Κώστας Μπαρμπάτσης: "Θέλω να γράφω πρώτα για μένα"

Ο καθηγητής Πληροφορικής εξέδωσε τη «Λυκοχαβιά», την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, που θέλει να μιλήσει για την «ανθρώπινη ευθραυστότητα».

Κώστας Μπαρμπάτσης


Ο καθηγητής Πληροφορικής Κώστας Μπαρμπάτσης, εξέδωσε από τις εκδόσεις Κέδρος τη "Λυκοχαβιά", την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, που είναι γραμμένη με επιστημονική μέθοδο, αλλά σε ακαρνανική και ηπειρώτικη διάλεκτο, θέλοντας να μιλήσει για την "ανθρώπινη ευθραυστότητα".

Μερικές φορές ένα νέο βιβλίο, όχι απλώς ταράζει τα αναγνωστικά νερά, αλλά κυριολεκτικά εκρήγνυται στο εκδοτικό τοπίο, αναγκάζοντας τους πάντες να το προσέξουν. Αυτό ακριβώς συνέβη με τη "Λυκοχαβιά", η οποία, όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, είναι η προβιά, το τομάρι του λύκου στη ντοπιολαλιά της Δυτικής Ελλάδας. Γιατί έγραψε σ’ αυτό το γλωσσικό ιδίωμα ο Μπαρμπάτσης; Γιατί, όπως λέει ο ίδιος, έτσι μιλούν οι ήρωές του – και γιατί "η επιλογή της συγκεκριμένης ιδιολέκτου ήταν για μένα πάνω απ’ όλα θέμα αρχής και κυρίως εντιμότητας". 

Η χρήση των διαλέκτων δίνει μια εσάνς οικειότητας, τρυφερότητας, αμεσότητας στη γλώσσα. Ανακαλεί βαθιές γλωσσικές μνήμες, σαν να διαβάζεις κάτι που έγραψε ο παππούς σου ή η γιαγιά σου από το χωριό. Ο Μπαρμπάτσης σκάβει κάτω από το μπετόν της Νέας Ελληνικής – της αθηναϊκής διαλέκτου, αν μπορεί κάποιος να πει κάτι τέτοιο, και φτάνει στις ρίζες της ελληνικής γλώσσας.

Οι αναγνώστες, ακόμα κι εκείνοι που έχουν, καμιά φορά, πέντε άγνωστες λέξεις σε μια πρόταση, θα καταλάβουν και θα εκτιμήσουν τις προθέσεις του συγγραφέα, και δεν θα τους λείψει το γλωσσάρι που δεν υπάρχει. Επειδή το βιβλίο είναι δυνατό, είναι ζωντανό, σπαρταράει και φωνάζει στα χέρια σου, καθώς οι ιστορίες του ξεδιπλώνονται. 

Πόνος της ξενιτιάς, βία, σπαραγμός, κακοποίηση, πατριαρχία, έρωτας, θάνατος, εκδίκηση, τρέλα, αντίσταση, λαχτάρα: πάθη που ευδοκιμούν στα άγονα, τραχιά, πετρώδη εδάφη της Ακαρνανίας και της Ηπείρου, πάθη που ο Μπαρμπάτσης ζωγραφίζει με όλες τις αποχρώσεις του αίματος, του φρέσκου και του ξεραμένου, για να μιλήσει για τους καιρούς του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, και των πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών, που είναι ακόμα εδώ, που ακόμα ζουν μέσα στο συλλογικό θυμικό των Ελλήνων. "Αν θέλουμε να σταματήσουμε τον Εμφύλιο, θα πρέπει να μιλήσουμε" γι’ αυτόν,  λέει ο ίδιος, και αυτό κάνει, μιλάει με τις έξι ιστορίες του, οι οποίες συγκλονίζουν, καθώς είναι αυτόχρημα τραγικές. 

