Τα τραγούδια του Μάρτιν Φίλιπς ήταν τόσο εκλεπτυσμένα που δεν τ’ άντεχε αυτός ο κόσμος. Τόσο λεπτά και εύθραυστα και οργισμένα, λες και είχαν βουτήξει στη μελαγχολία μιας αράχνης που υφαίνει τον ιστό της κόντρα στον άνεμο. Και οι Chills, το συγκρότημα του Φίλιπς, ήταν, παρά τις επιτυχίες τους, πάντοτε εκτός μόδας. Ευτυχώς.
"Το καινούργιο είναι πολύ παλιό, μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι είναι πάντα το πιο παλιό", έγραφε ο Ντελακρουά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω γιατί θυμήθηκα τον Γάλλο ζωγράφο, αλλά η ημερολογιακή του καταγραφή (8.6.1850) ταιριάζει γάντι στην μπάντα από τη Νέα Ζηλανδία. Ποτέ καινούργιοι, ποτέ παλιοί.
Ίσως η λεπτή μύτη ενός πινέλου, που ανεβοκατεβαίνει χαράζοντας την επιφάνεια του καμβά μέχρι να τον γεμίσει χρώμα, είναι η τέλεια εικόνα που με οδηγεί, χωρίς λοξοδρομήσεις, στις τρίλεπτες ποπ συνθέσεις του Φίλιπς. Τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει στο μυαλό μου: "Τραγουδώντας στον ύπνο μου, τραγούδια ομορφιάς και θλίψης".
Τριγυρνάω σε μια Αθήνα που φλέγεται, έτοιμος να λιποθυμήσω (αλήθεια, τι "παίρνουν" οι τουρίστες και στέκονται όρθιοι;) και ακούω τα τρία πρώτα άλμπουμ των Chills που αποτελούν τη βασική τους δισκογραφική ραχοκοκαλιά: "Brave Words" (1987), "Submarine Bells" (1990), "Soft Bomb" (1992). Δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά τρυφερές και γενναίες μελωδίες, που όμως κρύβουν καλά την αποθήκη τους, μια αποθήκη θυμού και παραίτησης που ένας νεαρός έχτισε σε μια πόλη του Ειρηνικού ωκεανού, από την οποία δεν δραπέτευσε ποτέ. Όσο κι αν το ήθελε. Καθόλου πρωτότυπη ιστορία.
Τι λέει για παράδειγμα το "Wet Blanket"; Στην πραγματικότητα, τίποτα. Κάποιος που δεν ξέρει ν’ αγαπάει, που δεν είναι υπομονετικός, που δεν έχει χρόνο για κανέναν. Ξαφνικά, γνωρίζει μια γυναίκα και είναι έτοιμος ν’ αγαπήσει, να περιμένει, να κουβεντιάσει. Ο Φίλιπς είναι τόσο πειστικός όταν τραγουδά, χαρακτηριστικό των σπουδαίων μουσικών, ποιητών ή τρελών, και είναι σαν να ψελλίζει τους τετριμμένους στίχους του στ’ αυτί μας, ενώ το αγγίζει απαλά, με μια φωνή που είναι έτοιμη να λυθεί σε λυγμούς: "Είσαι τόσο όμορφη. Γιατί δεν είσαι δικιά μου;" Τι πιο απλό. Τι πιο δύσκολο.
Ο Φίλιπς έζησε μια ζωή με δαίμονες. Δεν κατάφερε να κάνει την καριέρα που ονειρευόταν, κύλησε στα ναρκωτικά, κατέρρευσε ψυχικά, απομονώθηκε, έπαθε ηπατίτιδα, παρόλα αυτά επανήλθε μουσικά, για να πεθάνει στις 28 Ιούλη. Θα άξιζε να δει κανείς το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του: "Ο θρίαμβος και η τραγωδία του Μάρτιν Φίλιπς".
Θα μπορούσε να είναι ο Χανς Σνιρ, ο ήρωας στις "Απόψεις ενός κλόουν". Κάποτε βασιλιάς, μα τώρα αναγκασμένος να επαναλαμβάνει το ίδιο γελοίο νούμερο μπροστά σ’ ένα αδιάφορο κοινό, να ψάχνει κέρματα στη λάσπη, να κοιμάται στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, ρημαγμένος από έρωτα.
Η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη είχε αποδώσει στα ελληνικά το μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ, όταν ήταν νέα. Πέθανε δυο μέρες μετά τον Φίλιπς, επιβεβαιώνοντας πως ο Ιούλης είναι ένας από τους χειρότερους μήνες για να πεθάνεις (όχι πως οι άλλοι είναι καλύτεροι). Δεν έχει την ελπίδα του Ιούνη, ούτε την εξωσωματική εμπειρία, το "λιώσιμο" του Αυγούστου. Ο Ιούλης δεν είναι καν καλοκαίρι. Είναι ένας μήνας που δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
"Διόδια" (1972), "Το σόι" (1978), "Μ’ ένα στεφάνι φως" (1989). Καμιά ποιητική συλλογή της δεν βρίσκεται στο εμπόριο. Μια φίλη μού έλεγε πως δεν την ένοιαζε να διατηρήσει το έργο της. Ιδού μια αποστομωτική πράξη καλλιτεχνικής αντίστασης. Σε μια εποχή που όλα τρέχουν γρήγορα, είναι υπερβολικά, βίαια και καίγονται εύκολα, ποιος έχει όρεξη για οτιδήποτε; Μόνο οι υποκριτές. "Λέγαν ένα τραγούδι απόλυτα δικό τους", γράφει λοιπόν η Μαστοράκη. "Λένε πως πρέπει να τους δώσεις αυτό που θέλουν", απαντά ο Φίλιπς. Είχαν δίκιο και οι δύο.