Πριν λίγο καιρό είχα αγοράσει μια γλάστρα με κίτρινα λουλουδάκια από το "Polyamorous", στη Μαυρομιχάλη. Η αλήθεια είναι πως όταν είδα πίσω από τα λουλούδια, και δίπλα στα ράφια με τα κρασιά, κάτι κουτιά με ερωτικά βοηθήματα, μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Αλλά μετά σκέφτηκα: αγοράζεις τα λουλούδια, διαλέγεις ένα καλό μπουκάλι κρασί κι ένα δονητή και μετά προσφέρεις τα λουλούδια, πίνετε το κρασί παρέα και στο τέλος χρησιμοποιείτε το δονητή (ίσως θα έπρεπε να γράψω αξεσουάρ, μα δεν πρέπει να φοβόμαστε τις λέξεις, οι λέξεις πρέπει να φοβούνται τους ανθρώπους).
Φαίνεται λοιπόν πως στην ομάδα που βανδάλισε το κατάστημα, την προηγούμενη Κυριακή, κάτι δεν άρεσε. Ίσως ήταν η μυρωδιά των λουλουδιών, ίσως οι τύποι προτιμούσαν μπίρα, ίσως να βρήκαν τη σειρά, κάπως παραδοσιακή: πιθανότατα να είναι απ’ αυτούς που θέλουν να χρησιμοποιούν το δονητή αμέσως, χωρίς προκαταρκτικά.
Δεν ξέρω ποιοι ήταν. Είμαι πάντως σίγουρος πως δεν ήταν αναρχικοί. Στην αναρχία αρέσει ο ερωτισμός, η διείσδυση. Ερωτική πράξη ενάντια στο κράτος, διείσδυση στο σύστημα. Έτσι δεν είναι; Ίσως να ήταν τίποτα ευυπόληπτοι πολίτες -όπως εγώ- που πήγαν αμέριμνα ν’ αγοράσουν ένα αθώο μπουκέτο και βρέθηκαν μάρτυρες ενός μιαρού θεάματος. Τους καταλαβαίνω. Στο βαθμό που ποτέ δεν κατάλαβα τους ανθρώπους.
Ζούσα είκοσι χρόνια στην περιοχή και δεν ήταν λίγες οι φορές που θύμωνα με διάφορα. Υπήρχαν στιγμές που ήθελα να τα σπάσω όλα. Ήθελα να σπάσω τον γωνιακό φούρνο γιατί το σάντουιτς που είχα αγοράσει, είχε χαλασμένο αυγό και μου είχε διαλύσει το στομάχι. Ήθελα να σπάσω το γκαράζ στο δρόμο που έμενα επειδή ο υπάλληλος της βραδινής βάρδιας ήταν ένας ηλίθιος ρατσιστής. Ήθελα να σπάσω τα αυτοκίνητα που πάρκαραν πάνω στο πεζοδρόμιο και μ’ εμπόδιζαν να περάσω με το καροτσάκι, όταν ο γιος μου ήταν μωρό. Ήθελα να ρίξω πέτρες στο αστυνομικό τμήμα επειδή δεν άντεχα άλλο να ζω σε μια ομίχλη χημικών. Ήθελα να ρίξω πέτρες σ’ αυτούς που έριχναν πέτρες.
Μα δεν έκανα τίποτα. Γιατί αν έκανα οτιδήποτε, θα ήταν σαν ν’ αγνοώ τη βασική ιδιότητα των Εξαρχείων: την αντίφαση. Την αμφισημία, την αντίδραση σε οποιαδήποτε νόρμα. Την αφελή ανταρσία που δεν πηγαίνει πουθενά. Γιατί τα Εξάρχεια, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι η πιο παράλογη περιοχή της Αθήνας. Είναι ακριβή, μα ζούνε άνθρωποι χωρίς απαραίτητα μεγάλο εισόδημα. Θεωρείται μια αυτόνομη γειτονιά, αλλά πολλοί κάτοικοί της ψηφίζουν δεξιά. Νιώθεις ασφάλεια παρόλο που δίπλα σου πέφτουν μολότοφ. Είναι μια γειτονιά που εξευγενίζεται, κάτι που δεν σου αρέσει, αλλά η αλήθεια είναι πως συχνάζεις εκεί, επειδή ακριβώς εξευγενίζεται. Μπέρδεμα.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν δύο τάσεις. Η πρώτη απαιτεί τα Εξάρχεια να γίνουν ένα δεύτερο Κολωνάκι. Ή, ακόμα χειρότερα, μια επέκταση του Κολωνακίου. Πράγμα που θα είναι καταστροφικό αν συμβεί: η Αθήνα δεν αντέχει δύο Τσακάλωφ, δύο Πατριάρχου Ιωακείμ, δύο Σκουφά, δύο Φίλιον, δύο Da Capo, δύο ολόχρυσές οπές που βγάζουν συνεχώς καπνό από πούρα και άρωμα από καλλυντικά.
Η δεύτερη τάση είναι αυτή: ανοίγει ένα ωραίο ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο στη Διδότου και αυτό σε θυμώνει επειδή τα κορίτσια που το διατηρούν και κάνουν με χαρά τη δουλειά τους -τι σπάνιο πλέον-, φημολογείται πως δεν συμμετέχουν σε συλλογικότητες. Πως δεν συμμετέχουν σε δράσεις, αγώνες, πορείες. Έχουμε δικαίωμα να συμμετέχουμε οπουδήποτε θέλουμε ή έχουμε ανάγκη. Όπως, επίσης, έχουμε δικαίωμα και να μη συμμετέχουμε. Πουθενά. Ποτέ. Είναι απλό.
Δεν μου αρέσει καμία από τις δύο τάσεις. Δεν μου αρέσουν οι τάσεις, γενικά. Επειδή όλες οι τάσεις είναι ύποπτες. Εγωιστικές. Ύπουλες. Σου ζητάνε ανταλλάγματα. Σου ζητάνε να δείξεις τα χαρτιά σου. Ποιος είσαι. Με ποιους είσαι. Τι σκέφτεσαι. Τι διαβάζεις. Τι φοράς. Ποιον πηδάς.
Ίσως η λύση θα ήταν να δούμε τα Εξάρχεια, έτσι ακριβώς όπως είναι. Σαν μια ακόμα τυπική γειτονιά των Αθηνών. Βρόμικη, φιλόξενη, άσχημη, γοητευτική, παρατημένη. Με όλες τις απολαύσεις και τα πάθη της πόλης, μαζεμένα εκεί, στους δρόμους και τις πολυκατοικίες της. Τουλάχιστον, κοιτώντας ξανά τις φωτογραφίες μετά την επίθεση, διαπίστωσα πως δεν είχαν πειράξει τα ράφια με τους δονητές.