Είμαι σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο δίπλα στον αυτοκινητόδρομο και πρέπει να γράψω ένα κείμενο για την Ντέμπορα Λίβι. Βρίσκομαι λίγα χιλιόμετρα έξω από την Μπανγκόκ και γράφω πάρα πολύ αργά, λες και παίζω σε κάποια ταινία του Απίτσατπονγκ Βιρασετάκουν (ή όπως λέγεται τελοσπάντων). Στην πραγματικότητα, γράφω πάρα πολύ γρήγορα. Κάθε φορά που ένα φορτηγό περνά μπροστά από το ξενοδοχείο, το κρεβάτι κουνιέται σαν να γίνεται σεισμός. Γράφω ξαπλωμένος. Δεν υπάρχει τραπέζι στο δωμάτιο. Αρχές Απρίλη, η Λίβι μίλησε στην Αθήνα. Τώρα όλα μοιάζουν μακρινά, σχεδόν απρόσιτα.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θέλουμε να βλέπουμε τους συγγραφείς που αγαπάμε. Αγαπάμε τα βιβλία τους. Αυτό αρκεί. Γιατί επιμένουμε να τους συναντάμε; Δεν είναι τραγουδιστές. Δεν είναι ηθοποιοί. Δεν είναι καν ποδοσφαιριστές. Δεν έχουν να μας δώσουν κάτι παραπάνω. Πριν από ακριβώς δύο χρόνια, το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφικής της τριλογίας μού είχε σώσει τη ζωή: "The Cost of Living". Τα καλά κοστίζουν ακριβά. Η Λίβι βόλταρε προτού ανέβει στη σκηνή. Πίσω της, η λευκή πόλη. Ο Υμηττός.
Στο βιβλίο, η Λίβι είναι πενήντα. Όπως κι εγώ. Η ζωή της αλλάζει. Όπως και η δική μου. Εκεί που περιμένει να ησυχάσει, ανακαλύπτει ξανά το ρίσκο, την τρικυμία. Τα ίδια. Χωρίζει, πουλά το οικογενειακό σπίτι, φεύγει με τις δυο της κόρες. Βρίσκει ένα στενό διαμέρισμα στον έκτο όροφο, κάπου στο Λονδίνο. Όλα τα βιβλία της, σε κουτιά. Όλα, ανάκατα. Δεν έχει χώρο να γράψει. Είμαστε ψηλά, στο Φάρο του Ιδρύματος. Έχω σταθεί και την παρατηρώ. Φοράει ένα ωραίο καφέ φόρεμα, ακριβά αθλητικά παπούτσια. Μου κάνει εντύπωση το τεράστιο στόμα της. Από πού βγαίνουν οι λέξεις;
Στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου, βρίσκει καταφύγιο. Μια φίλη τής προσφέρει ένα ξύλινο σπιτάκι στην αυλή της. Κρύο μα βολικό. Την πρώτη μέρα χιονίζει πάνω στη μηλιά. Εδώ, δεν έχει χιονίσει ποτέ. Ποτέ δεν έχω ιδρώσει τόσο στη ζωή μου. Τώρα είναι αργά τη νύχτα. Ο ανεμιστήρας, ανοιχτός. Το κλιματιστικό στους είκοσι οκτώ.
Η Λίβι ανεβαίνει και μιλάει στο λευκό έδρανο. Διαβάζει ένα κείμενο. Διαβάζει αποσπάσματα από τα τρία βιβλία της: το μπλε, το κίτρινο και το κόκκινο. Μου φαίνεται κάπως διεκπεραιωτική. Όμως το σώμα της διαπερνά τη διεκπεραίωση. Χαίρομαι που τη βλέπω. Μου αρέσει η χροιά της φωνής της. Αλλά βαριέμαι να την ακούσω. Βαριέμαι ν’ ακούω τους συγγραφείς. Προτιμώ να τους διαβάζω. Στο τετράδιό μου κρατάω σκόρπιες σημειώσεις που τώρα δυσκολεύομαι να διαβάσω. Οι λέξεις λιώνουν μεταξύ τους: σπίτι, ενοχή, υποκειμενικότητα. Τι να σημαίνουν πια κι αυτά; "Ήταν ήρεμα και σιωπηλά και σκοτεινά στο σπιτάκι μου". Εδώ, πάντως, το φως μ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι για τα καλά. Ευτυχώς, ο ήλιος πέφτει στις επτά.
Όταν τελειώνει, υπογράφει αντίτυπα. Τη φωτογραφίζω. Το στόμα της φαίνεται ακόμα πιο τεράστιο. Σχεδόν άγριο. Λες και θέλει να καταπιεί την ουρά των θαυμαστών της. Την πλησιάζω και της λέω: "Τι στο διάολο κάνεις; Πήγαινε να γράψεις. Μήπως δεν έχεις πού να γράψεις;" "Όλα κοστίζουν, όλα έχουν μια τιμή", μου απαντά. Παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω στο ισόγειο. Κάθομαι στο μπαρ του ξενοδοχείου και παραγγέλνω κρύο καφέ. Το πλαστικό ποτήρι είναι γεμάτο παγάκια. Τα παγάκια στην Ταϊλάνδη είναι σαν μικρά παγωμένα σκουλήκια. Οι λέξεις λιώνουν αργά και φτιάχνουν το άρθρο.