάποιος είχε χτίσει και ασβεστώσει πρόχειρα. Ο φύλακας βγήκε πάλι, κρατώντας ένα φαράσι, και άρχισε ν’ αδειάζει το νερό που είχε μαζευτεί σε μια μεγάλη λακκούβα στην άσφαλτο. Εκείνη τη στιγμή περνούσε το τρένο.
Το τρένο πέρασε και μετά ο φύλακας άφησε το φαράσι και σήκωσε την μπάρα. Πέρασα απέναντι. Όλη η σκηνή θύμιζε την ατμόσφαιρα κάποιας ξεχασμένης δεκαετίας. Μόνο που η νοσταλγία έχει καταντήσει επικίνδυνη.
Ένα απόγευμα ετοιμαζόμουν να περάσω τις γραμμές από τη διάβαση των πεζών που βρίσκεται στο ύψος του μετρό, στον Κεραμεικό. Μια κοπέλα ήταν μπροστά μου. Ξαφνικά, είδαμε από το βάθος, τα φώτα της αμαξοστοιχίας. Ήταν ακόμα αρκετά μακριά. Αλλά εμείς κοκαλώσαμε. Η κοπέλα γύρισε και με κοίταξε, λες και με ρωτούσε: "Και τώρα τι θα κάνουμε;" Το θηρίο κατέφτανε.
Δεν διασχίσαμε τις γραμμές. Οπισθοχωρήσαμε και σταθήκαμε στην ασφάλεια του πεζοδρομίου, κοιτώντας έντρομοι τα βαγόνια να περνούν από μπροστά μας.
Παλιά, τα τρένα μάς προκαλούσαν ένα είδος ελπίδας για μια πιθανή φυγή από την πόλη, ακόμα κι αν αυτή ποτέ δεν ερχόταν. Ήταν μια ολωσδιόλου ποιητική εικόνα. Το γεγονός πως μπορούσες ν’ ακούσεις το μελαγχολικό ήχο τους, καθώς κυλούσαν στις ράγες, και να φανταστείς τους ανθρώπους, κουλουριασμένους στις θέσεις τους, ονειροπόλους ή μισοκοιμισμένους, ειδικά τη νύχτα, κάτω από το γαλακτερό φως της οροφής, την ώρα που πίσω από τα παράθυρά τους, ο κόσμος έφεγγε σαν μια ακατανόητη μάζα, χωρίς ωστόσο να τους απειλεί, σχεδόν μας ανακούφιζε. Όχι όμως πια.
Κοιτούσα τους επιβάτες από την άκρη του πεζοδρομίου, φυλακισμένους μέσα στις κάψουλες των βαγονιών που πλέον είχαν μια διάσταση δυσοίωνη, και αναρωτιόμουν αν ήταν ζωντανοί ή όχι. Ανέπνεαν; Είχαν οξυγόνο; "Θα φύγουμε αλλά όχι για πάντα".
Άκουσα μονάχα μια φορά το ηχητικό της γυναίκας που ζητούσε βοήθεια στο 112. Ήταν μετά τη σύγκρουση. Πριν την έκρηξη. Δεν μπορούσα να το ακούσω ξανά. Αμέσως μετά το τηλεφώνημα, η φωνή δεν υπήρχε. Κάηκε μαζί με το σώμα της, εξατμίστηκε στα Τέμπη.
Στη διαμαρτυρία της προηγούμενης Κυριακής δεν πήγα. Ήταν τεράστια και τα κανάλια της τηλεόρασης προσπάθησαν ν’ αποκρύψουν τον όγκο της. Δεν τα κατάφεραν. Μια φίλη με κατηγόρησε πως αν δεν ερχόμουν, θα ήταν σαν ν’ αποδέχομαι την κατάσταση. Μου εξήγησε πως αν δεν διαδηλώσουμε, αν δεν είμαστε παρούσες και παρόντες με το σώμα μας, τίποτα δεν θ’ αλλάξει. "Όπως πάντα με απογοητεύεις. Μήπως είσαι με την πλευρά του Πορτοσάλτε;" μου φώναξε. Είχε σαλτάρει. Τσακωνόμασταν στο τηλέφωνο για ώρα. Στο τέλος, της είπα: "Εντάξει. Θα γράψω κάτι. Άλλωστε, το γράψιμο είναι σώμα". "Μαλακίες", μου απάντησε.
Και σαν να είχε δίκιο. "Μητέρα, έρχονται τα μεσάνυχτα με το νεκρό φεγγάρι στα σαγόνια τους".