Κάποιοι από τους ήρωές του, για να μην πω όλοι, φαίνονται να είναι κυριολεκτικά αθύρματα στα χέρια – ποιου; Του Θεού; Των θεών;Της Τύχης; Του Πεπρωμένου; Δεν ξέρω, ο αναγνώστης ας συμπληρώσει την ανώτερη δύναμη της αρεσκείας του, αλλά όποια κι αν είναι αυτή, κανείς δεν μπορεί να μείναι αδιάφορος απέναντι στη βαθιά ανθρωπιά που αναδύεται σαν θυμίαμα από τις σελίδες της "χειροποίητης", όπως δηλώνει ο Μπαρμπάτσης, "Λυκοχαβιάς".

Κώστας Μπαρμπάτσης

Γιατί γράφετε σε ιδιόλεκτο; Για να μη χαθούν τα ιδιώματα, για να απαθανατιστούν μέσω του γραπτού λόγου, επειδή οι ήρωές σας μιλούν έτσι και δεν μπορείτε να κάνετε διαφορετικά ή για κάποια άλλη αιτία;
Θεωρώ ότι οι ήρωες μου δεν ήταν δυνατόν να μιλήσουν διαφορετικά. Για παράδειγμα, θα μου ξένιζε αν ο Πάνος, ο ήρωας του "Θα φύγω ξάδερφε", εξέφραζε τον καημό και τον πόνο του χρησιμοποιώντας λέξεις της καθομιλουμένης. Κάτι τέτοιο θα έβγαινε "ψεύτικο" και κυρίως πολύ μακριά από το βίωμα μου. Από την στιγμή που αποφάσισα ότι κοινός τόπος όλων των ιστοριών, θα ήταν η Ακαρνανία και η Ήπειρος, έπρεπε να είμαι συνεπής. Συνεπής απέναντι στις φωνές γονιών, συγγενών, φίλων, αλλά κυρίως συνεπής απέναντι στον εαυτό μου. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα, άνθρωποι που ζουν στις συγκεκριμένες περιοχές εξακολουθούν να χρησιμοποιούν πολλές από τις λέξεις που συναντάμε στην Λυκοχαβιά. Άρα, με κίνδυνο να ακουστεί βαρύγδουπο, η επιλογή της συγκεκριμένης ιδιολέκτου ήταν για μένα πάνω απ’ όλα θέμα αρχής και κυρίως εντιμότητας. 

