Τις προάλλες που ανέβαινα την Πατησίων, λίγο πριν φτάσω στην Αλεξάνδρας, πέρασα μπροστά από τον αγαπημένο μου δρόμο στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα αδιέξοδο μερικών μέτρων, αδιάφορο και γκρίζο, που καταλήγει σε μια μεγάλη μεταλλική πόρτα. Είναι μια ξεχασμένη λωρίδα στη σκιά των γύρω κτιρίων, ένα τυφλό σημείο της πόλης αφιερωμένο στον Αλμπέρτ (sic) Καμύ, όπως αναφέρει η μπλε ορθογώνια ταμπέλα. Πράγματι, μόνο ένας τέτοιος δρόμος θ’ άξιζε στον συγγραφέα του "Ξένου". Έτσι οφείλουμε να τιμούμε τους ανθρώπους που έγραψαν μυθιστορήματα τα οποία εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν.
Ένα παρκαρισμένο αμάξι είχε φράξει την είσοδο της οδού Καμύ. Δεξιά, στην αυλή μιας παλιάς πολυκατοικίας, ένας παχύς κύριος πότιζε με λάστιχο μια νεραντζιά, ανάμεσα στα σκουπίδια. Φορούσε ένα κόκκινο μακό και μια τζιν βερμούδα. Με κοίταξε καχύποπτα μα συνέχισε να ποτίζει. Στεκόταν εκεί, απόλυτα ασφαλής: πάνω από την περίφραξη της αυλόπορτας είχαν απλώσει σγουρά αγκαθωτά σύρματα, σαν αυτά που βλέπεις στους μαντρότοιχους των φυλακών. Παρόλο που ο ήλιος ετοιμαζόταν να δύσει, είχε ακόμα ζέστη. Βγήκα ξανά στην Πατησίων. Η Αλεξάνδρας δεν είχε κίνηση. Ήταν Κυριακή. Χώθηκα στο Μέγαρο Ησαΐα.
Είχα γνωρίσει την Άσπα Στανισοπούλου πριν δέκα χρόνια. Είχα πάει στο διαμέρισμά της, παρέα με τον Χριστόφορο Μαρίνο. Είχαμε μιλήσει για λίγη ώρα. Μια εβδομάδα αργότερα, πήγα ξανά για να την κινηματογραφήσω. Ένα μεσημέρι επισκέφτηκα το εργαστήριό της, στο Βύρωνα. Δεν είχε ρεύμα. Της το είχαν κόψει. Βλέπαμε τα έργα της στο σκοτάδι. Πέθανε το ’17. Για χρόνια, βρισκόταν στο περιθώριο. Αλλά, όπως συμβαίνει με μια ράτσα δημιουργών, βρήκε το δρόμο της μέσα από το θάνατό της.
Βλέπω τις φωτογραφίες που τράβηξε τέλη της δεκαετίας του ’70, ή αρχές του ’80, στον γαλάζιο τοίχο ενός δωματίου, στον πρώτο όροφο του Μεγάρου. Μια σειρά εκτυπωμένων φωτογραφιών που βρέθηκαν σ’ ένα φάκελο στο αρχείο της. Ένας όμορφος νεαρός κρατάει μια καραμπίνα. Είναι γυμνός. Μια γυναίκα τον αγκαλιάζει. Επίσης γυμνή. Δεν διακρίνεται το πρόσωπό της. Μάλλον είναι η Άσπα. Την αναγνωρίζω από το κούρεμα των μαλλιών, το σώμα, τον κώλο. Ο νεαρός μάς σημαδεύει.
Αυτό είναι το έργο. Δεν είναι κάτι παραπάνω. Αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να δει κανείς στην έκθεση "BACK TO ATHENS 11" που πραγματοποιήθηκε τέλη Ιούνη. Επειδή ήταν μια απλή χειρονομία, χωρίς επιτήδευση. Χωρίς καμία φιλοδοξία και χωρίς σκοπό να παρουσιαστεί οπουδήποτε. Βασικά, δεν ήταν τίποτα. Κι όμως, κατάφερνε να έχει την ισχύ ενός άγριου ζώου που επιτίθεται στην πόλη. Οι φωτογραφίες ήταν τα ίχνη του στην άσφαλτο.
Η Άσπα τράβηξε αυτές τις ασπρόμαυρες πόζες με αφορμή τους "Καραμπινιέρους" του Γκοντάρ. Τη θυμάμαι να μιλάει στην τηλεοπτική εκπομπή "Ζωντανό Μουσείο" για το φιλμ. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που αποφάσισα να τη γνωρίσω. Επειδή η σκέψη της είχε μια σπάνια καθαρότητα: "Ο Γκοντάρ μιλά για την ιδεολογία του πολέμου. Οι φτωχοί είναι η εύκολη λεία του", είχε πει φορώντας μια φόρμα με τιράντες και μια κίτρινη μπλούζα. Πίσω της, η βεράντα υπερφωτισμένη και τα κεραμίδια μιας στέγης, καμένα από τον ήλιο.
Όταν τη συνάντησα, η Άσπα κόντευε τα ογδόντα. Δεν ήταν η γυναίκα του βίντεο. Τα χαρακτηριστικά της είχαν σκληρύνει. Η ομιλία της ήταν αργή. Αλλά η ακρίβεια στην έκφραση είχε διατηρηθεί. Όταν πέθανε, ήμουν διακοπές. Δεν πήγα στην κηδεία. Ανέβηκα στον επόμενο όροφο, διέσχισα τα δωμάτια που ήταν γεμάτα κόσμο και πλησίασα το ανοιχτό παράθυρο. Από ψηλά, η οδός "Αλμπέρτ Καμύ" θύμιζε σκονισμένο σοκάκι στο Αλγέρι.