Πώς αποτιμάται η καλλιτεχνική αξία ενός έργου τέχνης; Από την ποιότητα της τεχνικής, την ευρηματικότητα του θέματος, την κληρονομιά που άφησε ο δημιουργός του; Καμιά φορά, οι πιο σημαντικοί πίνακες είναι αυτοί που θα προσπερνούσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη, αν δεν γνωρίζαμε την ιστορία τους, αλλά και πόσα αποκαλύπτει η πορεία τους μέσα στο χρόνο για τη δόμηση της κοινωνίας μας. Το φθινόπωρο θα εκτεθεί για πρώτη φορά στο MET (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης) ένα έργο με "κρυφή" σημασία: ο νατουραλιστικός πίνακας του 1837 "Bélizaire and the Frey Children". Αποδίδεται στον Jacques Guillaume Lucien Amans, Γάλλο ζωγράφο με βάση τη Νέα Ορλεάνη, στον οποίο ο πατέρας της οικογένειας Frey παρήγγειλε έναν πίνακα των νεαρών παιδιών του, Elizabeth, Léontine και Frederick Jr.
Αυτό που ξεχωρίζει τον συγκεκριμένο πίνακα είναι το τέταρτο πρόσωπο που εικονίζεται: ο νεαρός Αφρο-κρεολός σκλάβος Bélizaire, ο οποίος σε ηλικία δεκαπέντε ετών "εργαζόταν" ως φροντιστής της οικογένειας. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκε στον πίνακα ως μέλος της· βρίσκεται μεν πίσω από τα παιδιά, αλλά στέκεται με αυτοπεποίθηση ατενίζοντας κάτι που εμείς δεν βλέπουμε, μακριά από το ζωγράφο, χαλαρός και περιποιημένος. Ούτε το ότι αποτελεί, σύμφωνα με τη Sylvia Yount, επιμελήτρια της αμερικανικής πτέρυγας του μουσείου, το "πρώτο νατουραλιστικό πορτρέτο επώνυμου μαύρου αντικειμένου, σε ένα τοπίο του (σ.σ. αμερικανικού) Νότου". Αλλά κυρίως το ότι το πρόσωπο του Bélizaire μάς ήταν άγνωστο μέχρι πριν από κάποια χρόνια, καθώς, μερικές δεκαετίες μετά το πορτρέτο του, άγνωστο μέλος της οικογένειας Frey παρήγγειλε να σβηστεί το πρόσωπό του, να ζωγραφιστεί από πάνω δηλαδή, εξαφανίζοντας για τα καλά ό,τι απέμεινε από την ταυτότητα του Bélizaire.
Λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του πίνακα, τα παιδιά της οικογένειας απεβίωσαν και οι γονείς χρεοκόπησαν, ενώ ο Bélizaire μεταφέρθηκε σε μία φυτεία ζαχαροκάλαμων στη Λουιζιάνα, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα. Τα ίχνη του χάνονται εκεί, αλλά και πάλι γνωρίζουμε πολύ περισσότερα γι’ αυτόν απ’ όσα για τα περισσότερα μαύρα άτομα που οδηγήθηκαν ως σκλάβοι στον αμερικανικό Νότο. Εικάζεται πως η διαγραφή του από το πορτρέτο πραγματοποιήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, μία εποχή έντονου φυλετικού διαχωρισμού αλλά και αυξανόμενης βίας απέναντι στα μαύρα άτομα της περιφέρειας αυτής, ενώ έπρεπε να φτάσουμε στο 2005 για να ξεκινήσει η αποκατάσταση του προσώπου, που ολοκληρώθηκε τελικά φέτος από τον ιστορικό και συλλέκτη Jeremy K. Simien.
Η ιστορία του Bélizaire μού θύμισε μία άλλη, αυτή της Black Anna, μίας υφάντρας που μεταφέρθηκε το 1727 ως δούλα από τις φυτείες της οικογένειας Βόζενμπεργκ στο Σουρινάμ στο κάστρο Zypendaal, στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Για εκείνη δεν γνωρίζουμε τίποτα, πέρα από το πότε έφτασε στη χώρα και την ύπαρξη μιας απόδειξης από την ιατρική περίθαλψη που της παρείχε η ιδιοκτησία της όταν αρρώστησε. Πρόσωπο απέκτησε κι εκείνη για πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια, όταν οι εικαστικοί Violet Hwami και Belinda Zhawi το δημιούργησαν μέσα από ένα επιβλητικό κολάζ, επιχειρώντας να αναιρέσουν την πλήρη εξάλειψή της από την Ιστορία. Αφορμή υπήρξε η έκθεση Sonsbeek, η επιμελητική ομάδα της οποίας αποφάσισε στην τελευταία της έκδοση (2021) να φέρει στο προσκήνιο τη μαύρη εμπειρία αλλά και τη συζήτηση που έχει ανοίξει στην Ολλανδία για το αποικιοκρατικό της παρελθόν.
Διαβάζοντας παράλληλα τις "Ξανθές ρίζες" της Μπερναρντίν Εβαρίστο (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς), μια αντεστραμμένη ιστορία της δουλείας, αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι όχι μόνο να αναδημιουργηθεί η ιστορία, αλλά να σβηστούν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κομμάτια της, πρόσωπα που στις πλάτες τους δημιουργήθηκαν ολόκληρα κράτη και περιουσίες, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Και πόση, τελικά, η ευθύνη της τέχνης να τα ξαναφέρει στο φως, άλλοτε κατασκευάζοντάς τα από την αρχή και πότε απλά σηκώνοντας το μανδύα της ιστορίας.