Όλοι οι αναγνώστες του βιβλίου σας θα έχουν κάποιες άγνωστες λέξεις, ενώ ορισμένοι ίσως και να δυσκολευτούν να παρακολουθήσουν τη ροή της ιστορίας. Κι όμως δεν έχετε κανένα γλωσσάρι. Γιατί;
Σίγουρα κάποιοι αναγνώστες θα έχουν άγνωστες λέξεις. Το είχα στο νου μου και γι’ αυτό κατά τη συγγραφή, μέλημα μου ήταν να δουλέψω όχι μόνο σε επίπεδο επιλογής λέξης αλλά και σε επίπεδο πρότασης, παραγράφου, ενότητας. Ήθελα να έχω ένα τελικό κείμενο, από άποψη γλώσσας, όπου από την πρώτη κιόλας ανάγνωση θα σε οδηγεί σε μια σχεδόν αβίαστη εξαγωγή νοήματος απ’ τα συμφραζόμενα. Δεν με απασχολούσε το αν κάποιος δεν γνώριζε την ακριβή σημασία μιας, δυο ή και παραπάνω λέξεων. Άλλωστε ούτε ο ίδιος γνώριζα την ακριβή ετυμολογία για πολλές από αυτές τις λέξεις! Απλά τις χρησιμοποιούσαμε χρόνια στον λόγο μας έχοντας, πάνω κάτω, μια αίσθηση για το σε ποια περίσταση ταιριάζει η καθεμιά ή όχι. Προκειμένου όμως να μην καταλήξω σε ένα αποτέλεσμα που θα αφορά λίγους, κάθε φορά που τελείωνα ένα διήγημα, το έστελνα σε ανθρώπους οι οποίοι κατάγονταν από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, σε αναγνώστες από Ακαρνανία, Κρήτη, Πέλλα, Ημαθία, Πελοπόννησο. Ομολογώ ότι από τις ανατροφοδοτήσεις που έλαβα δεν διέκρινα ιδιαίτερες δυσκολίες ως προς την παρακολούθηση της ροής. Επίσης, να σημειώσω ότι τόσο η ντοπιολαλιά όσο και τα ηθογραφικά στοιχεία αξιοποιήθηκαν περισσότερο σαν σκηνικό. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να "κλέψουν την παράσταση", αλλά να λειτουργήσουν ως μέσο για την ενίσχυση της αληθοφάνειας. Πρώτα απ’ όλα με ενδιέφερε το πως θα δομήσω μια στιβαρή πλοκή. Μια πλοκή που κατά την εξέλιξη της θα βοηθά στο να ξεδιπλωθεί η κεντρική ιδέα της κάθε ιστορίας. Και επόμενος στόχος, εξίσου σημαντικός, ήταν το πλάσιμο ολοκληρωμένων χαρακτήρων· χαρακτήρων τόσο με εσωτερικότητα αλλά και με συνέπεια λόγων και πράξεων. Η ύπαρξη ή όχι γλωσσάριου ομολογώ ότι με προβλημάτισε. Μια επιλογή θα ήταν να βάλω υποσημειώσεις εντός του κειμένου με ανάλογες επεξηγήσεις στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας. Προσωπικά κάτι τέτοιο, σε λογοτεχνικά κείμενα, με δυσκολεύει μιας και με αποσπά από τον αναγνωστικό ρυθμό που θεωρώ πολύ σημαντικό για την απόλαυση.  Αυτό βέβαια έχει να κάνει μ’ εμένα, σε κάποιον άλλον ίσως να ταιριάζουν οι υποσημειώσεις. Ίσως σε μια πιθανή μελλοντική έκδοση να ενσωματωθεί ένα γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου. Κι αυτό, όχι τόσο για την περαιτέρω κατανόηση, αλλά για την ετυμολογική καταγραφή λέξεων που με τον χρόνο τείνουν να εξαφανιστούν. 

Πιστεύετε πως η καθιέρωση της τυποποιημένης νεολληνικής, του "αθηναϊκού ιδιώματος", αν μπορούμε να το πούμε έτσι, στραγγάλισε τις ντοπιολαλιές του ελλαδικού χώρου;
Κατά κάποιο τρόπο, πιστεύω πως ναι. Από την στιγμή που η πρότυπη ελληνική, καθιερώθηκε ως κυρίαρχη, σχολική γλώσσα, μια τέτοια εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη. Θέλοντας και μη υιοθετήσαμε τη γλώσσα που διδασκόμασταν στο σχολείο, ανεξάρτητα αν αυτή ήταν διαφορετική από την γλώσσα του τόπου στον οποίο μεγαλώσαμε. Και πέρα απ’ αυτό, το σημαντικότερο ήταν ότι το σχολείο παρουσίαζε και παρουσιάζει αυτή την επίσημη, ως την μόνη ορθή. Οποιαδήποτε άλλη παραλλαγή θεωρείται κατά κάποιον τρόπο λανθασμένη. Μοιραία, κάποιοι διάλεκτοι και ιδιώματα μπαίνουν στην άκρη και σιγά – σιγά εξαφανίζονται. Εκτός από αυτό σημαντικό ρόλο παίζει και η ντροπή. Άνθρωποι που μετακινούνταν στα μεγάλα αστικά κέντρα προκειμένου να ακολουθήσουν την "εξέλιξη" ή να θεωρούνται μορφωμένοι, άφηναν πίσω την επαρχία και ό,τι αντιπροσώπευε. Έμπαιναν στο φέρι μποτ και μέχρι να περάσουν στο Αντίρριο μιλούσαν λες και είχαν πετάξει την παλιά γλώσσα στη θάλασσα! Βλέπετε, οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτό που προέβαλε η μαζική κουλτούρα ως "κανονικό" δεν ήταν αποδεκτό. Κι όταν οι ίδιοι αυτοί, οι εσωτερικοί μετανάστες, επέστρεφαν στο χωριό πάσχιζαν να τιθασεύσουν τα "λι" και "νι" ή να προφέρουν τις λέξεις δίχως κοψίματα.  Στα μέρη μας κυκλοφορούσαν διάφορες χιουμοριστικές ιστορίες. Μια απ’ αυτές που είχα ακούσει, αφορούσε μια κοπέλα που είχε φύγει για δουλειά στην Αθήνα. Μετά από κάποιους μήνες που γύρισε για διακοπές, βγήκε με τους γονείς στο πανηγύρι. Σε κάποια φάση της ζητά ο πατέρας να πάει στα όργανα και να παραγγείλει το "Αγγέλω ‘μ κρένει η μάνα σου". Μόλις τη βλέπει ο κλαριντζής να πλησιάζει στο πάλκο "Ποιο θες;" τη ρωτά. "Το Αγγελική σου μιλάει η μητέρα σου" απαντά αυτή. Άγαλμα ο τσιγγάνος. "Δεν το ξέρω κοπέλα μου" είπε…  

