Στη σχολή παρακολούθησα ένα μάθημα τεχνολογίας, το οποίο, χοντρικά, είχε να κάνει με τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούμε προκειμένου να επιτύχουμε τη χρηστικότητα ενός ψηφιακού περιβάλλοντος. Μη ρωτήσετε τι σχέση είχε το αντικείμενο με ένα πτυχίο Επικοινωνίας και ΜΜΕ, γιατί αδυνατώ να απαντήσω· μπορώ όμως να δηλώσω με βεβαιότητα ότι οι (φιλοσοφικές και μη) επεκτάσεις του μαθήματος στην καθημερινότητα αποτέλεσαν ένα πραγματικό εργαλείο κατανόησης των στιγμών εκείνων που νιώθεις εντελώς ανίκανος όσο και εξοργισμένος στο να επιτύχεις απλά, σημαντικά πράγματα. Όπως το να επιβιώσεις μια οποιαδήποτε μέρα στην Αθήνα.
Με έναν αυθαίρετο και καθαρά ηχητικό συνειρμό με τον τίτλο της κλασικής ταινίας του Ρομπέρτο Ροσελίνι, σκέφτομαι ότι εδώ οι ανοχύρωτοι είμαστε εμείς: απροστάτευτοι απέναντι στον παραλογισμό μιας καθημερινότητας, κατά τη διάρκεια της οποίας τα εργαλεία που έχουμε αποκτήσει μεγαλώνοντας αποδεικνύονται άχρηστα. Για να σας εξηγήσω λίγο καλύτερα: μαθαίνουμε ότι όπως το κόκκινο χρώμα σημαίνει πως πρέπει να σταματήσεις σε ένα φανάρι, έτσι και το κόκκινο κουμπί απορρίπτει μια κλήση. Το πράσινο απεναντίας λέει "προχώρα" και κινητοποιεί μια διαδικασία, ενώ το κίτρινο τονίζει να προχωρήσεις με προσοχή. Έτσι, όταν πριν από ένα χρόνο βάφτηκαν στο δρόμο μου με έντονο κίτρινο οι διαγραμμίσεις που οδηγούν σε μπάρες με κατάλληλη κλίση για να ανεβαίνει ένα καρότσι στο πεζοδρόμιο, το λογικό συμπέρασμα για το χρήστη θα ήταν να συνεχίσει αλλά προσεκτικά. Κάτι που, φτάνοντας το πεζοδρόμιο, θα διαπίστωνε πως ήταν στην πραγματικότητα ανέφικτο, καθώς αμέσως μετά θα συναντούσε με τη σειρά ένα δέντρο, μερικά τραπεζοκαθίσματα και αρκετά σπασμένα πλακάκια (από αυτά που καμουφλάρουν μικρές λίμνες λασπουριάς), όλα τοποθετημένα σχεδόν σαδιστικά ανάμεσα σε εκείνον και τον προορισμό του.
Θυμήθηκα το περιστατικό (και το μάθημα) με αφορμή το κείμενο που δημοσίευσε πρόσφατα στο ηλεκτρονικό "α" ο Ιωσήφ Πρωιμάκης, σχετικά με τις εξελίξεις (sic) στα έργα που ταλανίζουν εδώ και περίπου ένα χρόνο το κέντρο της πρωτεύουσας. Συγκεκριμένα γράφει πως "μόνο ως ντανταϊστική παρέμβαση μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την κλασική σκηνή παραφροσύνης που επικρατεί μπρος στην κλασική τριλογία των Προπυλαίων: μια στάση αστικών λεωφορείων, με ηλεκτρονικό πίνακα δρομολογίων αλλά χωρίς παγκάκια, στέκει καταμεσής του πεζοδρομίου, δύο στάσεις αστικών λεωφορείων, με παγκάκια αλλά χωρίς πίνακα δρομολογίων, χάσκουν καταμεσής της ασφάλτου κι, εκατέρωθεν αυτών, δύο σειρές παγκάκια, χωρίς ούτε στάση, ούτε πίνακα, ούτε καν σκιά, απλώνονται προσανατολισμένες με τρόπο τέτοιον ώστε ο κουρασμένος διαβάτης, που θα κάτσει να λιαστεί, να έχει πλάτη στα τρία ίσως ομορφότερα κτίρια της πόλης, για να απολαμβάνει τον ποταμό από αμάξια που διασχίζουν την οδό Πανεπιστημίου".
Η φράση-κλειδί είναι η "κλασική σκηνή παραφροσύνης", γιατί για όποιον μένει στην Αθήνα το παραπάνω "έργο" δεν προέρχεται από τη σχολή του θεάτρου του Παραλόγου αλλά από μια απλή Δευτέρα. Άγνοια σωστού αστικού σχεδιασμού; Έλλειψη ενδιαφέροντος για την εξυπηρέτηση του χρήστη; Όποιος και να είναι ο λόγος, μπορώ να βρω πολλούς που θα επωφεληθούν από ένα εξάμηνο "Σύγχρονης Τεχνολογίας και ΜΜΕ" στο Καποδιστριακό· έστω για να κατανοήσουν την πηγή του συνεχούς εκνευρισμού μας.