Ήθελα να πάω στο "Αγοραφοβικό Φεστιβάλ". Αλλά αποφάσισα να μην πάω. Άλλωστε, δεν είχα χρήματα. Ούτε βρήκα πρόσκληση. Αν μάλιστα πήγαινα, θα έπρεπε να γράψω κάτι. Και θα ήταν μια καταστροφή. Επειδή ποτέ δεν κατάφερα να γράψω μια "ολοκληρωμένη", "κανονική" κριτική. Ποιος εμφανίστηκε πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος τελευταίος. Ποια τραγούδια ακούστηκαν. Ποιος ήταν καλός, ποιος όχι. Αντέχει ακόμα ο Κ.Β.; Τα έσπασε η Dolly Vara; Ποια στο διάολο είναι η DJ Pitsouni; Ήταν ο ήχος τζάμι; Ο χώρος γαμάει; Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό;
Συνήθως, όταν πάω σε συναυλίες για "δουλειά", χάνομαι. Ούτε φωτογραφίες βγάζω (έχω ένα διαλυμένο κινητό), ούτε ανοίγω το σημειωματάριό μου (έχω ένα μικρό πράσινο, γεμάτο μουτζούρες) για να κρατήσω σημειώσεις. Βρίσκομαι σε μια κατάσταση υπερδιέγερσης ή ανίας. Που είναι περίπου το ίδιο.
Στο τέλος, κολλάω σε κάτι λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν κανέναν: τι κάλτσες φορούσε η τραγουδίστρια, το περίεργο φως που έπεφτε στο πρόσωπο του μπασίστα, ένα μπουκαλάκι νερό δίπλα στον ενισχυτή, κάποια κοπέλα που χόρευε δίπλα μου. Κι επειδή δεν ενδιαφέρουν κανέναν, αποφασίζω να γράψω γι’ αυτές. Γράφεις πάντα εναντίον. Σωστά;
Βλέπω μια φωτογραφία του Weegee. Νέα Υόρκη, 1955. Ένα νεαρό ζευγάρι χορεύει με κλειστά μάτια. Το αγόρι: κοντά μαλλιά, λευκό μπλουζάκι, το στόμα ανοιχτό. Τα χέρια του κρατάνε χαλαρά μια κοπέλα με σκούρα ρούχα που στηρίζεται, με στραμμένη την πλάτη, πάνω του. Αριστερά, ένας ημίγυμνος νεαρός με τατουάζ. Δεξιά, ένας άντρας, Αφροαμερικάνος ή Τζαμαϊκανός, επίσης χωρίς μπλούζα, που χαμογελάει, δείχνοντας τα λευκά του δόντια σε μια κοπέλα. Η κοπέλα έχει βαμμένα νύχια, κοιτάζει το φακό.
Σε ένα κλικ μπορεί να συνοψιστεί μια ολόκληρη νύχτα. Γιατί όχι και σε μια λέξη, γαμώτο; Μια κριτική μιας λέξης ή μιας αράδας. Θα ήταν υπέροχο.
Ο Weegee ήταν πενήντα πέντε χρονών όταν τράβηξε τη φωτογραφία. Ένας τύπος, με όψη βατράχου, που φορά καπαρντίνα και κρατά μια κάμερα με τεράστιο φλας. Πώς τρύπωσε εκεί μέσα; Τραβούσε πάντα νύχτα. Τραβούσε εγκλήματα. Ήταν φωτορεπόρτερ. Ήταν αυτοδίδακτος. Δούλευε με τα βασικά, χωρίς σπουδαίο εξοπλισμό. Είχε διαβήτη. Πέθανε τα Χριστούγεννα του ’68.
Δεν πήγα λοιπόν στο "Αγοραφοβικό". Δεν βγήκα καν από το σπίτι μου. Ξάπλωσα στον καναπέ και διάβαζα. Είχα ανοίξει την μπαλκονόπορτα. Είχε δροσιά, μια ψευδαίσθηση ψύχρας. Πρέπει να ήταν η πρώτη φθινοπωρινή νύχτα.
Για μια στιγμή, μετάνιωσα που δεν πήγα ν’ ακούσω τη Λένα Πλάτωνος. Αλλά ίσως καλύτερα που δεν την είδα. Πάντα διαλύομαι όταν τη βλέπω. Έπαιξε άραγε τις "Αιμάτινες σκιές από απόσταση"; Ελπίζω όχι. Είναι ένα κομμάτι που πρέπει να τ’ ακούς πάντα μόνος: "Στις εξιστορήσεις της ζωής σου/ συχνά ανταποκρίνομαι/ με ρίγη στη ραχοκοκαλιά/ τυλίγομαι σε κουβέρτα πορτοκαλιά". Στο τραγούδι, το μπάσο είναι σαν το αίμα που χτυπά στη φλέβα.
Ο Weegee έτρεχε στον τόπο του εγκλήματος για να φωτογραφίσει πρώτος το αίμα που είχε χυθεί στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αλλά οι φωτογραφίες του ήταν πάντα κάτι παραπάνω. Ήταν σαν να χαράζει κόκκινους κύκλους πάνω από την πόλη, σε ασπρόμαυρο φιλμ. Ίσως αυτό ήθελε ν’ απαθανατίσει εκείνη τη νύχτα, στην αίθουσα χορού. Το αίμα πίσω από τα κλειστά μάτια, το αίμα που κυλάει στο κλειστό κύκλωμα μιας αγκαλιάς. Δεν πήγα στο "Αγοραφοβικό". Αλλά και πάλι, δεν κατάφερα να γράψω ένα ολοκληρωμένο άρθρο.
Υστερόγραφο. Δύο τη νύχτα, ακόμα ξαπλωμένος στον πράσινο καναπέ. Διαβάζω τα ημερολόγια του κινηματογραφιστή Γιόνας Μέκας. Η σύμπτωση: στη σελίδα 940, ένα πορτρέτο του Weegee. Τρομαγμένο βλέμμα και μαζί θυμωμένο. Οι φωτογράφοι είναι προληπτικοί, δεν θέλουν να φωτογραφίζονται. Στο αριστερό του χέρι, το περιοδικό "Film Culture". Στο δεξί, το μαύρο του καπέλο. Παλτό ψαροκόκαλο. Τσιγάρο στο στόμα. Φρύδια διαβόλου. "Ο Weegee ήταν αγέραστος. Στα είκοσι, στα σαράντα, στα εξήντα. Το ίδιο", γράφει ο Μέκας. Κλείνω την μπαλκονόπορτα. Η νύχτα παίρνει τις αποστάσεις της.