Γιατί πλάσατε τους ήρωές σας ως τραγικά πρόσωπα, που συχνά είναι αθύρματα στα χέρια των θεών (όπως θα λέγανε στην αρχαιότητα) ή της τύχης; Είναι στ’ αλήθεια τόσο τραγική η ζωή μας;
Όχι, η ζωή δεν είναι τόσο τραγική αλλά έχει αρκετές τραγικές στιγμές. Παρόμοιες με αυτές στις οποίες εμπλέκονται οι ήρωες του βιβλίου. Μια τραγικότητα που συνδέεται με την κεντρική θεματική όλων των ιστοριών. Απ’ το πρώτο διήγημα και μετά αποφάσισα πως θα μιλήσω για την ανθρώπινη ευθραυστότητα. Επιδίωξα να πλάσω χαρακτήρες, με εσωτερικότητα και ευαισθησία οι οποίοι θα δοκιμάζονταν μέσα σε αφιλόξενα περιβάλλοντα. Σε σκληρές κοινωνίες, όπου η αγάπη προς τα ζώα είναι απαγορευμένη, όπου βασιλεύει η πατριαρχία, όπου διαφορετικές πολιτικές απόψεις δεν είναι ανεκτές, όπου η ψυχική ασθένεια αντιμετωπίζεται με προκατάληψη. Πρόκειται για θέματα που δεν με απασχολούν μόνο στη γραφή αλλά και στην καθημερινότητα. Άλλωστε τις περισσότερες ιδέες τις εμπνεύστηκα απ’ το "τώρα" και απλά τις μετέφερα σε παρελθόντα τόπο και χρόνο. Απλά ως πολίτης αλλά και ως εκπαιδευτικός πιστεύω ότι όταν συναντάμε τέτοιες περιπτώσεις είναι καλό να στεκόμαστε λίγο παραπάνω. Δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να γυρίζουμε την πλάτη στους υπόλοιπους θεωρώντας ότι δεν έχουν την ανάγκη μας, αλλά αυτούς που βρίσκονται σε μια δύσκολη θέση καλό είναι να τους αγκαλιάζουμε λίγο πιο σφιχτά. Είτε αυτοί είναι μετανάστες, είτε άνθρωποι με διαφορετικότητες, είτε μαθητές που για διάφορους λόγους δυσκολεύονται στο σχολικό περιβάλλον κ.ά. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους έγραψα και γι’ αυτούς θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω… 

Κάποιοι ισχυρίζονται πως ο Εμφύλιος συνεχίζεται στην Ελλάδα, συγκαλυμμένος, υπόγειος ίσως, αλλά υπαρκτός. Συμφωνείτε;
Πιστεύω ότι ο Εμφύλιος ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα συλλογικό, ψυχικό τραύμα. Ένα τραύμα που ως και σήμερα παραμένει ανεπούλωτο. Αυτοί που ξέρουν λένε πως ένα τραύμα για να θεραπευτεί απαιτεί δουλειά, υπομονή, φροντίδα και άλλα πολλά. Θέλει να το επικοινωνήσεις, να βρεις τα αίτια, να τα επεξεργαστείς κι από εκεί και μετά να δεις τι πρέπει να κάνεις για να προχωρήσει η θεραπεία. Όλα αυτά βέβαια δίχως φόβο και προπαντός με ειλικρίνεια. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ούτε η σιωπή, ούτε η αμνησία  βοηθούν. Εδώ στην χώρα μας, στο θέμα του Εμφυλίου, κάποιοι επέλεξαν και σε πολλές περιπτώσεις επέβαλαν και τη σιωπή και την αμνησία. Έτσι, παρατηρούμε ότι μετά από τόσα χρόνια οι αναφορές για την εν λόγω περίοδο στο σχολείο παραμένουν ελάχιστες, πολλές οικογένειες αποφεύγουν να συζητήσουν σχετικές απορίες των παιδιών τους  και μια μεγάλη μερίδα των μέσων κάνουν είτε σαν να μην έγινε ποτέ είτε "κρύβοντας" κάποια σημαντικά γεγονότα και αντιμετωπίζοντας το όλο θέμα μονόπλευρα. Συνήθως, όταν προσπαθείς να αποσιωπήσεις στοιχεία και λεπτομέρειες από ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός (γιατί άραγε;) την ησυχία που επιδιώκεις δεν θα την βρεις. Θεωρώ λοιπόν, ότι αν θέλουμε να σταματήσουμε τον Εμφύλιο, θα πρέπει να μιλήσουμε. Να μιλήσουμε για το τι προηγήθηκε, να μιλήσουμε για το τι ακολούθησε, να μιλήσουμε για το τι ρόλο έπαιξαν διάφορα πρόσωπα (πολιτικά και μη), να μιλήσουμε για το "γιατί" χιλιάδες άνθρωποι κυνηγήθηκαν μόνο και μόνο εξαιτίας των ιδεών τους για πάρα πολλά χρόνια μετά το τέλος της διαμάχης. Αν δεν μιλήσουμε με ειλικρίνεια γι’ αυτά, κι αν κατατεθούν παραδοχές και - γιατί όχι; - καμιά συγγνώμη, με τον Εμφύλιο θα ζούμε…  

Πιστεύετε πως τα πράγματα συμβαίνουν τυχαία ή υπάρχει κάποιο σχέδιο; Ο Θεός παίζει ζάρια τελικά;
Δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις για να απαντήσω με σιγουριά στην ερώτησή σας. Από τη μια πιστεύω ότι οι εξελίξεις στον χώρο των επιστημών πιθανόν να παρέχουν τα απαραίτητα εργαλεία για να παρακαμφθεί σε κάποιο βαθμό η τυχαιότητα και να προβλεφθούν οι προθέσεις του "Θεού".  Υπάρχουν δηλαδή οι γνώσεις και η ταχύτητα έτσι ώστε να επεξεργαστούμε έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών, ώστε να προβλέψουμε τις "ζαριές". Από την άλλη προβληματίζομαι για το αν είναι δυνατόν να διαθέτουμε όλες τις επαρκείς πληροφορίες. Όταν ένα σύστημα είναι πολύπλοκο δεν ξέρω κατά πόσο μπορούμε να λάβουμε υπόψη και την παραμικρή λεπτομέρεια. Μια μικρή αλλαγή μπορεί να οδηγήσει σε μια εντελώς διαφορετική πρόβλεψη. Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα … 

Οι ιστορίες που αφηγείστε έχουν κάποιο αληθινό πυρήνα, είναι ολωσδιόλου επινοημένες, ή και τα δύο;
Απ’ τις έξι ιστορίες μόνο η πρώτη από αυτές, το "Θα φύγω ξάδερφε", έχει αληθινό πυρήνα. Οι υπόλοιπες πέντε είναι προϊόν μυθοπλασίας. Βέβαια υπάρχουν μικρά γεγονότα, τα οποία άντλησα από την πραγματική ζωή και τα οποία λειτούργησαν ως ερέθισμα και πάνω σε αυτά στη συνέχεια έστησα ένα φανταστικό κόσμο. Όπως επίσης και κάποιοι χαρακτήρες τους οποίους έπλασα από ανθρώπους που είχα γνωρίσει στην σύγχρονη ζωή και τους διαμόρφωσα ανάλογα. 

Από την Εφαρμοσμένη Πληροφορική και τα Πολυμεσικά τρισδιάστατα Εικονικά Περιβάλλοντα, στον Εμφύλιο στα τραχιά ηπειρώτικα βουνά. Πώς έτσι; 
Απρόσμενα θα έλεγα. Πριν από τέσσερα χρόνια περίπου, επιχείρησα να καταγράψω μετά από "παραγγελία" του πατέρα μου, ένα πραγματικό γεγονός που είχε βιώσει ως μετανάστης.  Έως τότε, η μόνη επαφή με γράψιμο ήταν η συγγραφή πανεπιστημιακών εργασιών, άρθρων για επιστημονικά συνέδρια, περιοδικά και λοιπά. Δηλαδή πιο εξειδικευμένα, πιο τεχνοκρατικά κείμενα, κάτι εντελώς διαφορετικό από την γραφή ενός βιβλίου σαν την "Λυκοχαβιά". Την καταγραφή αυτή του πραγματικού γεγονότος, η οποία είναι το διήγημα "θα φύγω ξάδερφε", την διάβασε ένας φίλος και ενθουσιάστηκε. Αυτός ήταν κι ο πρώτος που με παρότρυνε να δοκιμάσω να γράψω διηγήματα. Αρχικά δεν πίστευα ότι μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο και το άφησα πίσω. Μετά από κάνα χρόνο, απ’ αυτή την πρώτη καταγραφή, σε κάποιες διακοπές Χριστουγέννων, εμπνεύστηκα να γράψω μια δεύτερη, καθαρά μυθοπλαστική, ιστορία. Διασκέδασα πολύ κατά την διάρκεια, ένιωσα όμορφα. Και από εκεί και μετά "στρώθηκα" που λένε. Πέρασα στην τρίτη, στην τέταρτη και τελικά ολοκληρώθηκε το βιβλίο. Επιστρέφοντας στην αρχική ερώτηση, θέλω να πω ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία, διαπίστωσα ότι οι σπουδές στις θετικές επιστήμες έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. Για παράδειγμα, στην φάση της έρευνας που προηγείται της συγγραφής, ακολουθούσα πάνω κάτω την ίδια μεθοδολογία που ακολουθούσα και στις διδακτορικές σπουδές. Επίσης, με βοήθησε σημαντικά ο τρόπος που σχεδιάζεται ένας αλγόριθμος. Το να δομώ δηλαδή ένα διάγραμμα ροής, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται όλες οι παράμετροι και οι πιθανές λύσεις ενός προβλήματος. Κάτι παρόμοιο έκανα και στις ιστορίες. Μάλιστα τα σχεδίαζα σε διάφορες εκδοχές στο σημειωματάριο μου. Αυτή η διαδικασία με διευκόλυνε ώστε να μπορώ να βάζω σε τάξη τα όσα είχα στο μυαλό μου. Επίσης με διευκόλυνε στο ότι είχα μια εικόνα για το ποια στοιχεία είναι περιττά ή για το αν χρειάζεται να προστεθεί κάτι άλλο που, ενδεχομένως, θα "έδενε" ακόμη περισσότερο την πλοκή. Βέβαια από μικρό παιδί, πολύ πριν ασχοληθώ με την Πληροφορική, είχα μια έφεση προς καλλιτεχνικές γενικά δραστηριότητες. Πάντα έψαχνα διεξόδους. Αγαπούσα τη ζωγραφική, σχεδίαζα παντού, σε τετράδια, βιβλία, ακόμη και τώρα το κάνω. Για κάποια χρόνια στο δημοτικό σχολείο παρακολούθησα μαθήματα τρομπέτας. Αργότερα στην διάρκεια των σπουδών δούλεψα για πολλά χρόνια ως γραφίστας και web designer. Και μέσα σε όλα αυτά κατασκεύαζα και αναπαλαίωνα έπιπλα. Επίσης, ασχολιόμουν με την βιβλιοδεσία, την μικρογλυπτική, διάφορα. Τα λέω όλα αυτά μιας και θεωρώ ότι η γραφή αποτελεί για μένα τμήμα ενός ευρύτερου δημιουργικού συνόλου. Μια διαδικασία στην οποία νιώθω ότι  χρησιμοποιώ πέρα από το μυαλό και τα χέρια. Μάλιστα μου αρέσει να λέω ότι η Λυκοχαβιά, μεταφορικά και κυριολεκτικά, είναι ένα "χειροποίητο" βιβλίο. Πολύ πριν το στείλω σε εκδοτικούς, έκανα την σελιδοποίηση, το εκτύπωσα, το ξάκρισα με κοπίδι, το έραψα με βελόνα και κλωστή και αφού κόλλησα και σχεδίασα εξώφυλλα, το δώρισα σε πέντε ανθρώπους. Μετά από αυτό ήταν σαν να ησύχασα. Θεώρησα ότι εκεί είχε τελειώσει η αποστολή μου. Καιρό μετά βέβαια έστειλα τέσσερα αντίτυπα σε εκδοτικούς οίκους και σαν ήρθε η απάντηση απ’ τον Κέδρο, πήρε το δρόμο του το βιβλίο και έφτασε σε περισσότερα χέρια… 

Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου, το 35% των Ελλήνων όχι απλώς δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο, παρά απαξιώνει ρητά την ανάγνωση, ενώ, κατά μέσο όρο, οι Έλληνες διαβάζουν 5 βιβλία τον χρόνο. Εσείς λοιπόν, γιατί και για ποιον γράφετε;
Δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά τα στοιχεία που παραθέτετε αλλά σε ό,τι με αφορά έχω ξεκάθαρο στο μυαλό, τόσο το τι θέλω αλλά και γιατί θέλω να το κάνω. Θέλω να γράφω πρώτα για μένα. Δεν λέω, με συγκινούν οι αναγνωστικές αποκρίσεις, κολακεύομαι από τις κριτικές, νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους όσους λένε καλά λόγια, αλλά το κίνητρο που με ωθεί είναι καθαρά εσωτερικό. Θέλω να διασκεδάζω, να γράφω με χαρά, με συγκίνηση, δίχως δεύτερες σκέψεις. Δεν ξέρω πως ακούγεται αλλά ακόμη κι αν δεν εκδώσω ποτέ ξανά στο μέλλον, δεν θα σταματήσω, θα συνεχίσω να γράφω. Υπάρχουν καλλιτέχνες, ζωγράφοι, μουσικοί, που δημιουργούν δίχως να ξέρουν αν θα καταφέρουν ποτέ να βγάλουν προς τα έξω το έργο τους. Αν θα συμμετάσχουν σε κάποια έκθεση, σε κάποια συναυλία. Κι όμως δεν σταματούν. Κάτι τους ωθεί να είναι εκεί και να συνεχίζουν. Πολλές φορές παρατηρώ τα παιδιά στο σχολείο να ζωγραφίζουν. Έχουν μπροστά τα χαρτιά, τις ξυλομπογιές, τα μαρκαδοράκια τους, παίζουν, γελάνε και ταυτόχρονα είναι εστιασμένα λες και δημιουργούν το μεγαλύτερο έργο τέχνης. Και την ίδια στιγμή που το τελειώνουν είναι πρόθυμα να το χαρίσουν ή ακόμη και να το πετάξουν. Έτσι θέλω να λειτουργώ κι εγώ. Δεν θέλω να επηρεάζομαι απ’ οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την ουσία της διαδικασίας της γραφής, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ. Ακόμη κι όταν επηρεάζομαι, και συμβαίνει αρκετές φορές, προσπαθώ να με επαναφέρω άμεσα στο κέντρο μου. Το να προσπαθώ να παραμένω στο κέντρο μου είναι στόχος ζωής. Δεν είναι κάτι που αποφάσισα τώρα, με αφορμή το βιβλίο, έτσι πορεύομαι χρόνια τώρα. Σε οτιδήποτε κι αν έκανα στο παρελθόν, είτε δουλειά είτε σπουδές, έτσι λειτουργούσα κι έτσι θέλω να λειτουργώ.   

Κάποιοι βανδαλίζουν πίνακες για να στρέψουν την προσοχή του κοινού στα τα φλέγοντα προβλήματα του πλανήτη. Πιστεύετε πως η Τέχνη και η παραμυθία που μας χαρίζει, μας κάνει να ξεχνάμε το καθήκον μας;
Σε κάποιο βαθμό ισχύει. Η τέχνη είναι δυνατόν να μας απομακρύνει από μεγάλα προβλήματα και την ευθύνη μας απέναντι σ’ αυτά. Πέρα απ’ αυτό όμως εξαρτάται κι από το είδος της τέχνης που κάποιος υπηρετεί. Θεωρώ ότι το καλλιτεχνικό έργο δεν πρέπει εστιάζει στον αισθητικό αντίκτυπο και μόνο, να μην είναι μόνο ψυχαγωγικό. Ο καλλιτέχνης καλό είναι να αφουγκράζεται τι συμβαίνει γύρω και με το έργο του να προβληματίζει, όσο είναι δυνατόν, το κοινό. Δεν αναφέρομαι σε επιβολή άποψης ή σε στρατευμένη τέχνη που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Αναφέρομαι σε ένα καλλιτεχνικό έργο που δεν θα προσπαθεί να πείσει, αλλά θα θέτει ερωτήματα με σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου για περαιτέρω διάλογο.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Athinorama Plus

14 ιδέες για βόλτα στην Αθήνα την εβδομάδα της Πρωτοχρονιάς (26/12-1/1)

Η Αθήνα ετοιμάζεται να υποδεχτεί το νέο έτος με μοναδικές εκδηλώσεις που γεμίζουν την πόλη με λάμψη και δημιουργικότητα, προσφέροντας αξέχαστες στιγμές για όλους.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
26/12/2024

Πού θα βρείτε τα καλύτερα μελομακάρονα για αυτά τα Χριστούγεννα

Διαβάστε εντός πού θα βρείτε τα καλύτερα μελομακάρονα για να απολαύσετε τα Χριστούγεννα αλλά και την Πρωτοχρονιά.

Αν θες να αναβαθμίσεις τις γιορτές σου, η λύση είναι IKEA

Επισκεφθήκαμε τα IKEA και εξηγούμε γιατί είναι ο #1 προορισμός μας για τα φετινά χριστουγεννιάτικα ψώνια.

Τα καλύτερα panettone για αυτά τα Χριστούγεννα

Διαβάστε εντός και βρείτε τα καλύτερα panettone για να απολαύσετε τα Χριστούγεννα αλλά και την Πρωτοχρονιά.

Χ-Μas Wine Pairing: 15+2 κρασιά που αξίζει να έχεις στο τραπέζι & πως να τα συνδυάσεις

Μετρώντας αντίστροφα για τα καθιερωμένα γιορτινά τραπέζια, ιδού ο κατάλληλος οδηγός για τις οινικές εξερευνήσεις και το πληθωρικό wine pairing που προσγειώνεται για τις δικές σου μεγάλες απολαύσεις.

Apocalypsis: Με classic mentalite "αποκαλύπτει" πληθωρικά τις γιορτινές στιγμές

Η ετικέτα Apocalypsis από το Οινοποιείο Μπαραφάκα από 100% Αγιωργίτικο έχει την δυναμική φινέτσα να συντροφεύσει τα γιορτινά τραπέζια classic & πληθωρικά.